Η λάντζα του στρατού. Παραλλαγή του όρου DJ. Κάτι που όλοι μας θέλαμε να αποφύγουμε με κάθε τρόπο και αντίδραση με την απαραίτητη αυτή λέξη.

- Ρε Μιχαλάκη κοίταξες το βαρδιόχαρτο σήμερα;
- Ναι χέσε μέσα... Γερμανικό εγώ απόψε.
- Και εγώ;
- Λάτζα.
- Μπωλ-shit...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο τύπος ο οποίος έχει πιστοποιημένο χαρτί ότι είναι μαλάκας, με εγγύηση εφ' όρου ζωής.

Το λέμε συνήθως και «Μαλάκας με ISO-9001»

  1. - Άμα συνεχίσει ο Γιάννης με τέτοια συμπεριφορά, δεν θα σταυρώσει ποτέ του γκόμενα.
    - Αφού είναι μαλάκας με ISO, και μάλιστα 9001.

  2. - Έμαθα ότι έπιασες δουλειά σε μια πολύ καλή εταιρία. Τι λέει εκεί μέσα;
    - Ωραία είναι, ευχάριστο περιβάλλον, αλλά το αφεντικό μεγάλο αρχίδι, από την πρώτη μέρα δεν με είδε με καλό μάτι...
    - Γιατί ρε Μπάμπη;
    - Γιατί εκτός από την εταιρία, είναι και αυτός μαλάκας με ISO.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μερικές φορές όταν βαριόμαστε απελπιστικά, ή έχουμε το ένα χέρι μέσα από το μποξεράκι και παράλληλα μιλάμε με τους φίλους μας στο messenger ή στο facebook, πατάμε όποιο κουμπί βρούμε εάν δεν συζητάμε κάτι ουσιώδες.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές καταστάσεις.

Βαρεμάρα:
«- re mlk... ti kwlokairos einai aytos...
- sadsafdfdsadsdfsadsafa»

Έκπληξη:
«- phra to kainourio i pod :D
- asddasasdsadasdasdassadasdas oreos»

Δυσάρεστη έκπληξη:
«- ase ti epatha shmera... irthe h dikia sou kai mou ekatse, kai gw fysika den antistathika. den tha me bgaleis kai pousth...
- asdsfddfsdsfdssdfsdafasdafsdsdsdsdsdsdsdsddasfdsfadfas :S:S:S»

Διακοπή συζήτησης:
«- gEia C t kNc;
- adsdas»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η συντομία του «δε μπορώ να».

Είναι μακρυνός συγγενής του «ναούμ'» που σημαίνει «να πούμε».

  1. Γιώργη, πού ήσουν τόσες ώρες ρε;
    - Άσε μας ρε μαλάκα δεμπόα χέσουμε σε αυτό το σπίτι όση ώρα θέλουμε;

  2. Παιδιά θα πάμε απόψε για clubbing;
    - Εσείς πηγαίνετε, εγώ δεμπόα πάω, έχω τη γιαγιά μου με πυρετό.

  3. Ρε συ φίλε, μόλις γύρισα απ τη δουλειά και δεμπόα πάω να δω αν μου έβαλαν τα λεφτά. Πας μια εσύ γιατί είμαι πίτα ρε συ ναούμ';

βλ. και έαε, κοακόλα, τελέρε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν στον στρατό σου τυχαίνουν και η λάντζα, αλλά και οι καλλιόπες την ίδια μέρα...

Κάτι που όλοι μας θέλαμε να αποφύγουμε με κάθε τρόπο και αντίδραση, με την απαραίτητη αυτή λέξη.

- Ρε Μιχαλάκη, κοίταξες το σήμερα;
- Ναι, χέσε μέσα... Γερμανικό εγώ απόψε.
- Και εγώ;
- Λάτζα.
- Μπωλ-shit...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified