(Ουσιαστικό, θηλ. πληθ. γκωλάθρες)

Η μεγάλη/επιβλητική και συνάμα αξιοθαύμαστη κωλάθρα αλλά με Θεσσαλονικιώτικο αξάν και στυλ.

- Πω πω, το βλέπεις το μωρό απέναντι;
- Ναι ρε φίλε, και έχει και τέλεια γκωλάθρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη έχει ρίζες από την Ξηροκρήνη (συνοικία της Θεσσαλονίκης). Κυριολεκτικά θεωρείται συνώνυμο της λέξης γύφτος , μεταφορικά περιγράφει άνθρωπο ανέμελο που κάνει ότι του κατέβει στο κεφάλι, άσχετα με το αν είναι σωστό ή όχι, ή άνθρωπο που φέρεται σαν χωριάτης.

- Άκου να δεις, όλοι στο τραπέζι παραγγείλανε σαλάτες και κρασί, αλλά ο Βασίλης στα παπάρια του, πήρε τηγανιές και τσίπουρο.
- Ε καλά τώρα, κλασσικός τσοραϊμπές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικώς, η λέξη περιγράφει το μηχάνημα που στραβώνει της λαμαρίνες (λέγεται και στραντζοπρέσσα). Μεταφορικώς, εννοεί άνθρωπο που έχει δαγκώσει την λαμαρίνα με κάποιον/κάποια, που έχει ερωτευτεί παράφορα άλλο άτομο.

- 'Ασε ρε φίλε, πολύ την γουστάρω την Άννα, όλη μέρα την σκέφτομαι.
- Ααα κατάλαβα. Στράντζα έγινες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικώς, πρόκειται για το μηχάνημα που κάνει κούρμπες (=καμπύλες) στις σιδηρόβεργες. Μεταφορικά, περιγράφει άνθρωπο που μυείται τόσο πολύ στο άθλημα που λέγεται «σεξ» ώστε να στραβώνει πέη.

- Φιλαράκι ωραία γκόμενα η Μαρία, έτσι;
- Άσε ρε το πουταναριό, ο κώλος της σκέτος κουρμπαδόρος είναι, έχει στραβώσει ψωλές και ψωλές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο της λέξης κωλογλείφτης, ο άνθρωπος που γλείφει τους πάντες και τα πάντα προκειμένου να κερδίσει την εύνοια ή την συμπάθεια τους.

- Πολύ τον αγαπάνε βλέπω τον καινούριο στην εταιρία…
- Ε βέβαια, τέτοιος γλειψαρχίδας που είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τοποθέτηση των όρχεων στο στόμα άλλου ατόμου με παρατεταμένη διάρκεια ώστε να μουλιάσουν και να καθαρίσουν.

- Τι θα κάνεις μετά τη δουλειά;
- Θα πάω στο σπίτι της δικιάς μου. Θα την βάλω να μου κάνει και ένα αρχιδόλουτρο, για να με ξεκουράσει.

(από aias.ath, 15/12/09)Ορίστε! (από knasos, 15/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσβλητική φράση που περιγράφει με άσχημο τρόπο έναν χαφιέ - σπιούνο - ρουφιάνο - καταδότη.

- Ρε συ, πώς έμαθε το αφεντικό ότι χτες την κοπάνησα;
- Θα του το είπε ο τάδε. Μεγάλο ρουφιανόβγαλμα ο τύπος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιγράφει γενικώς άνθρωπο που γίνεται υπερβολικά γελοίος και συνάμα ενοχλητικός προκειμένου να κερδίσει την εύνοια κάποιου και να πετύχει τον σκοπό του.

- Ρε συ τι είναι τούτος; Με έχει πρήξει να πούμε, όλο κομπλιμέντα και πίπες μου αραδιάζει από το πρωί.
- Είδες τι γλιτσιάρης που είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητική έκφραση που δηλώνει άνθρωπο ποταπό ή ανάξιο / ανίκανο να κάνει οτιδήποτε. Με παρόμοιο τρόπο χρησιμοποιείται και η έκφραση «ψωλή γαϊδάρου».

  1. - Τώρα που πήρα το δίπλωμα, θα κυκλοφοράω το αμάξι ελεύθερα.
    - Άντε μωρή ψωλή λαγού, που θες κι αμάξι...

  2. - Θέλεις να κουβαλήσω τα ψώνια σου μέχρι στο σπίτι; - Τι να κουβαλήσεις μωρή ψωλή λαγού, ούτε μισό κιλό δεν μπορείς να σηκώσεις...

Δες και πούτσα από λαγό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για συνώνυμο των λέξεων χύσι, φλόκι, ψωλόχυμα, το γνωστό δηλαδή λευκό παράγωγο του ανδρικού γενετήσιου μορίου.

- Τι έγινε τελικά με την γκόμενα, το κάνατε;
- Ναι ρε φίλε, είχα και καιρό να γαμήσω και όταν έχυσα της άδειασα μισό κιλό ψωλέλαιο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified