Υπάρχουν αρκετές ερμηνείες της «φλόπας» στην καθομιλουμένη. Ιδού και 3 παραθέσεις:

  1. Φλόπα είναι μια ταινία / έργο που είναι τελείως μάπα (δες το σύνολο του Χόλυγουντ).

  2. Φλόπα μπόρει να έιναι και μια ατυχής περίπτωση βραδυνής μέθης και ρομάντσου, που το πρωί φαίνεται σαν ανεξήγητο δράμα.

  3. Φλόπα επίσης είναι ένα πολλά υποσχόμενο προϊόν, που τελικά αποδεικνύεται ότι είναι κακής κατασκευής.

  1. Πήγαμε στον κινηματογράφο τις προάλλες να δούμε το καινούργιο έργο με την Αντζελίνα και μιλάμε για μεγάλη φλόπα.,

  2. Άσε πού να σ'τα λέω Κώστα... Πάνω στη σούρα μου, την έπεσα σε μια τύπισσα και αποδείχθηκε μεγάλη φλόπα.

  3. Αγόρασα τις προάλλες τα Γούιντοους Βίστα και μίλαμε για πολύ φλόπα λειτουργικό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το είχα ακούσει από έναν φίλο μου και σημαίνει σύναξη ανδροπαρέας.

Βγήκα με τα παιδιά της προάλλες και τα 'πιαμε. Ωραία ήταν, αλλά πάλι τίγκα στο αρχίδι ρε ψηλέ. Πού να ζυγώσει γκόμενα με τόσους μαλάκες στο μπαρ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εν ολίγοις ότι το μουνί τραβά καράβι.

- Ρε, έχεις δει των Κώστα;
- Άσε, πήγε για μπάντζι τζάμπιν με αυτή τη Γαλλίδα που γνώρισε στο Μαγγανάρι... Τί να σου πω ρε Μπάμπη;
- Τί να μου πεις; Αν δεις καράβι στο βουνό, μουνί θα το 'χει σύρει...

(από Vrastaman, 08/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θαρρώ ότι ενσωματώθηκε στην ρεμπέτικη φρασεολογία, κατόπιν της πρώτης μεταναστευτικής ορδής εις την Αμερική, λίγο μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Πολιτσμάνοι = Police Men, στην ελληνική απόδοση Πολιτσμάνοι.

Θα παραθέσω και εγώ τους γνωστούς στίχους του αείμνηστου Βαμβακάρη:

Εφουμέρναμ' ένα βράδυ, αργιλέ σπαχάνη μαύρη, δίχως νά 'χουμε στην πόρτα
τσιλιαδόρους όπως πρώτα. Κι έρχουνται δυο πολιτσμάνοι, και δεν βρίσκουνε ντουμάνι. Ζούλα όλοι οι αργιλέδες, φυλαχτείτε απ' τους τζέδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλό ένα που μάζεψα από τα ξένα. Στην αγγλική Below Zero και λέγεται για θερμοκρασίες υπό το μηδέν, εξού και η απόδοση στα ελληνικά μπιλοζούρι

Άσε εχθές το δαγκώσαμε, πλακώσανε τα μπιλοζούρια και τρέχαμε να κρυφτούμε. (π.χ. είχε μείον 15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται θετικά και αρνητικά για να υποδηλώσει κάποιον/κάποιαν που ελίσσεται τσαχπίνικα.

Βγαίνει μια γοργόνα από τη θάλασσα διακοσίων κιλών με ανύπαρκτο μαγιό στρινγκ και έχει τουπέ κάτσε καλά θεάς, και τότε της λες: Χέλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεγάλη σκύλα, από το καρα- και μπιτς (όχι παραλία αλλά η σκύλα, από τα αγγλικά).

Αργκό από την Βόρεια Ελλάδα.

— Άσε αυτή η παλιοφακλάνα που μου έκλεψε τον πίνακα.
— Τι λες τώρα, καραμπιτσαριό τελείως;
— Τελείως σου λέω....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βλάχος ο Έλλην που ζει και εργάζεται στην Γερμανία. Έχει πάρει την γερμανική κουλτούρα, και όταν επιστρέφει στην Ελλάδα το παίζει υπερόπτης με το μερσεντόνι του (γερμανικά νούμερα) και το σπίτι στη Γερμανία με δωρικούς ρυθμούς και συνήθως είναι ιδιοκτήτης γκρηκ εστιατορίων με κολώνες και ονομασίες όπως «Άρτεμις», «Αφροδίτη» κτλ κτλ.

Πόλυ λάζο (το ίδιο με βλαχοντόιτς) είναι αυτός!

Δες και λαζογερμανός, λαζοντόιτς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified