Ο κωλόφαρδος, ο τυχερός.

- Α ρε τον φαρδυλέκανο τον Τάκη... 5/5 τρίποντα έχει σήμερα στο μπάσκετ!

Σχετικά: διαολοδιώχτης, ευρύπρωκτος, ξεκωλώνομαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Καλή ξεκούραση» σε πιο χαλαρό, coolάτο version.

- Άντε μάγκες, καλή ξεκουράδα, γιατί αύριο θα μας πήξε ο λοχίας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα σάλια, ή οι μύξες, που εκσφενδονίζονται όταν φταρνιζόμαστε χωρίς να έχουμε λάβει τα απαραίτητα μέτρα προστασίας (χαρτομάντιλο, πετσέτα, ομπρέλα, κλπ) για τους γύρω μας.

Η τροχιά που ακολουθούν είναι όμοια με τα σκάγια από κυνηγετικό όπλο.

- Τι έγινε ρε Λεωνίδα, τσαντισμένο σε βλέπω.
- Άσε ρε Μάκη, που να στα λέω. Εκεί που διάβαζα την εφημερίδα στο μετρό, φταρνίζεται ένας γέρος και με παίρνουν τα σκάγια στη μάπα... Αηδία σκέτη σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που ξηγιέται ωραία, ο σωστός.

- Τι να σου πω ρε Νώντα, Ο Λεωνίδας ο Εντάξης είναι όνομα και πράμα. Όταν είπε ότι θα καθαρίσει για εμένα, δεν κώλωσε και τα μαύρισε στο ξύλο τα τσουτσέκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενική περιγραφή ερωτικών πράξεων.

- Μην την κοιτάς τη Δήμητρα που το παίζει Παρθενόπη. Της αρέσουν τα ξινά, σου λέω. Προχθές τραβιόταν με τον Μηνά στις τουαλέτες του κλαμπ και αν δεν ήταν η μουσική θα την είχε ακούσει όλο το Χαλάνδρι.

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Ο άσχημος.
  2. Αυτός που έχει άθλια εμφάνιση λόγω χρήσης (ή κατάχρησης) ναρκωτικών ουσιών ή αλκοόλ.

- Τι μάπα είναι αυτή που έχεις ρε φίλε... Σαν τον κώλο μου ξενύχτη.

σαν το κώλο μου νυχτοφύλακα (από xalikoutis, 31/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται προς αποφυγή εξύβρισης της Αειπαρθένου Μαρίας (Παναγίας).

Γαμώ την πανακόλα μου, γαμώ. Πάλι ο μαλάκας ο Σάκης δεν έβαλε βενζίνη στο αμάξι και μας βλέπω να μένουμε σε λίγο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι πτέρυγες αλεξιπτωτιστού στις ειδικές δυνάμεις.

- Πότε έρχεται στη ΜΑΛ ο Σώτος;
- Σύντομα, την άλλη βδομάδα παίρνει την πουλάδα του.

Η πουλάδα που ράβουν στη στολή τους οι αλεξιπτωτιστές του στρατού ξηράς. (από Cunning Linguist, 23/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified