Θα πάμε γαμιώντας, τρέχοντας.
Ωρε μάγκα μου, τι τρέξιμο ήταν κι αυτό. Τσιμπουκιδόν πήγαμε στην δουλεία σήμερα.
Θα πάμε γαμιώντας, τρέχοντας.
Ωρε μάγκα μου, τι τρέξιμο ήταν κι αυτό. Τσιμπουκιδόν πήγαμε στην δουλεία σήμερα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο ορισμός του παραπάνω λήμματος είναι πολύ απλός: Μπουλελέκι = πέος.
Ρε Μανώλη κάνε και καμιά δουλεία, μην παίζεις το μπουλελέκι σου όλη μέρα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ακολουθάμε το σύστημα μπουλούκι, δηλ. πάμε όλοι μαζί χωρίς οργάνωση και πειθαρχία.
Παιδιά, προσέξτε λίγο στην παρέλαση, μην πηγαίνετε μπουλουκιδόν.
Δες και μπουλούκι, τουρλουμπούκι
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η αλανιάρα γκόμενα που υπηρετεί τα τσιμπούκια και δεν ικανοποιείται η όρεξη της για πεοθηλασμό...
Βλέπε: τσογλάνι
Ποια; Η Μαρία;... Μεγάλο τσιμπούκογλαν.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Α.Κ.Α.Β. - αρκτικόλεξο, ακρωνύμιο.
Αυστηρό Κωλοδάχτυλο Άνευ Βαζελίνης.
Τιμωρία που επέβαλαν οι παλιοί στους νέους στον Στρατό.
Πρόσεχε θα τιμωρηθείς με τετραήμερο Α.Κ.Α.Β.
Ε!!! νέους, τετραήμερο Α.Κ.Α.Β.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Βρέθηκα στην χειρότερη κατάσταση που θα μπορούσε να βρεθεί άνθρωπος - οικονομική, κοινωνική, εργασιακή κ.λ.π.
Έχω μπλέξει άσχημα με κάτι και δεν μπορώ να ξεφύγω, ή έχω κάποιο πρόβλημα και δεν μπορώ να το λύσω.
Άστα να πάνε παιδιά, έχουμε πέσει στο λάκκο με τα κωλοδάχτυλα, η επιχείρηση μας πρέπει να αποφύγει την πτώχευση.
Ο καθηγητής μας έριξε στο λάκκο με τα κωλοδάχτυλα με τις ασκήσεις που μας έβαλε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η λέξη μιλάει από μόνη της.
Ρε τον διαβολόπουστα, χθες με κάρφωσε στον διευθυντή ότι άργησα πέντε λεπτά.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
[/i] Κρητικές χαρακτηριστικότατες μαντινάδες που αφιερώνονται σε όσους έχουν παροπλίσει το πέος τους και δεν μπορούν να εκτελέσουν τα σεξουαλικά τους καθήκοντα.
Δεν χρειάζεται, οι μαντινάδες μιλάνε από μόνες τους.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η κυρία που βρίσκεται σε απελπιστική κατάσταση έλλειψης πέους, με αποτέλεσμα την πτώση της στην επαιτεία για την ανεύρεσή του, έστω και για λίγο.
Συνήθως, είναι κυρίες κάποιας περασμένης ηλικίας, κωλόγριες δηλαδή, που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα και ψάχνουν (ζητιανεύουν) απεγνωσμένα το πέος.
Ποια, η κυρία Μαρία; Άσε μωρέ την κωλόγρια, την ψωλοζητιάνα!!
Δες και σπερματοζητιάνα, τσιμπουκοζητιάνα
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μονορώγα = η κατσίκα που από γεννετική ανωμαλία έχει μόνο ένα βυζί, μία ρώγα.
Πάω ν' αρμέξω τη μονορώγα μου = Πάω να κατουρήσω.
Παιδιά ένα λεπτό πάω ν' αρμέξω τη μονορώγα μου.
Ευφημισμοί της τουαλέτας: Άη Γιώργης, ακράτητος, αποχωρητίζομαι, αρμέγω τη μονορώγα, αρμέγω τη σαύρα, βγάζω το φίδι από την τρύπα, βγαίνω, γεννητούρια, γραμμάτιο, είμαι ευάλωτος, θηρίο, θρόνος, καθαρίζω, κάθομαι, καλλιόπη, κάλπη, κουβέντα με το δήμαρχο, μέρος, μετράω χάντρες, μου χτύπησε βαλβίδα, μπαταριά, νούμερο δύο, πάω να αδειάσω τη βάρκα, πίπιρουμ, ρίχνω μια ψήφο, ρίχνω τον οβολό μου, σκοράρω, στέλνω φαξ / φαξάκι, συνάντηση με τον πρόεδρο, σύσκεψη, χαιρετάω τον ξάδερφο, χοντρό / κάνω το χοντρό μου, ψιλό / κάνω το ψιλό μου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified