Ο έχων κοχόνας - ή κοχόνια (πλήρης εξελληνισμός της κατάληξης). Τα κοχόνας (cojones) είναι οι όρχεις ισπανιστί. Ως εκ τούτου, η λέξη αποτελεί δάνειο από τα Ισπανικά και χρησιμοποιείται ευρέως στην καθομιλουμένη της χώρας μας τα τελευταία χρόνια, με τη σημασία «ορχειδάτος».

Πιθανότατα εισάχθηκε κατά την περίοδο των πρώτων 2-3 ετών της τρέχουσας δεκαετίας, όταν και η κουτσή Μαρία ενεγράφετο σε παρακολουθήσεις μαθημάτων της Ισπανικής, μήπως καταφέρει ποτέ να βιώσει το αρχιτεκτονικό θαύμα της Βαρκελώνης από τις αγκάλες κάποιου καλλιτέχνη τύπου Χαβιέ Μπαρτέμ. Κοινώς, απ' όταν τα Ισπανικά γίναν τρέντι.

  1. Σέντερ μπακ κοχονάτο.

  2. Ναυαγοσώστης με κοχόνια - κοχονάτος.

  3. Επιστήμων με κοχόνια και ουχί κοχόνια επιστήμων.

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γαμήσι στο ύπαιθρο, απάνω σε καρό τραπεζομαντηλάκι, με χρήση άκρως διεγερτικών νηστήσιμων εδεσμάτων.

Παραλάσσεται και σε βουκολικό, μόνο που σε αυτήν την περίπτωση γίνεται πάνω σε προβιά, με γκλίτσα παραπέρα - ή συμμετέχουσα - και με χρήση διεγερτικού γιδοτύρου.

Σε κάθε περίπτωση, σφάζουνε κόκκορα πριν από την πράξη.

- Εμ, Μαρούλα; Είσαι να πάμε το μεσημέρι για ένα σαρακοστιανό στο πάρκο του Αι-Λιά; Θα φέρω και λαγάνα.
- Ω, Παύλαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την ονομασία των 3 πρώτων φθόγγων στη βυζαντινή μουσική, πα-βου-γα.

Συνώνυμο του αναχρονισμού, της πίστης στην παράδοση με παρωπίδες, του αποτροπιασμού έναντι κάθε τινός νεοτεριστικού σχήματος.

Χρησιμοποιήθηκε σε συγκεκριμένες περιστάσεις, κυρίως στο μεταίχμιο της μεταβολής μεταξύ παλαιότερων τάσεων σε νεότερες, με εφαλτήριο κυρίως τις καλλιτεχνικές συγκρούσεις ρευμάτων. Ιδιαίτερα στο λαικό τραγούδι, όταν εισέρρεαν τάσεις από μάμπο, τσατσά, σουίνγκ κ.α. ξένα μουσικά είδη, όπως έκαναν οι χιώτηδες της εκάστοτε περιόδου, τότε οι αμετανόητοι, οι τυφλοί πίστοί στους δρόμους τους βυζαντινούς του ρεμπέτικου κ.α. που απέρριπταν αυτήν την τάση, χαρακτηρίζονταν ως παβουγαδιστές.

Έτσι, επεκτάθηκε η χρήση του προσδιορισμού και σε άλλους τομείς.

  1. Αυτός είναι τόσο πολύ της εκκλησίας που δε μπορεί κανείς να του βγάλει το ενοχικό του αίσθημα για το προπατορικό. Έχει κολλήσει στο τροπάριο της Κασσιανής, ο παβουγαδιστής.

  2. Αυτός δε μπορεί να τραγουδήσει πιο αλλέγκρα. Έχει κολλήσει στα ισοκρατήματα και στα μουρμουρητά ο παβουγαδιστής.

  3. - Μα επιτέλους, κύριε πρόεδρε, πρέπει να κοιτάξουμε το σήμερα. Δε μπορούμε να επικαλούμαστε με παβουγαδισμούς να ξυπνήσει ο μαρμαρωμένος βασιλιάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο πρόσωπό της ενσαρκώνονται οι χιλιάδες εξιστορούμενες ανύπαρκτες γκόμενες των μοναχικών ανδρικών πληθυσμών, του καφενείου, της στρατώνας, του γηπέδου, του πρακτορείου προ-πο κ.α., των αερογάμηδων.

Το επώνυμο Κόντα προστίθεται από τον συνομιλητή στο «μία πρώην μου, η Άννα... δεν θυμάμαι το επώνυμό της ακριβώς», ως γείωση και αυτό.

Το είδος συμπαθέστατου απόδου (=φίδι) εδώ χρησιμοποιείται μεταφορικά ως «ψέμμα» ή «ψευδαίσθηση». (άκου και «Δούρειο ήχο» Τζίμης Πανούσης: «φιδάκια!.....», copyright)

- Πού να στα λέω... Συνάντησα μια γνωστή μου και με πήγε σπίτι της και μας περίμενε η φίλη της... Τη συνέχεια δε στη λέω, τη φαντάζεσαι!...
- Άντε ρε! Πώς τη λένε τη γνωστή σου;

(Παύση, βαθειά ανάσα κλπ.)

- ... Άνναααα... δε θυμάμαι το επώνυμό της... Άννααα...
- Κόντα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτρεπτικό για άρρενες εφήβους. Χρησιμοποιείται για να φοβερίσει τους πρωτάρηδες και να τους δυσχεράνει την επίδοση στο άθλημα. Δημιουργεί ψυχολογικά τραύματα στην σχέση τους με τον έρωτα και δη τον στοματικόν και το γυναικείο φύλο, γενικότερα.

Αποτελεί ένα από τα πιο σκληρά γκρανγκινιόλ σεξ σποτς. Δεν βλέπεται. Αν δεν τον θέλετε, κυρία μου, αν σας ενοχλεί, ξαμολήστε το! Χωρίς αναστολές!

Αντί να ρίχνουν «αντι-διεγερτικά» στο γάλα των στρατευμένων, θα μπορούσαν οι σιτιστές να το παίζουν στο κψμ.

Ο Γιώργος γυρίζει από τη σκοπιά, 2ο νούμερο, κομμάτια, και ξαπλώνει στο κάτω κρεβάτι, ενώ στο πάνω κοιμάται ο συνάδελφός του, Κώστας. Εκεί που ο Γιώργος πάει να χαλαρώσει και εκκρίνει τις πρώτες ενδορφίνες, ξαφνικά νοιώθει να κουνιέται το κρεβάτι και να ακούει ένα κρίτσι-κρίτσι.
«Κώστα;» λέει.
«Έλα.» απαντάει ο Κώστας.
«Όταν η Φωτεινή πιπιλεί, η Όλγα τρέμει», λέει ο Γιώργος.
«Ααααα, πανάθεμά σε!» πετάγεται ο Κώστας και τρέχει κατευθείαν για τις τουαλέτες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση παρηγοριάς για τους αμετανόητους λάτρεις της ντόλτσε βίτα, που δεν το κουνάνε ρούπι από τους καναπέδες, τις καφετέριες, τις ψησταριές και τις μπυραρίες. Κι αφού έχασαν το τρένο του γυμναστηρίου και της καλής φυσικής κατάστασης γενικότερα, κατασκευάζουν, πλέον, διαφορετικά έργα υποδομών στο ίδιο τους το κορμί - έργα προστασίας από τη βροχή, τη διάβρωση από τις εξωτερικές συνθήκες κ.α. - των υπαρχουσών υποδομών των γεννητικών τους οργάνων.

Αν, παρ' όλ' αυτά, οι σεξουαλικές τους επιδόσεις είναι υψηλές, τότε, το εν λόγω λήμμα φεύγει από τη σφαίρα των παρηγορητικών εκφράσεων και μετατρέπεται σε αξιωματική επιβράβευση!

- Πάλι εδώ, ρε Κώστα; Τι θα γίνει με σένα; Όλο στις Χρυσές Μασέλες μου τριγυρνάς! Κάνε και καμιά αποτοξίνωση! 30ρισες! Θα' σαι πάντα σαπιοκοιλιάς! Κάνε κάτι!... Απορώ πώς τις κουμαντάρεις και τις 3...
- Α, φίλε, τα καλά εργαλεία θέλουν υπόστεγο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο Κούλης (Κυριάκος) που ακούει cure.

  2. Ο Κούλης (Κυριάκος) που θεραπεύει ή που χρήζει θεραπείας.

  3. Όρος παραπλανητικός που απευθύνεται, εξ απαλών ονύχων, σε χαζοχαρούμενα τσιφτετελοκοριτσάκια, βαριά μέχρι 18, προκειμένου να πειστούν να ακολουθήσουν τους γκοθάδες συμμαθητές τους στο σκοτεινό μπουντρούμι, έχοντας πιστέψει ότι θα ακούσουν ελληνάδικα, και να χάσουν το αίμα τους από δαύτους.

  4. Συνειρμός που γεννάται σε περιδιαβαίνοντες έξω από τα καφέ στην πλατεία Εξαρχείων, την πάλαι ποτέ εναλλακτικογέννα, την οποία πλέον έχουν αλώσει αλλότριοι πληθυσμοί του κολωνακιώτικου τρεντ, καθώς «εκεί που άκουγες τους Cure τώρα ακούς Κουρκούλη».

  5. Συνειρμός που γεννάται όταν βλέπεις τα παιδάκια emo να ψωνίζουν στο Κολωνάκι ή σε κλαμπ στην παραλιακή.

  6. Κοργιαλάς.

- Κορίτσα, πάμε «κρύπτη» το Σάββατο.
- Μα, Δαμιανέ, πού να πάμε, να ακούσουμε τα άγρια και τα καταθλιπτικά που ακούς εσύ;
- Ελάτε, ελάτε, θα σας αρέσει. Θα παίζει και κιουρκούλη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συγγνώμη, αλλά όταν το πρώτο πράγμα που σε ρωτάει ξέμπαρκος εργαζόμενος της εταιρίας έξω από το γραφείο σου, πρωί-πρωί, αντί για καλημέρα, ενώ κάνει τις τζούρες του, είναι «τι έχει μέσα η σακούλα παπασωτηρίου που κρατάς;», ε, δεν θέλει και πολύ για να ακούσει... μία απαραίτητη γείωση τέτοιου τύπου...

Έξω από μικρό οινομαγειρείο, κάπου στην Καβάλας, η ώρα 8.30 πμ. Σταματάει ένας 19χρονος φοιτητής που κατευθύνεται προς το ΤΕΙ και ρωτάει τον κάπελα:
- Συγγνώμη, τι μαγειρεύετε κύριε;
Κι απαντάει ο κάπελας:
- Πούτσες για περίεργους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι τη βγάζει ο μέσος 'Ελληνας αγρότης στον λίγο ελεύθερο χρόνο που διαθέτει. Καμιά μπαλίτσα στο τοπικό, άντε να δούμε Κολινδρό ή και λίγη Βέροια, λίγο μπουτάκι, μιας και χωρίς φράγκα στα κωλόμπαρα των Φαρσάλων παραπάνω από μπουτάκι δεν θα δεις, άντε και μπαρμπούτι, μπας και ρεφάρουμε και δούμε και λίγο κιλοτάκι... Διότι για να χ.... τα παιδιά δεν το βλέπω κα Μπατζελή...

Εθεάθη σε τοίχο, σε χωριό έξω από τη Λιβαδειά.

- Πώς την περνάτε εδώ παιδιά;

- Μπάλα, μπούτι και μπαρμπούτι, Σίσυ μου. Μπάλα, μπούτι και μπαρμπούτι! Καλά που ήρθες εσύ, μπας και το δούμε τσάμπα για λίγο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ως απαντητικό-τελεσίδικο σε επαναλαμβανόμενες αγχωτικές ερωτήσεις τύπου «τι ώρα είναι» από ιδιαίτερα ψυχαναγκαστικούς τύπους, που δε βλέπουν την ώρα...

Χρησιμοποιείται δε και ως αποτροπιασμός προς τον ερωτώντα, εάν δεν είναι ευάρεστη (προς τον ερωτώμενο), η όψη του.

— Brain, τι ώρα είναι;
— Ώρα που γαμάν οι γύφτοι, Pinky...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified