Μαγειρεμένο κρέας το οποίο είναι τόσο καλοψημένο που λιώνει στο στόμα, ωσάν το κρέας της κονσέρβας.

Παπουδίστικη έκφραση που επιμένει μέχρι τσι μέρες μας, απόηχος παλαιοτέρων εποχών που το κρέας ήτο πολύ σκληρό και δυσεύρετο λόγω φτώχειας και ανέχειας και αι κονσέρβαι της ανθρωπιστικής βοηθείας η μόνη πηγή θροφής.

(το λέει και η μάνα μου, οπότε κανονίστε να μην μου την στεναχωρήσετε)

- Αχ κόρη μου, πολύ ωραία το έφτιαξες το κρέας, σκέτη κονσέρβα! - (σκατά να φας παλιοκαργιόλα) Ευχαριστώ πεθερούλα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρητική version του της πουτάνας που χρησιμοποιείται κατά κόρον από μη Κρήτες και τείνει να αυτονομηθεί εκ της Νήσου.

Αλιεύματα εκ του διαδικτύου:

- ΕΠΑΕ ΤΣΙ ΠΟΥΤΑΝΑΣ ΘΑ ΓΕΝΕΙ!!!

- Εδώ γίνεται τσι πουτάνας και μυρωδιά δεν πείραμε

- Τσι πουτάνας θα γίνει εκείνη τη μέρα ααχαχαχαχαχαχαχαχαχ (Mes;)

- !shocked! !shocked! !shocked! abraam: ελα ελααααα, θα γινει τσι πουτ@νας! /jumper/. Τίγρης: ωπα-ωπα .....εγινε τσι πουτανας ;sohappy; ;sohappy; ;sohappy;.

(από MXΣ, 08/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επωδός σε τερατολογία, παπαρολογία και καυχησιά από Έλληνα το γένος, άρρενα το φύλο και κάγκουρα το υποείδος. Σηματοδοτεί το αδύνατον της αποτυχίας ένθεν της απόλυτης σιγουριάς της επιτυχίας του λέγοντος.

- Ίσως ένας από τους βασικούς λόγους που σε διάφορες στατιστικές πολλλοί άνδρες παραδέχονται ότι είχαν ομοφυλοφιλικές σχέσεις* ή γρήγορα πόδια.

- Όταν η αποτυχία βρίσκεται ante portas γίνονται κασιδιάριδοι ή λούηδες.

- Σχεδόν ποτέ δεν λέγεται από γυναίκες (οι γυναίκες δεν αποτυγχάνουν, ποτές). Όταν όμως λέγεται, κρατήστε και μικρό καλάθι (ή φορέστε τσίγκινο). Υπάρχουν τα strap on και οι κωλομπαράδες ξάδερφοι.

- Εναλλακτικές μορφές: να κάτσω ή να/θα καθίσω να με…

  • άλλο λόγοι: o alleged μικρο-τσουτσουνισμός της φυλής και το ένδοξο και αρρενωπό παρελθόν μας (κλασσική και ελληνιστική περίοδος), αλλά αυτά μπορούν να τα εξηγήσουν καλύτερα οι επιστήμονες και οι αρχαιολάτρες...
  1. - Μας τα κάνατε μπαούλα! Αν ξαναγράψω στο site θα κάτσω θα να με γαμήσετε (αν με βρεις λόγω ανωνυμίας)
    - (στην επόμενη συνάντα: βρε καλώς τον MXΣ! Τι κάνει ο BuBis;)

  2. Απόσπασματα από ανέκδοτο:
    - Εγώ θα πάω το Σάββατο στην Αθήνα σ' έναν κουμπάρο μου, κι αν τα ταξί πετάνε θα κάτσω να με γαμήσεις

  3. - Αν ξαναψηφίσω Νέα Δημοκρατία να κάτσω να με γαμήσεις (ψηφίσεις δεν ψηφίσεις, θα γαμηθείς όμως).

4, - Mαράκι μου, με παρεξήγησες! - Jurgen!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακολουθεί ομπρέλα ορισμών:

  • ο οδηγός ταξί, ο οποίος διέπεται από τις αρχές του φασισμού/εθνικισμού/ναζισμού και άλλων ανωμαλιών, ο οποίος το δηλώνει με ατέρμονες και απρόκλητες συζητήσεις υπέρ της «επαναστάσεως», «τι καλά τα περνούσαμε στην Χούντα, μας έδωσε και τις άδειες ταξί», «για όλα φταιν οι βρωμιάρηδες οι μετανάστες», «ένας Χίτλερ/Παπαδόπουλος/Καρατζαφέρης θα μας σώσει», κλπ.
  • ο οδηγός ταξί, ο οποίος είναι προκλητικότατος, αφού καπνίζει χωρίς να μας ρωτήσει, οδηγεί σαν να έχει νέφτι στον κώλο, πτύει ροχάλες, ρίχνει μπινελίκια, την πέφτει στις γυναίκες πελάτες, μας πάει στην Δάφνη μέσω Πειραιά παίρνοντας διπλά αγώγια αβέρτα κουβέρτα, κλπ.
  • ο οδηγός ταξί, που δεν του αρέσει η φάτσα μας, τα μαλλιά μας ή ο προορισμός μας και δεν μας κάθεται… Αν είσαι, δε, μελαμψός ή αλλόφυλος γενικά, forget it…
  • ο οδηγός ταξί, που είναι καρφί της Ασφάλειας και δίνει κόσμο, είτε του πολιτικού είτε του χώρου των ουσιών.

    Συνηθίζεται ο οδηγός τούτος ταξί να έχει όλα τα παραπάνω χαρίσματα, 4 σε ένα δηλαδή. Φυσικά δεν ανήκουν όλα τα μέλη της κίτρινης φυλής στην ανωτέρω υποκατηγορία των ταξιστών… Πολλοί από αυτούς απλά ήθελαν να γίνουν μπασίστες (ή ντράμερς)…

- Για όλα φταίνε τα κομμούνια και οι βρωμιάρηδες οι μαύροι! Αθλιότητα κύριος! Να πεθάνουν όλοι οι πούστηδες! Καλά τα λέει ο Άδωνης! Κάτσε να βάλω λίγο Τερλέγκα! Ώρε κέφια! Μια νύχτα δική σουυυυυυ! Χράπ φτού! Που ρε πούστη μ'! Ξέχασα να ανοίξω το παράθυρο! Κάτσε να πάρουμε το μωρό, ωραίο μουνάκι, σκισσς μωρή χαμ... Που πάτε μαντάμ; Πειραιά; Βολεύει, πως δεν βολεύει! Ε, μίστερ, δεν σε πειράζει νομίζω; Χράτς, χράτς (Ξύσιμο αρχιδιού)… Ρε κοίτα τον βρωμιάρη τον φρίκουλα που θέλει και ταξί! Που πας φίλος; Νίκαια; Δεν πάει! Τον είδατε τον χλεμπονιάρη, αν μπει μέσα εδώ θα πρέπει να πλύνω το ταξί με άκουα-φόρτε. Βρε ούστ, στην πατρίδα σας σκατιάρηδες! Εσύ φίλος που είπαμε, Εξάρχεια; Αναρχία, αναρχία; Σωστός! Να γίνει αναρχία, να τα κάνουμε μπουρδέλο όλα, και μετά να στείλουμε τα τανκς… Μωρό, έτσι δεν είναι; Ναι; Έλα ρε Μάκη, τι έγινε Μεγάλε! (Μιλά στο κινητό). Ναι, ρε έρχομαι, ήπια δυό ούζα στον Τζίμη και ψιλο-με-βάρεσε! Ναι, ναι, έχω έναν κουλό μαλλιά και ένα δίμετρο… Ναι, άντε γεια, παλιο-βάζελε! Παρδόν, είπες τίποτα κύριος; Εσύ ρε να πας να γαμηθείς, σ' έχω κοζάρει, λέμε! Βρε ούστ! Μωρό, επιτέλους μόνοι! Να, ρε μαλάκα, (μούτζα) που θα μου βγεις από δεξιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που εκτός από περιγραφική κυριολεξία για ανθρώπους μπορεί να σημαίνει δύο πράγματα σε σχέση με αντικείμενα ή καταστάσεις:

Του γάμησες τη μάνα

άλφα. το διέλυσες, κατέστρεψες, το παράκανες, τα έκανες πουτάνα, του γάμησες τα πέταλα - από ασχετοσύνη, απροσεξία, υπερβολικό ζήλο.

βήτα. τα κατάφερες, το δάμασες, το έσπασες, του πέταξες τα μάτια όξω, you are the man, ο Γκραν γαμάω. Περιέχει μια απεριόριστη δόση σεβασμού και δυο σταγόνες ειρωνείας.

Κατ' εξαίρεση μπορεί να είναι και αυτοαναφορικό για το πολυαγαπημένο μας σάη. Oπότε να και ένας ορισμός γάμα!

Σημειώσεις:
- Να μην συγχέεται με το υβριστικό (εκτός αν είσαι ο πατέρας του/της) «σου γαμώ την μάνα». - Με τον ορισμό αυτό επίσης μπορείς να δεις με διαφορετικά μάτια το σύνθημα «Η Παπαρήγα είναι ο πατέρας του Κομμουνισμού γιατί του γάμησε την μάνα»
- Δεν την εκφέρουν οι μικροαστούληδες γιατί δεν είναι slang
- Eνίοτε λέγεται και ως «μου γάμησες την μάνα» αλλά είναι πιο βαρύ από το «μου 'σκισες τον κώλο ρε γαμημένε»
- For our foreign friends and German translators: don't use it when you address a Greek child when you want to describe to her/him that you have a romantic relationship with her/his mother.
- συνοδεύεται συνήθως από το ρε πούστη ή το πουτάνας γιε

Πάσα και έμπνευση Markar

  1. Ρε μουνόπανο, εσύ μπήκες στο PC μου ψες και του γάμησες την μάνα; Γέμισε ιούς ρε γαμημένε!

  2. Ρε μουνί, καλά έκανες και μπήκες στο σάη των χρυσάυγουλων και του γάμησες την μάνα! Πουτάνας γιοί!

  3. Καλά, μιλάμε με τα λήμματα που έχουν ανεβεί τελευταία στο σάη του έχουμε γαμήσει την μάνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πόση ποτού κατευθείαν εκ του μπουκαλιού. Λόγω έλλειψης ποτηριών ή λόγω άποψης. Θεσσαλονικιώτικο. Λέμε τώρα...

  1. - Θέλεις ποτηράκι με την μπύρα, μωρό;
    - Όχι μωρέ, τσιμπούκι!
    - Ξέρεις δεν έχω κλειτορίδα.
    - Α, καλά, πιάσε μια Amstel...

  2. - Πώς τα περάσατε χθες;
    - «εν σε λέω τίποτα! Τα περάσαμε πίπα, χτυπήσαμε και από 5 μπυρόνια τσιμπούκι δίπλα στο κύμα και γίναμε ντίρλα!
    - Γάμησες;
    - Kαλά, πιάσε μια Amstel...
    - τσιμπούκι, ε;

cheers mate! (από MXΣ, 21/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μωρό, το μικρό παιδάκι αλλά και ο έφηβος, νέος και νεώτερος.

Χρησιμοποιείται από γονείς και πολύ κοντινούς συγγενείς για βρέφη και μικρά παιδιά με χαϊδευτική διάθεση ιδίως όταν κάνουν σκανδαλιές ή νάζια . Πιθανώς επειδή τα μικρά παιδιά είναι σκατομηχανές, αλλά και με μια προοπτική όγκου (μικρά), αλλά και για να ξορκίσουν το κακό μάτι (από όπου προέρχεται και η φράση «σκατά στα μάτια μου» όταν αποκαλούμε π.χ. ένα παιδάκι «όμορφο» ). Υπάρχει και σε σκατούλι, σκατουλάκι.

Επίσης χρησιμοποιείται ειρωνικά για εφήβους ή νέους από μεγαλύτερους, όταν κάνουν κάτι που δεν συνάδει με την ηλικία τους. Συνήθως στην έκφραση «μια σταλιά σκατό».

Παρατήρηση 1: το παρόν λήμμα χρήζει λημματογράφησης γιατί παρόλο που χρησιμοποιείται πολύ, δεν υπάρχει με τέτοιο ορισμό στα λεξικά. 'Ενας φόρος τιμής σε όλους τους χαζογονείς!

Παρατήρηση 2: το παρόν λήμμα χρήζει επίσης λημματογράφησης διότι φανταστείτε την έκπληξη ενός ξένου λάτρη της Ελληνικής γλώσσας όταν ακούει ‘Έλληνες γονείς να αποκαλούν τα παιδία τους έτσι! Οποία ντροπή!

  1. - Αχ το μωράκι μου, μωρέ! Χαμογελάς βρε; Αχ, γούτσου-γούτσου! Μαίρη, Μαίρη, τρέχα! Είπε αγκού! Πανέξυπνο είσαι! Του μπαμπά μοιάζεις! Τρέχα σου λέω! Μάκια – Μάκια! Γκίλι-Γκίλι!
    - Πρρρρρρρρουυυίτ! Πριιιιτ!
    - Βρε σκατό, θα μας χέσεις κιόλας; Πάει, μας έκαψες τα τσίνορα!

  2. - Αυτός ο Μάκης, μια σταλιά σκατό, ακόμα δεν βγήκε από την κούνια του και μας πουλάει μούρη το νιάνιαρο!
    - Καλά, κούλαρε, του ρίχνεις μόνο δυο χρονάκια και μη ξεχνάς ότι έχει και δύο μάστερ. Και μην γίνεσαι σπασοκλαμπάνιας, να σε βοηθήσει θέλει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρα-τραπεζική slang για τον ΙΒΑΝ, τον Διεθνή Αριθμό Τραπεζικού Λογαριασμού.

Χρησιμοποιείται από αστειάτορες τραπεζικούς υπαλλήλους αλλά και από συνταξιούχους πελάτες λόγω της προφανούς (;) ομοιότητας του με το γνωστό σλαβικό όνομα Ива́н.

Τα αμερικανάκια το προφέρουν Άιμπαν...

- Μαρή Τούλα, με ζητήσανε από τον ΙΚΑ να τους φέρω έναν Ρώσο από την τράπεζα αλλιώς δεν θα με δίνουν πιά την σύνταξη... Αχ Ελλαδίτσα μου, θα μας φάνε πια αυτοί οι ξένοι...
- Καλά γιαγιά, ωραία φέτα... Τον ΙΒΑΝ σε ζήτησαν...
- Ναι, μωρέ, αυτόν τον τέτοιο, τον τρομερό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται με σκοπό κυρίως να ειρωνευτεί κάποιος εκείνον που αναφέρεται κατά την συζήτηση σε δικαιώματα εργατών και μεταναστών, στην προστασία του περιβάλλοντος, στο δικαίωμα της νεολαίας στην αμφισβήτηση, στα πρωτοποριακά μέτρα για την οικονομία, στην πραγματική πάταξη της διαφθοράς, αλλά σε και κάθε τι καινοτόμο, περιπετειώδες και δημιουργικό.

Αυτά δε τα «κουμμουνιστικά» συνήθως δεν έχουν καμιά σχέση με τον Μαρξ, Λένιν, Στάλιν, σκέψη Μάο, ή τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ και τις άλλες δημοκρατικές δυνάμεις, αλλά ούτε και ο λέγων έχει σχέση με αντικομμουνισμό και άλλες παιδικές αρρώστιες του καπιταλισμού. Ιδίως αν αυτά που λέει ο φίλος είναι παπαρολογίες, ασυναρτησίες ή δεν συνάδουν με ανάλογη πράξη ή πρακτική.

Πηγάζει από την εποχή που, στην αγαπημένη μας Πατρίδα, ο αντικομμουνισμός ήταν κυρίαρχη ιδεολογία, αλλά και επίσης το να «αφήνεις τα κομμουνιστικά» ήταν μια καλή συμβουλή ώστε να μην εκτίθεσαι επικίνδυνα: τότε που οι τοίχοι είχαν αυτιά και τα αυτιά τοίχους (ενώ τώρα;)

Εναλλακτικά: «πάλι τα κομμουνιστικά σου άρχισες;»
Παραλλαγή: «κουμμουνιστικά»

  1. - Κοίταξε, με το να κάνουμε ανακύκλωση, βοηθάμε όχι μόνο το περιβάλλον, αλλά ελαττώνουμε τον όγκο τον σκουπιδιών, διδάσκουμε στα παιδιά μας ένα πολύτιμο μάθημα δημοκρατίας αλλά είναι και μια άσκηση πειθαρχίας και οικογενειακού προγραμματισμού…
    - Άσε τα κομμουνιστικά σου ρε Τέλη! Μας έπρηξες! Εσύ δεν πλένεις το 2000 κυβικών αμάξι σου στον δρόμο με το λάστιχο επί δύο ώρες, και μας μιλάς για περιβάλλον…

  2. - Μωρό μου, θα μου κάνεις μια πίπα;
    - Αχ βρε Τέλη, πάλι τα κομμουνιστικά σου άρχισες; Δεν μπορώ, μόλις έπλυνα τα δόντια μου!

  3. - Δούλεψε linux και θα με θυμηθείς!
    - Ποια ρε, αυτά τα κουμουνιστικά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά: Οικογένεια εις την οποία διαπράττονται διαφόρων τύπων αιμομικτικές πράξεις εντός, αλλά και γενικώς γαμιούνται εντός εκτός και επί τα αυτά.

Μεταφορικά: Περιγραφή κατάστασης χάους, έλλειψη συντονισμού και ηγεσίας και γραψαρχιδισμού (κοινώς μπουρδέλο) σε ομάδα ατόμων (εταιρεία, υπηρεσία, αθλητισμός, κλπ) κατά την οποία ο κάθε ένας κάνει ότι του σηκωθεί. Επίσης, σε παρόμοιες καταστάσεις, όταν κυριαρχεί ενδογαμία, δηλαδή ο ένας γαμάει τον άλλο είτε κυριολεκτικά (σεξουαλικές σχέσεις) είτε θεωρητικά (σχέσεις καταπίεσης και ρουφιανιάς).

Από το Δ.Π., προτεινόμενο εκ του κυρίου electron με guest star τον κύριο dafylos (οικογένεια γάμησε τα)

Κυριολεκτικά:
- Γιωργάκη γαμείς καλύτερα από τον μπαμπά!
- Το ξέρω αδερφούλα, μου το έχει πει και η μαμά.

Μεταφορικά:
- Καλά η εταιρία είναι μπουρδέλο τελείως! Ο διευθυντής είναι γκόλντεν μπόι, δεν ξέρει τα στραβά του και περιμένει με λαχτάρα να τον διώξουν, η προϊσταμένη είναι μια ψώλα διακοσίων ετών και μας την πέφτει όλη την ώρα, ο Σ6-Σ6-Σ6 ένα πράμα. Τον υπεύθυνο PR τον νόμιζα gay αλλά μας προέκυψε κωλομπαράς και πάω τοίχο-τοίχο όταν τον βλέπω. Και γενικά δεν προχωράει τίποτα, όλοι τα έχουν γραμμένα στην καραπουτσακλάρα τους. Οικογένεια γαμιόμαστε δηλαδή… Φοβάμαι σου λέω… Φοβάμαι για το μέλλον…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified