Άλλη μία μεγαλειώδης κινηματογραφική ερωτική φράση. Νομίζω ότι είναι αρκετά αυτονόητη για περαιτέρω ανάλυση. Το μόνο που αξίζει είναι ειδική μνεία στον κύριό της, τον απόλυτο άρχοντα του ελληνικού καλτ (το οποίο έχει καταντήσει τρεντ και χιπ, και η κουτσή Μαρία μιλάει για καλτ εννοώντας τα τραγούδια της Αλέξιας και τα σίριαλ με τον Ευρυπιώτη) τον μεγάλο μας Κώστα τον Γκουσγκούνη, που μέχρι και διαδήλωση είχε γίνει για πάρτη του με το σύνθημα «το Γκουσγκούνη στη βουλή, να χορτάσωμε μουνί».

Μια από τις μεγαλύτερες, από όλες τις απόψεις, ατάκες του είναι και η προκειμένη, η οποία μετατράπηκε σε καθημερινή έκφραση για πλείστες εφαρμογές, όπως οι ακόλουθες.

1ο
«Μαστορέματα φώτη;»
«Υγρασία Θωμά»
«Δεν το ρίχνεις κάτω, να μην παιδεύεσαι;»
«Βάστα τοίχο, θα σμπρώξω»

2ο
«Ανεπανάληπτε Uri, μας κούφανες κι απόψε! Τι άλλο θα δουν τα ματάκια μας;»
«Giorgo, vasta tiko, ta sbrokso!»

(από ΠΡΩΤΕΥΣ, 18/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση αγανακτισμένης προσπάθειας αποπομπής ανεπιθύμητου τύπου, στην προστακτική.

Αρβανίτικης καταβολής.

Σημαίνει, «άντε φύγε από δώ», «α πάγαινε!» και «άει προχώρα». Άλλη συνώνυμη φράση το «άντε χάσου από μπροστά μου!».

Το ψαγμένο της υπόθεσης είναι ότι σχετίζεται με την «πορεία» και μοιάζει πολύ με αρχαιοελληνική προστακτική του νεότερου «άντε πορεύσου!».

Ακούγεται σε λατρεμένα χωριά της Βοιωτίας (Κυριάκι και πέρα), της Κορινθίας (Σοφικό και πάνω) κι αλλαχού.

Διάλογος:

-«Mάνα μου, η μπίθα σου! Θες να κίχου-κίχου;»

-«Άει πόρου, σαχλέ!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Της παρηγοριάς. Αφού οι γκίφτεντ «μας παίρνουν τις δουλειές» και τις θέσεις στην ενδεκάδα, τώρα μας παίρνουν και τις γυναίκες. Για αυτό, για να τις κρατήσουμε δίπλα μας, το ρίχνουμε στα μυρωδικά.

- Άσε, με παράτησε. Τά' φτιαξε με τον Μπάμπα από τη Νιγηρία.
- Φίλε δεν τον είχες πασαλείψει με κόλιαντρο, να καταλάβει διαφορά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση απαράδεκτη, προηγείται πάντοτε μαλακωδεστάτης επιχειρηματολογίας στα τηλεοπτικά πάνελ «πολυουρεθάνης» (από το «για πολλά ούρα»)... Συνώνυμο του «κρατηθείτε, θα την πετάξω» ή «ακολουθεί αποσταθεροποίησις» ή «σόρρυ μίστερ Μπόμπολας, μην με απολύσετε για αυτό που θα πω!...».

Κατ' επέκτασιν, αποτελεί προκάλυμμα των έργων του Διαβόλου, καθώς, κατά τη διάρκεια της ακόλουθης εκστομιζόμενης πατάτας, Eκείνος μπορεί να επιτελέσει αθόρυβα το έργο του.

Πρετεντέρ Αγάς (τρισέγγονος κοτζαμπάση του Νέου Ψυχικού, επί δημαρχίας Ιμπραήμ)

Από εδώ η συνήθης χρήση «αυτός που αναλαμβάνει -προς χάρη της συζήτησης- να υπερασπιστεί αντιδημοφιλείς απόψεις ή θέσεις που δεν γίνονται αποδεκτές από κανέναν άλλο από τους συμμετέχοντες, συνήθως ο ίδιος ο συντονιστής της συζήτησης». Ενδεικτικά τα σχόλια που έχουν καταγραφεί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πουσεγαμάνε είναι επιθετικός προσδιορισμός προς υποκείμενο ή αντικείμενο αποδοχής ύβρεων.

Αναφωνείται συνήθως από εκείνον που του έχει ξεραθεί το στόμα από τα πολλά βρισίδια και δεν έχει κάτι άλλο να πει, προς κάποιον που θα μπορούσε να ήταν διαιτητής, επόπτης, αριστερό μπακ, πρεζάκι, αυτοφοράκιας, γυναίκα οδηγός, μπασταρδάκι που πετάγεται με το ποδήλατο (ή με το άλογο, στην Κερατέας - Καλυβίων), αφγανός οδηγός Πειραιώς και Χαμοστέρνας, κοινώς, μόνιμος επί της θέσης αποδέκτης μούντζας.

Πάντοτε έρχεται σαν κερασάκι στην τούρτα με τα εξαπτέρυγα.

Κύριος με λευκή καμπαρντίνα, ψαρομάλλης, μεσόκοπος, παρακολουθεί εναγωνίως αγώνα ποδοσφαίρου μεταξύ Πανηλειακού και Πανελευσινιακού και στο 89' το αριστερό μπακ της ομάδας της Ηλείας, της χώρας του Πέλοπος, κόβει το ποδόσφαιρο στον επιθετικό της ομάδας της Ελευσίνος, της γης του Τριπτολέμου και ο διαιτητής, απερίστροφα, σφυρίζει πέναλτυ.

Μη έχοντας διακρίνει το αίτιο και τον υπαίτιο και εφόσον έχει παρέλθει μιάμιση ώρα γαμωαγανάκτησης, ο συμπαθής κύριος σηκώνεται και αναφωνεί στο άπειρο:

«Ρε... (30 sec ram πρόσες)... πουσεγαμάνε!» κι ακόμα παραπέρα…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθης αναγραμματισμός και αντικατάσταση του «πούστης». Τοπικός ιδιωματισμός με την ίδια σημασία.

Ετυμ. 1: «Πού ίσταται;» δηλαδή πού στέκεται;
Ετυμ. 2: «Πού στη;» δηλαδή που στήνεται;

Από το ίστημι και από το στω προκύπτει: πούιστημι = πουστώ, όπως ο ωκεανογράφος - πειρατής. Όχι ο μεγάλος, ο άλλος με τα κωλοβυθόμετρα.

Επομένως, πούστης = πούιστς.

«Γμ τ μπαλιοπούιστ!»
«Ο πούιστς μ πρόδωσςς!»
«Άλλ' λούγκρ κι άλλ' πούιστς»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τις δύσκολες νύχτες της υπερέντασης, όπου 2-3 και πλέον ταυτόχρονες σκέψεις και άλλα λαμόγια της ανησυχίας εισβάλλουν από και προς το υποσυνείδητο του καθυπνιζομένου, υπάρχει (άκουσον άκουσον!) προσφιλέστατη συνήθεια η καταμέτρησις των φύλλων του ρολού του κώλου, προκειμένου για την νευρομυική χαλάρωση και την επακόλουθη υπνηλία.

Συνώνυμα: νανούρισμα, νύσταγμα.

Σας την παραθέτω λοιπόν, όπως μου την παρουσίασε η αξιολογότατη και λατρεμένη ηθοποιός, κα Θέμις Μπ., στον ακόλουθο διάλογο (που είχαμε κάνει κάποτε)!

- Τι έγινε Θέμις; Τι κόκκινα μάτια είναι αυτά; - Άσε, Stevie Ray, έχω αϋπνίες και μετράω κωλόχαρτα μπας και κοιμηθώ λιγάκι... - Τα «d...» τα δοκίμασες; - Ναι! 50 φύλλα παραπάνω! Την έχω πέσει για πλάκα με την πάρτη τους! - Ατέλειωτη ευχαρίστηση!

Εδώ μπλέκουν λίγο οι προτιμήσεις... πχ. τι θα αξίωνε κανείς στη ζωή του περισσότερο; Καλό ύπνο ή καλό χέσιμο; Σας το αφήνω για εσωτερική κατανάλωση...

Βλ. και προβατάκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διάταξη επιμήκους, πλαστικού (ή από σύνθετα πολυμερή), σωλήνα, μικρής διατομής, με οπή στο κέντρο βάρους της διατομής του και καθ'όλο το μήκος του, την οποία οπή διατρέχει συστοιχία συρμάτων χαλκού.

Ως εμπορικό εξάρτημα συναντάται ως ανταλλακτικό σε όλα, σχεδόν, τα καταστήματα εμπορικών ειδών. Βασικό χαρακτηριστικό, η μη λειτουργικότητα, η αχρηστία, ο χώρος που καταλαμβάνει και η εστία μολύνσεως που προκαλεί και η γενικότερη σπατάλη. Η χρησιμότητά του αφορά στη διακοπή κάθε επικοινωνίας μεταξύ ηλεκτρικών συσκευών, τηλεπικοινωνιακών δικτύων και χρηστών αυτών, τουτέστιν, στην παύση ανεπιθύμητων ηλεκτρονικών αιτημάτων φιλίας.

Παρετυμολογία: Κακ-ώδιον από την «κακή ωδή»: μπινελίκια, γαλλικά, μούντζες τα οποία το δύστυχο αποδέχεται ύστερα από τη διαπίστωση του κατόχου ότι τσάμπα τραβιόταν όλη μέρα στην πιάτσα για να το βρει.

Αντιτίθεται στο αρχαιότερο «καλώδιον». Παρετυμολογία: Όταν κυκλοφόρησαν τα πρώτα τηλέφωνα από «όνυξ»: «Τι ωραία που μιλάτε ωραιοτάτη δεσποσύνη! Τι γλυκυτάτη η φωνούλα σας!» Απ: «Ω, δεν είναι τίποτα, ευγενικέ μου κύριε! Είναι αυτό το καλώδιον που μας συνδέει (κανονικά) και με κάνει να ακούγομαι νέα και αφρατούλα!»

Κακώδια στην καθημερινή πρακτική: του μάους μετά από χρήση από αριστερόχειρα, της πρίζας της τοστιέρας μετά από χρόνια έκθεση στην υγρασία της βρύσης, το χαντσφρή που έρχεται πακέτο και αναγκάζεσαι να το αγοράσεις ξανά και ξανά (μέχρι να αλλάξεις κινητό), το σκαρτ, το καμμένο τροφοδοτικό, το ηλεκτρικής κιθάρας-ενισχυτή που αγοράζεις σαν καινούριο από γνωστούς αντιπροσώπους στο κέντρο της πόλης, τα καλώδια στο ΚΕΠΗΚ, κ.α.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακούστηκε δια στόματος αρχηγού ανταρτών του ΕΛ.ΑΣ., εκ Καρδίτσης ορμωμένου, κατά την αναζήτηση της σορού γενναίου συντρόφου, του Μάκη, κάπου στα διάσελα των Αγράφων, στα σύνορα Ευρυτανίας - Καρδίτσης. Σε πλήρη γραφή εις την δημοτικήν: «Π' έπ'ση ι Μαξ;». Στην δε σύγχρονον Αττικήν: «Πού έπεσε ο Μάκης, (να ούμε);»

«Π' έπ'ση ι Μαξ;»

Got a better definition? Add it!

Published

Κατάληξη σε επιθετικούς προσδιορισμούς ή «χαϊδευτικές» παραφράσεις ονομάτων που χρησιμοποιούνται ως φιλικές, προς οικείους προσφωνήσεις. Συνήθως, αντικαθιστούν τα εις -άκος ληγόμενα. Μόνον εις τα αρσενικά.

«Τι νέα, φιλαρ-άγκουα»;

(από electron, 08/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified