Αηδιαστική μυρωδιά που σε χτυπάει στην μούρη και κάνει τα μάτια σου να τσούζουν με το που μπαίνεις σε ένα κλειστό δωμάτιο. Μυρίζεται συνήθως σε δωμάτια φτηνών ξενοδοχείων αλλά και φοιτητών.

Στα ξενοδοχεία είναι προϊόν πλημμελούς καθαριότητας και στα δωμάτια φοιτητών επίσης λόγω παρατεταμένης κλεισούρας. Στα ξενοδοχεία και αλλού επικαλύπτεται με αποσμητικό σπρέι και στα φοιτητο-δωμάτια ενίοτε με μπάφους.

Κανείς δεν μπορεί να ξεχωρίσει με σιγουριά τις διάφορες μυρωδιές που εμπεριέχονται αλλά σίγουρα περιλαμβανουν: αρχιδίλα, κωλίλα, μουνίλα, κλανίλα, αυνανίλα, πουτσίλα, μπεκρίλα και άλλες σωματικές οσμές του προηγούμενου ένοικου. Ενίοτε δε ο προηγούμενος αφήνει την σκιά του σαν τον εσταυρωμένο στο σεντόνι...

Σημείωση συντάκτη: ό,τι κάνετε εσείς σε ένα κρεβάτι ξενοδοχείου, το έχουν κάνει πολλοί άλλοι πριν από σας! (πολλές φορές στα ίδια σεντόνια!)

Urban legend: όχι, οι τρίχες στα ρουθούνια δεν καψαλίζονται από την δωματίλα. Από μπάφους, ίσως.

Λήμμα αφιερωμένο στην ironick.

- Πωπω, ρε μωρό! Βρωμάει δωματίλα εδω μέσα! Ποιός μπίχλας λες να 'μενε εδώ πριν απο μάς; - Και τι περίμενες ρε ΜΧΣ, με 40 γιούρο στο Ναύπλιο, σουίτα; Άσε που μυρίζει σαν το σπίτι σου... Σκάσε ένα μπάφο, κι όλα καλά!
- Κι αυτό σωστό!

(αληθινή ιστορία)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται με σκοπό κυρίως να ειρωνευτεί κάποιος εκείνον που αναφέρεται κατά την συζήτηση σε δικαιώματα εργατών και μεταναστών, στην προστασία του περιβάλλοντος, στο δικαίωμα της νεολαίας στην αμφισβήτηση, στα πρωτοποριακά μέτρα για την οικονομία, στην πραγματική πάταξη της διαφθοράς, αλλά σε και κάθε τι καινοτόμο, περιπετειώδες και δημιουργικό.

Αυτά δε τα «κουμμουνιστικά» συνήθως δεν έχουν καμιά σχέση με τον Μαρξ, Λένιν, Στάλιν, σκέψη Μάο, ή τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ και τις άλλες δημοκρατικές δυνάμεις, αλλά ούτε και ο λέγων έχει σχέση με αντικομμουνισμό και άλλες παιδικές αρρώστιες του καπιταλισμού. Ιδίως αν αυτά που λέει ο φίλος είναι παπαρολογίες, ασυναρτησίες ή δεν συνάδουν με ανάλογη πράξη ή πρακτική.

Πηγάζει από την εποχή που, στην αγαπημένη μας Πατρίδα, ο αντικομμουνισμός ήταν κυρίαρχη ιδεολογία, αλλά και επίσης το να «αφήνεις τα κομμουνιστικά» ήταν μια καλή συμβουλή ώστε να μην εκτίθεσαι επικίνδυνα: τότε που οι τοίχοι είχαν αυτιά και τα αυτιά τοίχους (ενώ τώρα;)

Εναλλακτικά: «πάλι τα κομμουνιστικά σου άρχισες;»
Παραλλαγή: «κουμμουνιστικά»

  1. - Κοίταξε, με το να κάνουμε ανακύκλωση, βοηθάμε όχι μόνο το περιβάλλον, αλλά ελαττώνουμε τον όγκο τον σκουπιδιών, διδάσκουμε στα παιδιά μας ένα πολύτιμο μάθημα δημοκρατίας αλλά είναι και μια άσκηση πειθαρχίας και οικογενειακού προγραμματισμού…
    - Άσε τα κομμουνιστικά σου ρε Τέλη! Μας έπρηξες! Εσύ δεν πλένεις το 2000 κυβικών αμάξι σου στον δρόμο με το λάστιχο επί δύο ώρες, και μας μιλάς για περιβάλλον…

  2. - Μωρό μου, θα μου κάνεις μια πίπα;
    - Αχ βρε Τέλη, πάλι τα κομμουνιστικά σου άρχισες; Δεν μπορώ, μόλις έπλυνα τα δόντια μου!

  3. - Δούλεψε linux και θα με θυμηθείς!
    - Ποια ρε, αυτά τα κουμουνιστικά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακολουθεί ομπρέλα ορισμών:

  • ο οδηγός ταξί, ο οποίος διέπεται από τις αρχές του φασισμού/εθνικισμού/ναζισμού και άλλων ανωμαλιών, ο οποίος το δηλώνει με ατέρμονες και απρόκλητες συζητήσεις υπέρ της «επαναστάσεως», «τι καλά τα περνούσαμε στην Χούντα, μας έδωσε και τις άδειες ταξί», «για όλα φταιν οι βρωμιάρηδες οι μετανάστες», «ένας Χίτλερ/Παπαδόπουλος/Καρατζαφέρης θα μας σώσει», κλπ.
  • ο οδηγός ταξί, ο οποίος είναι προκλητικότατος, αφού καπνίζει χωρίς να μας ρωτήσει, οδηγεί σαν να έχει νέφτι στον κώλο, πτύει ροχάλες, ρίχνει μπινελίκια, την πέφτει στις γυναίκες πελάτες, μας πάει στην Δάφνη μέσω Πειραιά παίρνοντας διπλά αγώγια αβέρτα κουβέρτα, κλπ.
  • ο οδηγός ταξί, που δεν του αρέσει η φάτσα μας, τα μαλλιά μας ή ο προορισμός μας και δεν μας κάθεται… Αν είσαι, δε, μελαμψός ή αλλόφυλος γενικά, forget it…
  • ο οδηγός ταξί, που είναι καρφί της Ασφάλειας και δίνει κόσμο, είτε του πολιτικού είτε του χώρου των ουσιών.

    Συνηθίζεται ο οδηγός τούτος ταξί να έχει όλα τα παραπάνω χαρίσματα, 4 σε ένα δηλαδή. Φυσικά δεν ανήκουν όλα τα μέλη της κίτρινης φυλής στην ανωτέρω υποκατηγορία των ταξιστών… Πολλοί από αυτούς απλά ήθελαν να γίνουν μπασίστες (ή ντράμερς)…

- Για όλα φταίνε τα κομμούνια και οι βρωμιάρηδες οι μαύροι! Αθλιότητα κύριος! Να πεθάνουν όλοι οι πούστηδες! Καλά τα λέει ο Άδωνης! Κάτσε να βάλω λίγο Τερλέγκα! Ώρε κέφια! Μια νύχτα δική σουυυυυυ! Χράπ φτού! Που ρε πούστη μ'! Ξέχασα να ανοίξω το παράθυρο! Κάτσε να πάρουμε το μωρό, ωραίο μουνάκι, σκισσς μωρή χαμ... Που πάτε μαντάμ; Πειραιά; Βολεύει, πως δεν βολεύει! Ε, μίστερ, δεν σε πειράζει νομίζω; Χράτς, χράτς (Ξύσιμο αρχιδιού)… Ρε κοίτα τον βρωμιάρη τον φρίκουλα που θέλει και ταξί! Που πας φίλος; Νίκαια; Δεν πάει! Τον είδατε τον χλεμπονιάρη, αν μπει μέσα εδώ θα πρέπει να πλύνω το ταξί με άκουα-φόρτε. Βρε ούστ, στην πατρίδα σας σκατιάρηδες! Εσύ φίλος που είπαμε, Εξάρχεια; Αναρχία, αναρχία; Σωστός! Να γίνει αναρχία, να τα κάνουμε μπουρδέλο όλα, και μετά να στείλουμε τα τανκς… Μωρό, έτσι δεν είναι; Ναι; Έλα ρε Μάκη, τι έγινε Μεγάλε! (Μιλά στο κινητό). Ναι, ρε έρχομαι, ήπια δυό ούζα στον Τζίμη και ψιλο-με-βάρεσε! Ναι, ναι, έχω έναν κουλό μαλλιά και ένα δίμετρο… Ναι, άντε γεια, παλιο-βάζελε! Παρδόν, είπες τίποτα κύριος; Εσύ ρε να πας να γαμηθείς, σ' έχω κοζάρει, λέμε! Βρε ούστ! Μωρό, επιτέλους μόνοι! Να, ρε μαλάκα, (μούτζα) που θα μου βγεις από δεξιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά από όλα αυτά τα ενημερωτικά λήμματα περί χταποδιών και λοιπών συγγενών, έρχεται να συγκλονίσει το slang.gr το ρήμα χταποδιάζω, το οποίο χρησιμοποιείται από χιλιάδες συμπολίτες μας σε δύο του γραμματικές μορφές:

  1. Χταπόδιασα: είμαι αλοιφή, είμαι πτώμα, βαριέμαι τόσο που έχω απλώσει σαν χταπόδι που το έχουν χτυπήσει σε βράχο να μαλακώσει

  2. Το χταπόδιασε: το σούφρωσε, το λαχάνιασε, το τσαμάκιασε ή γενικά το έκανε δικό του και δεν λέει να το αφήσει, το άρπαξε ωσάν το χταπόδι.

  1. Ρε φίλος, χέσε με που θες να σου κάνω και καϊφέ, δεν με βλέπεις που χταπόδιασα λέμε, αφού;


  2. - Ρε τον πούστη τον μπουστόγερο, από τις 8 είναι εδώ και έχει χταποδιάσει την ομπρέλα, γαμώ το φελέκι μου, γαμώ! Θα μας κάψει την κωλοτρυπίδα ο ηλίας και δεν έχω φέρει και αντηλιακό!
    - Νέμα προμπλέμα, μωρό μου, αν θέλεις έχω εγώ καλή κρέμα για σένα, με πρωτεΐνη!
    - Δεν γαμιέσαι να ασπρίσεις, ρε παπαρίωνα και συ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επωδός σε τερατολογία, παπαρολογία και καυχησιά από Έλληνα το γένος, άρρενα το φύλο και κάγκουρα το υποείδος. Σηματοδοτεί το αδύνατον της αποτυχίας ένθεν της απόλυτης σιγουριάς της επιτυχίας του λέγοντος.

- Ίσως ένας από τους βασικούς λόγους που σε διάφορες στατιστικές πολλλοί άνδρες παραδέχονται ότι είχαν ομοφυλοφιλικές σχέσεις* ή γρήγορα πόδια.

- Όταν η αποτυχία βρίσκεται ante portas γίνονται κασιδιάριδοι ή λούηδες.

- Σχεδόν ποτέ δεν λέγεται από γυναίκες (οι γυναίκες δεν αποτυγχάνουν, ποτές). Όταν όμως λέγεται, κρατήστε και μικρό καλάθι (ή φορέστε τσίγκινο). Υπάρχουν τα strap on και οι κωλομπαράδες ξάδερφοι.

- Εναλλακτικές μορφές: να κάτσω ή να/θα καθίσω να με…

  • άλλο λόγοι: o alleged μικρο-τσουτσουνισμός της φυλής και το ένδοξο και αρρενωπό παρελθόν μας (κλασσική και ελληνιστική περίοδος), αλλά αυτά μπορούν να τα εξηγήσουν καλύτερα οι επιστήμονες και οι αρχαιολάτρες...
  1. - Μας τα κάνατε μπαούλα! Αν ξαναγράψω στο site θα κάτσω θα να με γαμήσετε (αν με βρεις λόγω ανωνυμίας)
    - (στην επόμενη συνάντα: βρε καλώς τον MXΣ! Τι κάνει ο BuBis;)

  2. Απόσπασματα από ανέκδοτο:
    - Εγώ θα πάω το Σάββατο στην Αθήνα σ' έναν κουμπάρο μου, κι αν τα ταξί πετάνε θα κάτσω να με γαμήσεις

  3. - Αν ξαναψηφίσω Νέα Δημοκρατία να κάτσω να με γαμήσεις (ψηφίσεις δεν ψηφίσεις, θα γαμηθείς όμως).

4, - Mαράκι μου, με παρεξήγησες! - Jurgen!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως μας πληροφορεί ο αγαπητός φίλος vikar στο ΔΠ η έκφραση τι και τίκφινικ είναι μια γείωση που η Ζυράννα Ζατέλη χρησιμοποίησε σε κάποιο γραπτό της.

Εγώ ο άμοιρος, ούτε την κυρία Ζατέλη γνωρίζω, ούτε έχω διαβάσει κάποιο κείμενο της, αλλά ούτε το έχω ξανακούσει με τέτοια χρήση!

Απλά γνωρίζω ότι το «τίκφινικ» είναι ένα τούρκικο πιάτο με βάση την κολοκύθα, που μας έρχεται από την ωραία Ανδριανούπολη της Ανατολικής Θράκης.

Πιθανολογώ, χωρίς να γίνομαι ξερόλας, ότι είναι μια παλιά γείωση, που την λέγανε πρόσφυγες από εκείνα τα μέρη, γιατί είναι εύηχη, όπως το «μπαμπά» - «μπαμπακόπιτα» που έλεγε και ο Λάμπρος Κωνσταντάρας.

Άρα το κείμενο της κυρίας Ζατέλη θα αναφέρεται στα παλιά εκείνα χρόνια, σε αφήγηση πρόσφυγα, ή η ίδια έχει καταγωγή από εκεί.

«Εσύ πώς πήρες τ' άλογο;» τον ρώτησε. «Με τί χρήματα;»

«Ά, βρήκα», του είπε εκείνος, «αν έχεις τύχη!... Βρήκα έναν που μου χρωστούσε [...] τα μαλλιοκέφαλά του. Κι' όλο μου κλαιγόταν: δεν έχω, δεν κάνω, δεν ράνω, περίμενε και κόντρα περίμενε. Και τον πέτυχα, που λές, σήμερα πάνω που αγόραζε δυό άλογα. Όχι ένα, δυό! [...] Και χωρίς να παζαρεύει πολύ-πολύ, έκανε τον άρχοντα! Έκανα κι' εγώ τον ψόφιο κοριό πίσω του. Και μόλις έβγαλε το κομπόδεμά του να πληρώσει [...], πάω που λές και του πιάνω μαλακά το χέρι. Με θυμάσαι; του λέω. Πώς δεν σε θυμάμαι, μου λέει. Θυμάσαι τί μου χρωστάς; του ξαναλέω. Έ, πώς, τί... άρχισε να διαμαρτύρεται. Τί και τίκφινικ! του λέω· ή θα μου τα δώσεις σήμερα, αυτήν τη στιγμή και μπροστά σε όλους, για ν' αγοράσω κι' εγώ ενα άλογο, ή θα σε σύρω στα δικαστήρια με σαράντα μαρτύρους! [...]»

(Ζ. Ζατέλη, «Και με το φως του λύκου επανέρχονται»)

Tikvenik - Τίκφινικ (από poniroskylo, 04/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά: Οικογένεια εις την οποία διαπράττονται διαφόρων τύπων αιμομικτικές πράξεις εντός, αλλά και γενικώς γαμιούνται εντός εκτός και επί τα αυτά.

Μεταφορικά: Περιγραφή κατάστασης χάους, έλλειψη συντονισμού και ηγεσίας και γραψαρχιδισμού (κοινώς μπουρδέλο) σε ομάδα ατόμων (εταιρεία, υπηρεσία, αθλητισμός, κλπ) κατά την οποία ο κάθε ένας κάνει ότι του σηκωθεί. Επίσης, σε παρόμοιες καταστάσεις, όταν κυριαρχεί ενδογαμία, δηλαδή ο ένας γαμάει τον άλλο είτε κυριολεκτικά (σεξουαλικές σχέσεις) είτε θεωρητικά (σχέσεις καταπίεσης και ρουφιανιάς).

Από το Δ.Π., προτεινόμενο εκ του κυρίου electron με guest star τον κύριο dafylos (οικογένεια γάμησε τα)

Κυριολεκτικά:
- Γιωργάκη γαμείς καλύτερα από τον μπαμπά!
- Το ξέρω αδερφούλα, μου το έχει πει και η μαμά.

Μεταφορικά:
- Καλά η εταιρία είναι μπουρδέλο τελείως! Ο διευθυντής είναι γκόλντεν μπόι, δεν ξέρει τα στραβά του και περιμένει με λαχτάρα να τον διώξουν, η προϊσταμένη είναι μια ψώλα διακοσίων ετών και μας την πέφτει όλη την ώρα, ο Σ6-Σ6-Σ6 ένα πράμα. Τον υπεύθυνο PR τον νόμιζα gay αλλά μας προέκυψε κωλομπαράς και πάω τοίχο-τοίχο όταν τον βλέπω. Και γενικά δεν προχωράει τίποτα, όλοι τα έχουν γραμμένα στην καραπουτσακλάρα τους. Οικογένεια γαμιόμαστε δηλαδή… Φοβάμαι σου λέω… Φοβάμαι για το μέλλον…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Greek slang word for the cigarette; derived from καρκίνος (cancer) and σωλήνας (tube). Used mainly during the eighties to imply that cigarette smoking causes cancer. Still in use today, but by elderly people (see μπαμπαδισμός). Some may also use it for tobacco pipe (not the other). Be reminded that Greece is probably the only country in the world that has a cigarette brand called Santé (French for health)!

• This definition is dedicated to all foreign friends of Greece who while trying hard to learn Greek find it more and more difficult to rely only on outdated textbooks and dictionaries. Slang.gr is here to help you all with your linguistic needs! It may seem to you that most spoken Greek today is slang… well, you may be right!

- Hi Janet! How from here morning morning;
- Yo Haralambos! How's hanging today;
- E; Νο, Haralambos me, not my son! Ρε πούστη μου τι μου λέει τώρα;
- Hey, do you have a light;
- Ναι, πως... Welcome. But don't smoke this karkinosolinas, is bad for your health.
- Don't smoke a carcinowhat;
- Tσίγαρετ, is bad for you health, bring cancer... it is how we say it in Greece...
- But ρε Babis, I smoke Santé! Ahahahahahahah (foreign σλανγκομούνα)
- Good wines! I have become a robe... Let's go for a party with Ouza;
- A what;!

Good 4U! (από MXΣ, 23/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δρυμίκλανα, τα (και Δριμίκλανα): Αll time κλάσεικ γεωγραφικός όρος για χωριά του Ελλαδιστάν που βρίσκονται πέρα και από την τρύπα του χάρτη, κάτω από την πινέζα, πίσω από τον ήλιο. Αν φτάσετε στου διαόλου την μάνα, ρωτήστε την, αλλά αμφιβάλλω αν ξέρει να σας πει πού βρίσκονται.

Έτερο μυθικό χωριό της Ελληνικής επαρχίας. Ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει απρόσιτες συνήθως τοποθεσίες, αλλά κυρίως τόπους καταγωγής ανθρώπων που θεωρούμε ότι είναι χωριάτες, αρκουδέηδες, μπαστουνόβλαχοι, κατσαπλιάδες και κατσικογάμηδοι (φυσικά δεν κοιτάμε ποτέ τα μούτρα μας). Πιθανολογείται ότι ο μισός πληθυσμός της Αθήνας προέρχεται από εκεί.

Εικάζεται ότι ανήκει στον ίδιο νομό με το Λέτσοβο, την Ίφκινθο και την Κωλοπετεινίτσα αλλά υστερεί από αυτά λόγω του ότι ούτε «Ελβετία» είναι, ούτε νησιώτικος προορισμός για εντεχνindie είναι, αλλά ούτε σοβαρά εκπαιδευτικά ιδρύματα έχει.

Η ποδοσφαιρική της ομάδα υπολείπεται από άλλες αντίστοιχες και οι νέοι της, στην πλειοψηφία αγροτινέιτζερ, την κάνουν με ελαφρά πηδηματάκια για σπουδές σε αναγνωρισμένα ιδρύματα του Εσωτερικού (ΤΕΙ Σουβλακοτυλιχτικής Αθηνών), αλλά και του Εξωτερικού (Πανεπιστήμιο του Πούτσεστερ).

Ετυμολογείται πιθανότατα από το δρυμός + κλάνω (ίσως από το «βλέπω τις αρκούδες στο δάσος και κλάνω από τον φόβο μου»), οπότε μιλάμε για χωριό κοντά σε δάσος. Διατίθεται σε διάφορα μεγέθη: Άνω, Κάτω και Πέρα Δρυμίκλανα.

  1. Όχι ρε φίλος, δεν ξαναποντάρω στον Αστέρα, μ' έχει κάψει ουκ ολίγες φορές τα τελευταία 2 χρόνια, δεν ξανασχολούμαι μαζί του που να παίζει και με τα Άνω Δρυμίκλανα και τον ΑΣΠ Στροβικίου!!

  2. - Γάμησέ τα ψηλέ, μαύροχάλι και η Αθήνα, τόσο χρόνια πέρασαν και πολλοί συμπεριφέρονται σαν να μην έχουν φύγει ποτέ από τα Δρυμίκλανα. Δεν βγαίνω, μάνα μου… Έρχονται, δοκιμάζουν μια φορά, πουλάνε μούρη και δεν ξαναπατάνε… - Καλά ρε αγορίνα μου, και σένα πώς σου ήρθε να ανοίξεις φινλανδικό εστιατόριο στην Βάρη, δίπλα στα φεστιβάλ χοληστερίνης, με μενού τάρανδο τουρσί, ωμή ρέγκα και παντζάρια φλαμπέ; Θα μας τρελάνεις;

Γαμησιανά! (από berkebes, 05/05/10);-) (από MXΣ, 25/08/10)

Ουτοπίες της καθομιλουμένης και της αργκό: Γκουαλνταμπουγκντάλα, Δρυμίκλανα, Ίφκινθος, Κουραδόκαστρο, Κωλοπετεινίτσα, Λέτσοβο, Σέκλανα, Τζιβιτζιλοχώρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βορειοελλαδίτικο. Χρησιμοποιείται για πράξεις οι οποίες είναι είτε παρατραβηγμένες είτε υπερβολικά καταπληκτικές.

Συναφής του κάνω παπάδες συν δυό κιλά έξτρα αδρεναλίνη. Χρησιμοποιείται και με άλλα ρήματα, σχετικά με την πράξη που αναφέρεται (π.χ. παίζω)

  1. Ρε συ, είναι τρομερός ο φίλος! Κάνει τ' άντερα του με το πινέλο!

  2. Πήγαμε χτες στο Παρλαράμα και είδαμε τους Blues Wire. Φοβερός ο Ζάικος, έπαιζε τ' άντερα του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified