Νικαριά είναι μια άλλη ονομασία του νησιού Ικαρία. Χρησιμοποιείται από πολύ παλιά αντί του επίσημου ονόματος -και αρκετά συχνά. Προέρχεται από το πάντρεμα του Ν. Ικαρία (νήσος Ικαρία).

Θα τα πούμε το καλοκαίρι στη Νικαριά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λεσβία. Η ομοφυλόφιλος γυναίκα. Η γυναίκα που η σεξουαλική της προτίμηση είναι του ιδίου φύλου

Γνωστή και ως λεσβόνι.

- Ρε συ η Μαρία και η Εύα είναι λεσβιόνια, το ήξερες;
- Αλήθεια; Τα έχουνε;
- Ναι ρε, μένουνε μαζί!

(από xalikoutis, 20/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά κάποιους άλλους είναι η γυναίκα που κοιτάει ακριβώς στο σημείο του ενδιαφέροντος.

Αν δεν είναι τραγική η διαφορά ύψους.

Τότε μια κλίση της κεφαλής κατά 30-60 μοίρες είναι αρκετή για να ευθυγραμμιστεί το βλέμμα της κοπέλας που προσποιείται την σεμνή με το ανδρικό μόριο του εμπλεκόμενου αρσενικού.

Ντύνεται κανονικά ως σεμνά. Αλλά όταν αποφασίσει να κάνει την δουλειά της λειτουργεί με χειρουργική ακρίβεια.

- Είδες η Πόπη; Το παίζει και χαμηλοβλεπούσα..
- Η Πόπη ρε; Η Πόπη ξέρει που κοιτάει.
- ΧΑΧΑΧΑΧΑ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τεκετζής είναι ο εξειδικευμένος υπάλληλος ταβέρνας ή τεκέ που ανεφοδιάζει τους ναργιλέδες με ποικίλα καπνά. Βέβαια ο πελάτης μπορεί να απολαμβάνει τα καπνά χωρίς ναργιλέ αλλά σε τσιγαριλίκι. Και σε αυτήν την περίπτωση ο ρόλος του τεκετζή είναι ο ίδιος ακριβώς, ο τακτικός ανεφοδιασμός.

Στα ρεμπέτικα / λαϊκά τραγούδια άλλες φορές αναφέρεται με θαυμασμό, πόθο, προσμονή ή και ευχαρίστηση. Βεβαίως του χρεώνεται συχνά και η ξενέρα, απουσία κάνναβης με ό,τι κακό χαρακτηρισμό συνοδεύεται.

Προφανώς η συναισθηματική αμφιταλάντευση του «πότη» είναι κομμάτι της σχέσης του με τον τεκετζή. Κύριοι παράγοντες που το καθορίζουν είναι η ποιότητα, η ποσότητα και η διαθεσιμότητα. Ως τεκετζής μπορείς να χτίσεις κακή ή καλή φήμη, ανάλογα με την συμπεριφορά σου στην αγορά.

και κατά το γνωστό άσμα:

«Του τεκετζή ξηγήθηκα να τον ξαναπατήσει Κατά κακή μου σύμπτωση σώθηκε το χασίσι».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καπνουλού είναι η γυναίκα που απολαμβάνει την γεύση, την αίσθηση και τις ζαλάδες του καπνού σαν άντρας ανατολίτης.

Συνήθως είναι και ριζοσπαστικό θηλυκό, γιατί δεν ακολουθεί τα όσα προστάζουν τα στερεότυπα.

όπως λέει και το άσμα:
«Βρε καπνουλού μου όμορφη, σ' αρέσει το ντουμάνι»

Καπνουλού μου όμορφη (από Khan, 01/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαν σαρδέλα.

Όταν είσαι κολλημένος με πολύ κόσμο και κάνει ζέστη. Ο ίδρωτας είναι απαραίτητο συστατικό που θα σε οδηγήσει να χρησιμοποιήσεις αυτήν την έκφραση, στην καλύτερη ο ατομικός σου ιδρώτας ή και αυτός που κάποιος ευγενικός συνάνθρωπος μοιράζεται μαζί σου.

Η έμπνευση είναι ασφαλώς από την κονσέρβα σαρδέλας.

Η κατάσταση αυτή δεν σου αρέσει...

  1. Ήμασταν κολλημένοι σαν σαρδέλες στο λεωφορείο.
  2. Μας είχανε ντανιάσει στην ουρά σαν σαρδέλες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τράβηξα από τα μαλλιά μέχρι εκεί που δεν παίρνει άλλο, τόσο που απέτυχε.

- Τι έγινε με τον Βασίλη; Πηδηχτήκατε;
- Μπα, δεν έκατσε η κατάσταση, το γαμήσαμε και ψόφησε.
- Μαλακία.

To origamiσα και ψόφησε (από Khan, 28/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρισθεί το εύρος της ζημιάς που προκάλεσε κάποιος με την συμπεριφορά του, ή

  2. για να χαρακτηρίσει κάποιον που μας έπρηξε.

Είναι μια έκφραση που μάλλον όπως και να τη γράψεις δίκιο έχεις.
Διάλεξα το -ι- ως το πιο ουδέτερο ι και για να αποφύγω την σύγχυση με το τυρί>τυριρίμ.

  1. - Τι έγινε ρε χτες στην πορεία; Σας την πέσαν οι μπάτσοι; - Καλά δεν τα έμαθες;; Μας γάμησαν το ταμ τιριρίμ ... πολύ ξύλο..

  2. - Πού 'σαι ρε Μπαμπίνο, τι κάνεις;; Χτες με τον Γρηγόρη που βγήκατε τι έπαιξε;
    - Ξέρεις ρε, τα κλασικά μας γάμησε το ταμ τιριρίμ.
    - Πω πω, πολύ πρήξιμο, ε;
    - Άσ' τα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μπότζα είναι συνώνυμο της τσίμας.

Ανήκει στην ναυτική slang και χρησιμοποιείται από το πλήρωμα των ιστιοπλοϊκών σκαφών. Είναι παράγγελμα του καπετάνιου του ιστιοπλοϊκού προς το πλήρωμα κατά το οποίο τους ανακοινώνει τον επόμενο ελιγμό. Κατά τον συγκεκριμένο ελιγμό το σκάφος γυρνάει έτσι ώστε να «πιάσει» τον άνεμο από την άλλη πλευρά του πανιού. Η στροφή είναι περίπου 90 μοίρες και γίνετε κατά την πλεύση «δευτερόπρυμα». Ο λόγος ύπαρξης της είναι για να προσεγγίζεται έμμεσα κάποιος προορισμός που δεν γίνεται άμεσα λόγω των καιρικών συνθηκών.

Αντίθετό της το «τακ».

-ΕΕΕΕΕΕΕτοιμοι για μπότζα;
-εεεεεέτοιμοι!
-Τάκη εσύ;
...
-Έτοιμος!
-Πάμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

πουτανέλι (το): Χαρακτηρισμός για τη μικρόσωμη γυναίκα που είναι και πιθανότατα νέα. Βασικός χαρακτηρισμός είναι η κουτοπονηριά έκδηλη και στο ύφος της. Εμφανώς της λείπει η εμπειρία για να το παίξει κυριλέ πουτάνα. Τα προκλητικά άγουστα ρούχα είναι κυρίως αξεσουάρ. Η τσίχλα δευτερεύον.

Το λήμμα προφανές: πουτάνα.

.

- Ρε την είδες την κόρη της γειτόνισσας πως ήταν ντυμένη;; - Ναι εντελώς πουτανέλι !!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified