Όταν αναφέρεται σε μηχανήματα (συνήθως μοτό ή αυτοκίνητα), σημαίνει ότι το εν λόγω όχημα ή μηχάνημα είναι για τον πούτσο. Δε μετράει.

  1. Στο φανάρι της παραλιακής:
    - Μεγάλε τα στήνουμε;
    - Πάρε ρε φίλε το κλαστήρι σου από 'δω και πέτα το.

  2. Στην Ε.Ο. Αθηνών - Κορίνθου:
    - Κοίτα το μαλάκα με το κλαστήρι. Με 50 στο αριστερό ρεύμα!

βλ. και καβουρδιστήρι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά την λαϊκή παροιμία: «Με στραβό αν κοιμηθείς, το πρωί θα αλληθωρίσεις».

Ο όρος έχει δύο σημασίες, ανάλογα με το εάν αναφέρεται σε άνδρες (κλειτοριδομούρης), ή γυναίκες (κλειτοριδομούρα). Χρησιμοποιείται και ως κλειτοριδόφατσα αλλά σπανιότερα.

Ορισμοί:

  1. Ανήρ: Κλειτοριδομούρης είναι ο ανήρ ο οποίος επιδίδεται συχνά - πυκνά εις το ευγενές άθλημα της αιδοιολειχίας (βλ. γλειφομούνι). Λόγω παρατεταμένης και συνεχούς επαφής του προσώπου του με την κλειτορίδα, ο εκφέρων τον χαρακτηρισμό, υπονοεί ότι τείνει η πρόσοψις του να ομοιάσει με το εν λόγω όργανον.

  2. Γυνή: Χαρακτηρίζει την τριβάδα. Κλειτοριδομούρα είναι η γυνή η οποία τυγχάνει ομοφυλόφιλη και ως εκ τούτου έρχεται συχνά εις επαφήν με την κλειτορίδα της συντρόφου της.

  1. - Και δε μου λες ρε Βαγγέλη, αφού δε σου τον παίρνει στο στόμα η Σούλα εσύ συνεχίζεις τα γλειφομούνια; - Ναι ρε, αφού τη βρίσκει το μωράκι.
    - Άντε ρε κλειτοριδομούρη. Πες καλύτερα ότι τη βρίσκεις εσύ.

  2. - Ωραίο παιδί Μάκη. Πάω να την πιάσω στο μπλα μπλα.
    - Κάτσε κάτω ρε. Κλειτοριδομούρα είναι. Την έχω δει με τη δικιά της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο: «Βαλβολίνης».

Οι τύποι που συχνάζουν τα καλοκαίρια κυρίως στις παραλίες της Αττικής και πασαλείφονται με κάθε λογής έλαια (αντηλιακά ή άλλα). Το κριτήριο επιλογής του αντηλιακού τους δεν είναι ποτέ ο δείκτης προστασίας του, αλλά το πόσο πυκνόρρευστο είναι, πόσο γυαλίζει και για πόσο διάστημα, αφού ο σκοπός τους δεν είναι η προστασία τους από την ηλιακή ακτινοβολία. Απλά θεωρούν ότι όσο περισσότερο γυαλίζει το κατά τη γνώμη τους αγαλματένιο κορμί τους, τόσο καλύτερη είναι η επίδειξή του, παρ’ όλες τις μπάκες και τα προκοίλια που διαθέτουν. Έτσι ποσώς ενδιαφέρονται αν αλείψουν το σώμα τους με κάποιο καλό αντηλιακό ή με βαλβολίνη.

Πολλές φορές, αν και έχουν περάσει τα ...ήντα συνεχίζουν να πασαλείφονται και να παίζουν ρακέτες ασταμάτητα. Το φαινόμενο έτεινε να πάρει κοινωνικές διαστάσεις στην δεκαετία του 90, όταν η συγκεκριμένη συνομοταξία πουροτεκνών κυκλοφορούσε σε υπερβολικά μεγάλο αριθμό στον Άγιο Κοσμά και στον Αστέρα, ενώ στην αδελφότητα παρατηρούσε κάποιος και αρκετά νέα μέλη κάτω των 30, οι οποίοι τη σημερινή εποχή συνεχίζουν επάξια το δρόμο που άνοιξαν οι πρωτοπόροι και μέντορές τους.

Η αναγνώρισή τους είναι πολύ εύκολη μέσα στο συνωστισμό που επικρατεί συνήθως στις εν λόγω πλαζ, από τα πιο κάτω χαρακτηριστικά:
1. Γυαλίζουν από μακριά.
2. Το χρώμα του δέρματός τους είναι κάτι σαν σοκολατί.
3. Κυκλοφορούν με μικροσκοπικά μαγιό.
4. Συνήθως φορούν χρυσές καδένες στο λαιμό και στα χέρια.
5. Είναι κατά το μεγαλύτερο ποσοστό τους μεσήλικες και άνω.
6. Φορούν εξεζητημένα γυαλιά ηλίου.
7. Παίζουν μανιωδώς ρακέτες με ομόσταυλούς τους λαδωμένους.
8. Δεν παλουκώνονται ποτέ, ενώ σπανίως μπαίνουν στη θάλασσα.

  1. Οι φιλενάδες:
    - Μαρία, ήταν καλά εχθές στην πλαζ;
    - Τι καλά ρε Τζένη. Δεν έφτανε το 1 εκατομμύριο κόσμος, ήταν και κάτι λαδωμένοι και παίζανε ρακέτες από πάνω μας 4 ώρες. Μας πρήξανε οι μαλάκες.

  2. - Κοίτα τον λαδωμένο. Δυόμιση ώρες ρακέτες το πουρό κι εμείς παίζουμε 5 λεπτά και τα φύγουμε ρε Γιώργο.
    - Χέσε μας ρε. Ασ' τους να κοπανιούνται και πάμε στην καντίνα να πάρουμε κανένα μπυρόνι.

xecutive... (από HODJAS, 16/04/10)(από Vrastaman, 16/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λασποχώραφο είναι το μη εύκολα καλλιεργήσιμο χωράφι. Αυτό που δεν αποδίδει. Σαν όρος με τη μεταφορική του έννοια, χρησιμοποιείται από άνδρες σε αντροπαρέες για τον χαρακτηρισμό της άσχημης ή μη άξιας λόγου γυναίκας όσον αφορά το σεξ. Επίσης, πιο σπάνια, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως απαξιωτικός χαρακτηρισμός αναφορικά με τη νοημοσύνη κάποιου.

Καθόμασταν με το Γιώργο και πίναμε καφέ. Και περνάει μια γκόμενα, θεά. Περπάταγε και ραγίζανε τα τσιμέντα. Τη χάζευε όλο το μαγαζί. Και γυρνάει ο δικός μου και μου λέει: «Ρε Μήτσο, κοίτα τι γαμάει ο κόσμος κι εμείς κάθε μέρα στο λασποχώραφο», εννοώντας τη γυναίκα του. Πνίγηκα από τα γέλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορισμός: (από εδώ)

Μάκτρο, το:

  1. (λόγ.) καθετί, ιδίως κομμάτι από ύφασμα, που το χρησιμοποιούν για να καθαρίζουν κτ.
  2. (στρατ.) ξύλινο κοντάρι στο οποίο προσαρμόζεται κυλινδρική ψήκτρα με την οποία καθαρίζεται ή λιπαίνεται το κοίλο του σωλήνα των πυροβόλων.

Όποιος έχει υπηρετήσει στα τεθωρακισμένα (όπως ο γράφων), ή στο πυροβολικό, σίγουρα το ξέρει.

Παραφράζοντας την κυριολεκτικήν έννοιαν της λέξεως και αξιοποιώντας τον όποιον συνειρμόν προκαλεί η είσοδος μιας ράβδου μήκους 3 μέτρων (μάκτρον) εις την οπήν πυροβόλων όπλων των τεθωρακισμένων οχημάτων και η παλινδρόμησις της ράβδου ταύτης με σκοπό την λίπανσην του εν λόγω πυροβόλου, αι οπλίται χρησιμοποιούν τη λέξιν εις την φράσιν «θα σε περάσω μάκτρο», υπονοώντας την γενετήσιαν πράξιν. Επιπροσθέτως, και λόγω του ότι όλοι απολύονται (κάποια στιγμή) εκ του στρατεύματος, η χρήσις της φράσεως ως άνωθεν έχει επεκταθεί και εκτός των τειχών των στρατοπέδων.

  1. Στο στρατό:
    - Ρε μαλάκα θαλαμοφύλακα! Πες στο ποντίκι δίπλα σου να σταματήσει να ροχαλίζει γιατί θα το περάσω μάκτρο νυχτιάτικα.

  2. Στη δουλειά:
    - Αν πάρει χαμπάρι ο διευθυντής τι μαλακία έκανες, θα σε περάσει μάκτρο.

(από dimitriosl, 23/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός από τη μαρίδα (κοινώς νεολαία) για τόπο, πόλη, κατάστημα, ή σημείο όπου ο μέσος όρων ηλικίας των θαμώνων ή όσων κατοικούν εκεί είναι κοντά στον μέσο όρο ζωής. Η λέξη προέρχεται από το ότι η χρήση τεχνητής οδοντοστοιχίας σε αυτές τις ηλικίες θεωρείται δεδομένη.

Χαρακτηριστικά μασελάδικα:

  • Αιδηψός,
  • Καμένα Βούρλα,
  • Αλυσίδα καφέ «ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ» (για τους παλιότερους),
  • Καφέ Μεγάλη Βρετανία (Στο Σύνταγμα),
  • Παπαγαλίνο καφέ (για κάποιους).
  1. - Ρε Γιώργο, κάθε χρόνο τις μισές διακοπές στην Αιδηψό θα τις περνάς;
    - Ναι ρε πούστη μου. Κάθε χρόνο με τους γονείς μου, ακολουθάμε τον παππού στην στο μασελάδικο.

  2. - Μαίρη, ξεποδαριαστήκαμε. Δεν καθόμαστε για έναν καφέ;
    - Καλά είσαι σοβαρή; Στο μασελάδικο το Παπαγαλίνο θα κάτσω; Πάμε πιο κάτω να καθίσουμε, να χαζέψουμε και κανένα τεκνό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναφές με το με πάει γαμιώντας, αλλά με διαφορετική έννοια. Όχι απλά πάνε όλα στραβά (γαμιώντας), αλλά πάνε όλα πίσω. Από το κακό στο χειρότερο, αν μιλάμε για κλίμακα του τύπου «κακό, χειρότερο, σκατά, απόσκατα» κ.ο.κ.

- Πώς τα πάτε στη δουλειά;
- Γάματα. Με την όπισθεν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύντμησή του, το «ΜΙΨΩΜΕΞ».

Πιο ευγενικά: Μικρό πουλί, μεγάλη εξάτμιση.

Χρησιμοποιείται αποκλειστικά για το χαρακτηρισμό ατόμων (λοβοτομημένων συνήθως) που έχουν ως όνειρο ζωής τους την τοποθέτηση στο αυτοκίνητό τους (πολλές φορές αμφιβόλου κυβισμού ή / και ιπποδύναμης), εξάτμιση η οποία ίσως και να κοστίζει όσο το ίδιο το όχημα.

Με τη χρήση της φράσης υπονοείται πως ο χαρακτηριζόμενος αντιμετωπίζει το αυτοκίνητό του ως υποκατάστατο του ελλιπούς ανδρισμού του.

Συνήθως οι εν λόγω εξατμίσεις ξεχωρίζουν διότι, εκτός του μεγέθους τους, παρέχουν και χαρακτηριστικό θόρυβο (πάντα άνω του επιτρεπόμενου), ο οποίος θυμίζει αυτόν που κάνουν οι πυροσωλήνες εκτόξευσης ρουκετών εδάφους - αέρος. Συνήθως χρησιμοποιείται από τρίτους οι οποίοι ενοχλούνται από τη δεδομένη ηχορύπανση που παράγεται εκ της εξατμίσεως.

Πολλές φορές ο χαρακτηρισμός δεν περιορίζεται μόνο στην εξάτμιση, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και με πιο γενικευμένη έννοια, όσον αφορά τα διάφορα αξεσουάρ που φοράει κάποιος στο αυτοκίνητό του.

  1. «ΒΡΟΥΟΥΟΥΟΥΟΥΟΟΟΟΟΟΟΟΥΟΥΟΜΜΜ!»
    - Ρε το μαλάκα. Το γκαζώνει κιόλας. Ξύπνησε τη μισή Πανόρμου.
    - Τι ψάχνεις ρε κολλητέ. ΜΙΨΩΜΕΞ άτομο.

  2. - Φιλενάδα, θα βγεις με το Χάρη τελικά;
    - Είσαι καλά ρε μαλάκα; Αυτός είναι μικρή ψωλή, μεγάλη εξάτμιση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δύο ορισμοί με επικρατέστερο τον πρώτο.

  1. Τοπογραφικός: Το μέρος στο οποίο παρευρίσκονται υπεράριθμαι γκόμεναι. Η χαρά του καβλωμένου. Ο παράδεισος του άνδρός. Βλ. και μουνόλακκος.

  2. Μετεωρολογικός: (απίθανος σε αυτό τον κόσμο) Όταν πνέουν άνεμοι ισχυροί συνοδευόμενοι από ιπτάμενα αιδοία, ή βρέχει καταρρακτωδώς αιδοία.

Καλά, ρε φίλε, τι μουνοθύελλα ήταν κι αυτή εχθές; Τόσες γκόμενες δεν είχαν ξαναπεράσει από το μαγαζί ποτέ. Έπαθα πλάκα.

(από patsis, 30/03/11)(από patsis, 30/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνδρας ο έχων καράφλα, αλλά που, ως παλαιός ροκάς, συνεχίζει να συντηρεί τη χαίτη του Mel Gibson προερχόμενη από τα 80'ς. Το θέαμα που παρουσιάζει είναι από κουτό ως γελοίο, μιας και η αρχή του τριχωτού της κεφαλής του έχει μετατοπισθεί από την κορυφή του σκαλπ, λίγο πιο πάνω από το επάνω μέρος των αυτιών του. Ειδικά αν είναι και hardrock άτομο και φοράει και τίποτα μπλουζάκια «AC/DC», τότε είναι όλα τα λεφτά.

Κοιτάξτε γύρω σας στο συνωστισμό. Θα δείτε κάποιους μπουκλοκάραφλους σίγουρα.

κατά τα Ημιζ, \'του Μπόζο η καράφλα\'... (από godfatherfunk, 24/10/12)

βλ. και καραφλοχαίτουλας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified