Προέρχεται από τον Ζώη Καπλάνη (βιοπαλαιστής). Η έκφραση δηλώνει φυγή από κάποιον/κάτι λόγω φόβου ή βιασύνης.

Παιδιά η ώρα πέρασε, εγώ γίνομαι καπλάνης.

Mah main negro, Ζώης Καπλάνης (από Vrastaman, 09/01/10)...είδε "καπλάνι" κι έγινε καπλάνης? (από Vrastaman, 09/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά πρόκειται για εργαλειομηχανή κατεργασίας μετάλλων το οποίο διαμορφώνει μέταλλα αφαιρώντας τμήματα αυτών έτσι ώστε να πάρει την επιθυμητή μορφή, πλάτος και σχήμα, ή δημιουργεί σπειρώματα (πάσα) σε μια σιδηρόβεργα (συναντάται και ως μπόρινκ).

Μεταφορικώς πρόκειται για ένα τεράστιο πέος το οποίο χρησιμοποιείται για την κατεργασία ακατέργαστων τρυπών, έτσι ώστε να πάρουν την επιθυμητή μορφή, πλάτος και διάμετρο.

Και στις δύο περιπτώσεις ο χειριστής ονομάζεται τορναδόρος, ενώ η κύρια διαφορά ανάμεσα στα δύο είναι ότι στην δεύτερη περίπτωση, ο τόρνος αυτός δεν φέρει ούτε τσοκ, ούτε σαπόρτι και λειτουργεί χωρίς περιστροφή (και φυσικά χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα).

— Πω πω μανάρι μου, τι 'σαι συ; Έλα να σε ανεβάσω στον τόρνο μου, να δεις τι πάει να πει άντρας.
— Άντε να χαθείς, κρετίνε.

Δουλεύεις τον τόρνο, γιαυτό έχεις τόσο λαξεμένο κορμί. (από Galadriel, 27/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση αυτή δηλώνει μεγάλο φόβο ή τρομάρα, κυρίως όμως αν μπορεί να απειληθεί η ζωή κάποιου (όπως οι καμπάνες χτυπούν πένθιμα). Το πένθιμα μπορεί να αντικατασταθεί και από το μέντες, μαλλί ή ό,τι άλλο εκφράζει τον χρήστη.

- Ρε συ, τρόμαξες χτες με το σεισμό; - Μόνο τρόμαξα; Έκλασα πένθιμα, νόμιζα θα πέσει όλο το σπίτι!

Tο πένθιμο εμβατήριο του Μπετόβεν (Music for Queen Marry\'s funeral march) (από allivegp, 15/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τοποθέτηση των όρχεων στο στόμα άλλου ατόμου με παρατεταμένη διάρκεια ώστε να μουλιάσουν και να καθαρίσουν.

- Τι θα κάνεις μετά τη δουλειά;
- Θα πάω στο σπίτι της δικιάς μου. Θα την βάλω να μου κάνει και ένα αρχιδόλουτρο, για να με ξεκουράσει.

(από aias.ath, 15/12/09)Ορίστε! (από knasos, 15/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ουσιαστικό, θηλ. πληθ. γκωλάθρες)

Η μεγάλη/επιβλητική και συνάμα αξιοθαύμαστη κωλάθρα αλλά με Θεσσαλονικιώτικο αξάν και στυλ.

- Πω πω, το βλέπεις το μωρό απέναντι;
- Ναι ρε φίλε, και έχει και τέλεια γκωλάθρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Mία γυνή η οποία ερωτικά προτιμάει άτομα του ιδίου φύλου, κοινώς η λεσβία. Συνώνυμες εκφράσεις είναι τριβάδα, τζιβιτζιλού, πλακομουνού, λέσβω. Ντοντ τράι δις ατ χόμ!!!

- Τελικά φιλαράκι πολύ την γουστάρω την Κική, πολύ ωραία κοπέλα δεν είναι;
- Άστο φίλε, γκουνιότα είναι, δεν βλέπεις ότι πάει χεράκι-χεράκι με την άλλην;
(και ο νεαρός από τότε έπεσε σε κατάθλιψη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικώς πρόκειται για την πράσινη γλοιώδη ουσία που πιάνει η καρίνα της βάρκας ή του σκάφους, όταν αυτά βρίσκονται για πολύ καιρό μέσα στο νερό. Μεταφορικώς, εννοείται η μακροχρόνια αποχή από το σεξ, κοινώς η αγαμία.

  1. - Ρε συ, ωραία κοπέλα η Λίζα ε; - Καλή είναι μωρέ, αλλά έμαθα ότι είναι πολύ του κατηχητικού. Θα έχει πιάσει το μουνί της τραγάνα.

  2. - Ρε συ έχω ένα μήνα να γαμήσω...
    - Τι λες ρε, σοβαρά; - Ναι ρε, ο πούτσος μου έχει πιάσει τραγάνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικώς η έννοια της λέξεως αυτής αναφέρεται στο κατάρτι ενός πλοίου. Μεταφορικώς περιγράφει ένα ευμέγεθες και μακρύ ανδρικό μόριο (συνήθως όταν είναι σφόδρα ερεθισμένο).

- Πως περάσατε χτες με την Βούλα, βγήκατε;
- Πολύ ωραία φίλε. Φορούσε και ένα μίνι και φαινόταν τα μπούτια της, και μου σηκώθηκε το άλμπουρο.

Δες και κατάρτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για μια «ιδιαίτερη» σεξουαλική στάση κατά την οποία ο ένας χμμμ... ποπός ακουμπήσει (και φιλάει) στενότατα στον άλλον (και προφανώς όχι γιατί έχουν καιρό να ειδωθούν) κυρίως χρησιμοποιούμενο από τους ομοφυλόφιλους. Η αντίστοιχη στάση στο λεσβιακό σεξ είναι ο λεγόμενος τριβαδισμός, κοινώς το πλακομούνι.

- Πως τον βλέπεις τον κωλαρά μος; Τελικά πρέπει να είναι μεγάλη αδερφάρα ο τύπος έτσι;
- Ωωω μόνο; Στα πλακοκώλια έχει master!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσβλητική φράση που περιγράφει με άσχημο τρόπο έναν χαφιέ - σπιούνο - ρουφιάνο - καταδότη.

- Ρε συ, πώς έμαθε το αφεντικό ότι χτες την κοπάνησα;
- Θα του το είπε ο τάδε. Μεγάλο ρουφιανόβγαλμα ο τύπος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified