Ο άχρηστος, ο ρεμπεσκές, αυτός που δεν ξέρει τη δουλειά του.

Πρόκειται για την πρώτη σε συχνότητα έκφραση υποτίμησης στη Λέσβο.

Σημασία πρέπει να δίνεται και στην προφορά του: το -ια- προφέρεται όλο μαζί προσθέτοντας από μπροστά και ένα ανεπαίσθητο -γ-.

  1. Μην τα περνάς από κει τα καλώδια, βρε αδιαφόρετε, θα γίνει βραχυκύκλωμα!

  2. Αδιαφόρετο είναι τούτο το μωρό, του 'πα να ταΐσει τα κακνιά κι αυτό παίζει την τσιλίκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μούσκεμα, στην αυθεντική βλαχολαρισαϊκή της υπαίθρου.

- Πρόσεχε ρε μαλάκα με το λάστιχο, μπλιούρα μ' έκανες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη αστρέχα είναι βασικά τεχνικός όρος. Αντιστοιχεί στο κομμάτι μιας στέγης - κεραμοσκεπής συνήθως - το οποίο εξέχει από τον κυρίως όγκο του σπιτιού για λόγους προστασίας από το νερό της βροχής.

Πλην όμως, χρησιμοποιείται συνήθως ως επίρρημα - κάποιος πάει αστρέχα - για να περιγράψει κάποιον που περπατάει κολλητά με τον τοίχο, μπας και φάει καμιά σταγόνα βροχής λιγότερη, και σπανιότερα και ως ρήμα - κάποιοι αστραχούν.

Η προέλευσή της είναι από την θεσσαλική ύπαιθρο, συναντάται όμως και σε άλλα μέρη της ελληνικής υπαίθρου.

  1. Μα, να μην πάρω μια ομπρέλα μαζί μου, πήγαινα μια ώρα αστρέχα!

  2. - Πήγες να δεις τις κότες;
    - Ναι, έβρεχε και αστραχούσαν (δηλαδή ήταν έξω, αλλά κολλητά με το κοτέτσι για να προφυλαχθούν)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει «αποκλείεται», «σιγά...», «πλάκα μας κάνεις».

Απαντάται κυρίως στη Λέσβο ειδικά στα κοντινά στη Μυτιλήνη χωριά (Μόρια, Παναγιούδα, Αφάλωνας, Πάμφιλα). Η προέλευση του είναι ασαφής.

Η αυθεντική προφορά του έχει ως εξής: Άλουγου κλαν'.

1 -Μωρέλι' μ, ι θόδωρους πήρε του πτυχίου τ'!

- **Άλογου κλάν'** ... (ο θόδωρος είναι αιώνιος φοιτητής γεωπονίας)

2 - Ανέφκα στην Αγιάσου για κυνήγ' κι επιασα 5 κ'λα κνέλ(ι)!

- Άναγια'μ, **άλογου κλάν'**

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ημίτρελος, αυτός που «δεν πατάει καλά», ο χαμένος στο διάστημα.

Από τον τοπικό προσδιορισμό σα πέρα (σα δώθε, σα κείθε, σα πέρα), δηλ. προς τα πέρα.

Συνώνυμο: ελαφρύς, αλαφρύς (τοπικό Β.Α. Αιγαίου)

- Μα ποιος σου είπε τέτοιες βλακείες;
- Ο Αντώνης.
- Καλά, αυτόν ακούς; Αυτός είναι σαπέρας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σημείο αρχής των αξόνων (x,y,z = 0) σε αυθαίρετο σύστημα συντεταγμένων κατά την εκτέλεση τοπογραφικής εργασίας.

Ρε συ Γιώργο, πες μου πού έχεις βάλει το μεδέν-μεδέν σου γιατί θέλω να μετρήσω κάτι υψόμετρα σ' αυτό το οικόπεδο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Δεν μπορώ να ασχοληθώ μ' αυτό τώρα», «άλλη δουλειά δεν είχαμε...».

Η τσιλίκα-τσιλικοπάνα είναι ένα παιδικό παιχνίδι με ξυλάκια.

Η έκφραση κρατάει από τον Πόντο στη Μικρά Ασία (Σαμψούντα, Τραπεζούντα κ.τλ.) και ήρθε στην Ελλάδα με τους πρόσφυγες.

- Γιαγιά, φτιάξε με αυγόφετες!
- Άδειο το μ'νι, να παίξει την τσιλίκα, βρε χρυσοκακαλά (αυτός που έχει χρυσά αρχίδια).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το βλάχικο «τζάτσι» που σημαίνει δέκα (10).

Ο μύθος λέει ότι όταν οι βλάχοι φτιάχνανε τη γλώσσα τους και ειδικά την αρίθμηση (1: ούνου, 2: ντόι, 3: τρέι... 9: νουάουα), δεν μπορούσαν να σκεφτούνε κάτι για να βαφτίσουνε το δέκα. Τότε ένας γάιδαρος πέρασε και πάτησε μια δυνατή κλανιά (ΖΑΤΣ!) και έτσι βγάλανε το δέκα τζάτσι!

Σήμερα λόγω ακριβώς της ομοιότητας με τον ήχο της κλανιάς, χρησιμοποιείται για να περιγράψει το «τάπωμα» λεκτικό ή φυσικό. Χρησιμοποιείται συνήθως στην αρχή ή στο τέλος περιπαικτικών προτάσεων.

Συνηθίζεται πιο πολύ στη Λάρισα και γενικά στη Θεσσαλία πλην Βόλου, όπως επίσης και στα ορεινά του νομού Γρεβενών.

1: Πειραγμένοι πενηντάρηδες (ένας ΠΑΣΟΚ και ένας ΝΔ) παρακολουθούν το ντιμπέιτ των πολιτικών αρχηγών.

(ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ): -Δε θα μας μιλήσετε εσείς για διαφάνεια κ. Καραμανλή!
Πασόκος στο ΝΔ φίλο του: ΖΑΤΣ! Του την είπε τώρα, την πάτησε ο δικός σας!

2: - …και του πάτησε ένα μπουκέτο ρε φίλε... ΖΑΤΣ! Παρ' τον κάτω.

Δες και ζαρτ, κλάσιμο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το fireball. Αναφέρεται σε συνηθισμένο spell σε παιχνίδια RPG και χρησιμοποιείται συνήθως από πιτσιρικάδες που παίζουν MMORPG, τυπου WoW κτλ.

Κι εκεί που θα 'κανα heal, σκάει μύτη ένας High-Elf Wizard lv62, μου σκάει 2 φιρμπόλια και μ' αφήνει σέκο!

Όπου fireball=πύρινη σφαίρα, spell=ξόρκι, κάνω heal=γίνομαι καλά, θεραπεύομαι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified