Παράδειγμα εδώ

Ρήμα Ανεμαζώνω : Μαζεύω διάφορα άχρηστα πράγματα . Επιθετικός προσδιορισμός Ανεμαζωξά :Ήρθε από το πουθενά και είναι άχρηστος - η . - Ωρέ Μανώλη ήντα ανεμαζώνεις ατά; - Επαέ εβρήκα κάτι παλιοσίδερα και λέω μπα να μου χρειαστούνε.

- Είδατε ωρέ κοπέλια οψαργάς ο "νεοφερμένος"ήντα ξεγιβεντουλούκια ήκανε στο καφενείο σαν εμέθυσε. - Ε που να ΄χει τ' ανάθεμα για ανεμαζωξά. (Που ήρθε εδώ χωρίς να ξέρει κάποιος, από που. Χρησιμοποιήται συνήθως σε χωριό της Σητείας για ξένους που έχουν έρθει από άλλα μέρη της Κρήτης ή της Ελλάδος είτε ως γαμπροί ή νύφες και δεν μας αρέσει).ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: Μέρη του λόγου - Ρήμα

Got a better definition? Add it!

Published

Ποσυνάζω (ρήμα) και ποσυναμένος (επίθετο).

Τακτοποιώ κάτι, είμαι τακτοποιημένος μετά από κάποια δουλειά, έχω κάνει μπάνιο, ξυριστεί και ντυθεί, και είμαι έτοιμος να πάω στο καφενείο του Νίκου ή της Ιωάννας για ρακές. Χρησιμοποιείτε κατά κόρον σε χωριό της Κρήτης.

- Για σου ωρέ Δημήτρη, ίντα γίνεται;
- Για σου ωρέ Κούνελε, πάω να ποσυνάξω τα εργαλεία, να ποσυναχτώ κι εγώ, και τα λέμε στο καφενείο.
- Σε ποιο από τα δύο, στο ελληνικό ή στο αλλοδαπόν;
- Άντε απόψε στο αλλοδαπό, θα πάμε για κεφαλάκια!
(προηγουμένως είχε ποσυνάξει δυο κατσικάκια)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοιτάξτε πως τρώει ! Χλαπακιάζει ότ βρει μπροστά του ε το χαλαφτανά !

Επίσης αναφέρεται σε άτομο που χλαπακιάζει ασυστόλως, με μια λέξη ο φαταούλας.

Got a better definition? Add it!

Published

Έρχεται πάλι αυτός ο καβλιάγκουρας ! Θεέ μου τι θα ακούσουμε πάλι !

Επιθετικός προσδιορισμός σε άτομο αρσενικού φύλου που είναι συνέχεια σε οίστρο , αλλά είναι κακάσχημος και με άσεμνη συμπεριφορά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μην είσαι Παπαροβιόλης ! Αυτός που παίζει το πουλί του (παπάρι), σαν βιολί. Ο αδιάφορος για το ότι συμβαίνει δίπλα του. Ή αν θέλετε αυτός που λέει συνεχώς παπαριές. Λέξη η οποία χρησιμοποιείτε κατά κόρον από τον Καλλιτέχνη ή Πυρηνικό σε χωριό του Ν. Λασιθίου.

Got a better definition? Add it!

Published

Δαυλός στον κώλο του: Το λέμε για να δείξουμε ότι δεν με ενδιαφέρει για το τι κάνουν οι άλλοι. Δεν μας ενδιαφέρει, π.χ. για το αν κάποιος μας αγαπά ή όχι.

  1. - Ό Γιάννης παντρεύτηκε.
    - Δαυλός στον κώλο του.

  2. Όποιος δεν μας αγαπά δαυλός στον κώλο του.

  3. Κάποτε λέγανε στον Μανώλη:
    - Μανώλη, πέθανε ο Γιώργης.
    - Δαυλός στον κώλο του.

Μετά από πολύ καιρό:
- Μανώλη, πέθανε ο Γιάννης.
- Δαυλός στον κώλο του.

Περασαν τα χρόνια ήρθε και η σειρά του Μανώλη.
- Ρε Μανώλη, τι λες τώρα που πεθαίνεις εσύ;
- Δαυλός στον κώλο αυτών που θα πομείνουνε (μείνουν ζωντανοί).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαν πούστης.

Ώσπερ = σαν.

Κύναιδως (κυν = σκύλος + αιδώς = ντροπή) = Σκυλοντροπή.

Κίναιδος = ξεκωλιάρης, πούστης. Συναντάται σε κωμωδία του Αριστοφάνη, που ως είναι γνωστό ήταν ο μεγαλυτερος βρωμόστομος συγγραφέας της αρχαιότητας.

Καπνίζω... σαν αράπης, σαν πούστης, ώσπερ κίναιδος.

(από Khan, 26/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α.Κ.Α.Β. - αρκτικόλεξο, ακρωνύμιο.

Αυστηρό Κωλοδάχτυλο Άνευ Βαζελίνης.

Τιμωρία που επέβαλαν οι παλιοί στους νέους στον Στρατό.

  1. Πρόσεχε θα τιμωρηθείς με τετραήμερο Α.Κ.Α.Β.

  2. Ε!!! νέους, τετραήμερο Α.Κ.Α.Β.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κρεβάτι που κοιμόμαστε.

Γιώργο, δεν σε βλέπω από τη νύστα... πάω στον κουβερτόλακο, άντε γειάααα!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στην χειρότερη κατάσταση στην οποία θα μπορούσε να πέσει ένας άνδρας.

Άσ' τα να πάνε φίλε μου, με διώξανε απ' τη δουλειά, η σπιτονυκοκυρά μου μού έκανε έξωση, οι λογαριαμοί τρέχουν... Το μουνί και το μπουκάλι μ' έφεραν σ' αυτό το χάλι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified