Πέθανε, τα τίναξε, τα κακάρωσε, έγινε λίπασμα, κλπ ευχάριστα...

  1. Τά 'μαθες; Ο Μήτσος τράκαρε το TDM με διακόσια σ' ένα περίπτερο, τη γλίτωσε χωρίς γραντζουνιά, αλλά ο περιπτεράς έκαμε ορθή γωνία με το κυπαρίσσι!!

  2. Μετά τα ενενήντα, από μέρα σε μέρα να την περιμένεις την ορθή γωνία με το κυπαρίσσι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Επίθετο) Ο,τιδήποτε προχειρότατο, χαζό, ή βλακωδώς κατασκευασμένο-επισκευασμένο.

Επίσης ο,τιδήποτε λειτουργικό μεν, αλλά βλακώδους εξωτερικής εμφανίσεως δε!! Γενικώς, η προχειρότητα!!

Επίσης και το τραμπακουλ(ο)-, λίαν χρήσιμο ως πρώτο συνθετικό, με ή χωρίς διαχωριστικό, πχ. τραμπακουλόγερος ή τραμπακουλο-γέρος, τραμπακουλάμαξο ή τραμπακουλο-αμάξι, τραμπακουλόβλακας, κ.ο.κ.!

  1. Κρεμόταν ένα καλώδιο στον πίνακα και το στερέωσα τραμπακουλικά, αλλά βραχυκύκλωσε και έκαψα ασφάλειες!!
  1. Κοίτα τραμπακουλική κεραία, ούτε μέχρι το δέντρο απέναντι δεν πιάνει!

  2. Το τραμπακουλοβίντεο μου μάσησε τρεις κασέτες!!!

  3. Έβαψα το ντάτσουν, αλλά πολύ τραμπακουλική δουλειά ρε παιδί μου, έσκασε η μπογιά στο φτερό!!!

Το τελευταίο προστέθηκε εδώ

Δες επίσης και Τραμπάκουλας, τραμπάκουλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψευδοϊσπανοειδές συνώνυμο του στόκου, ήτοι του εντελώς-παντελώς ηλιθίου, του εγκεφαλικώς νεκρού.

Ετυμ.: στόκος (ελληνοποιημένη λέξη) + -αδόρ (-ador, ισπανική κατάληξη ουσιαστικοποιημένου επιθέτου) +ελ (el=άρθρο) !!!!

σ.σ.: ελ στοκάρε: ψευδοϊταλοειδής παραλλαγή της ως άνω λέξεως!!!

  1. - Τήρα να ιδείς τι έκαμε ο ελ στοκάρε!!
  1. - Τι ψάχνεις να βρεις, αφού το άτομο είναι ελ στοκαδόρ!

  2. - Άμα είσαι ελ στοκαδόρ, τι να τα κάνεις τα λεφτά!!!

  3. - Φάε έναν ελ στοκάρε!!!

Βλ. και στοκαμπίλιτι, Στόκεμον

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκανδιναβικής προελεύσεως ξανθός, τερατώδης, φοβιστικός, άρειος νεανίας ανω των 150 kgr, ύψους 2m και άνω, με μύες Σβαρτσενέγκερ και IQ 0,3 και κάτω!!!

  1. Την έπεσα σε μια σουηδέζα, αλλά είχε μαζί και ένα ούργκεν που με κυνηγούσε να με πλακώσει!!

  2. Πάω γυμναστήριο για να γίνω ούργκεν!!

  3. Φάε ενα ούργκεν!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified