Καμία σχέση με απώλεια μέλους.

Έννοιες:

1) Κου-λή. Η αδελφή του Μπους λη

2) Μωρή κουλή: Σε γυναικοπαρέες (και όχι μόνο), αποκαλείται συνήθως η χαζή, η βλαμένη.

3) Μωρή κουλή: Μεταξύ ξεφωνημένων ομοφυλόφιλων ή τραβεστί, αποκαλείται αυτή που λέει κάποια μαλακία.

- Φιλενάδα, θα κάνω πλαστική στα χείλη.
- Τι λες, μωρή κουλή; Πάλι πλαστική; Προχθές δεν έκανες προσθετική στο στήθος;

(από Khan, 20/05/14)(από Khan, 22/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που εναγωνίως προσπαθεί να φτιάξει μια καθωσπρέπει εικόνα για τον εαυτό του με απώτερο σκοπό την πλήρη αποδοχή του από τους υπόλοιπους. Ποτέ δε θα διαφωνήσει με κάποιον κι αν το κάνει το ύφος του θα είναι απόλυτα κόσμιο και με όλους τους τύπους που υπαγορεύει το savoir-vivre. Πάει πάντα με τα νερά του συνόλου προσπαθώντας όσο μπορεί να τοποθετείται ανάμεσα σε όλες τις διαφορετικές απόψεις που τυχόν θα παρουσιαστούν.

  2. Στο χώρο των καλιτεχνών χρησιμοποιείται ως χαρακτηρισμός κυρίως για τραγουδιστές οι οποίοι αναμασούν ή, κατά τους ιδίους, διασκευάζουν και ερμηνεύουν τα ιερά και τα όσια του ελληνικού τραγουδιού. Οι εν λόγω καλιτέχνες με δεδομένη τη δημιουργική στειρότητά τους, κόπτονται κατ' αρχήν για το σουξέ και την επιτυχία περισσότερο παρά για το τραγούδι. Έτσι διαλέγουν ένα καταξιωμένο τραγούδι από τα πολλά υπέροχα του Ελληνικού ρεπερτορίου, βάζοντάς του φωνητικά από διάφορες γκόμενες και άλλα πρόσθετα υποκατάστατα στην ύστατη προσπάθειά τους να το αποδώσουν με τον δικό τους τρόπο. Το αποτέλεσμα είναι συνήθως να του γαμάνε τη μάνα.

Το video του Πανούση είναι όλα τα λεφτά - δες παρακάτω.

«Το νταλαροειδές ονόματι Bono δε μου είναι ιδιαίτερα συμπαθές...το δε συγκρότημα έχει χάσει πλέον τη μουσική μου εκτίμηση, με όσα έχει καταθέσει δισκογραφικά εσχάτως (όπου εσχάτως, εννοώ καμιά 10ετία περίπου). Κρατάω την παρελθοντική τους τραγουδοποιία και προχωράω παρακάτω...»

Δες και νταλάρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εκφέρων την φράσιν βασίζεται εις τας εξής τρεις παραδοχάς:

Παραδοχή Α: Εις τον συνομιλητήν του είναι αυτονόητος ο συνειρμός που προκαλείται από το σχήμα ή/και το μέγεθος του εν λόγω ζαρζαβατικού, ο οποίος κατ' εμέ είναι προφανής. Πάντως δια λόγους πληρότητος του ορισμού της φράσεως, αλλά και επειδή υπάρχει περίπτωσις, οι επισκέπται ή/και χρήσται του παρόντος ιστοτόπου να είναι αγαθώς σκεπτόμενοι συνάνθρωποί μας, αναφέρω το εξής: το αγγούρι ομοιάζει με ανδρικόν σεξουαλικόν όργανον. Κοινώς μαλαπέρδα (οποία έκπληξις !!!!).

Παραδοχή Β: Υπάρχει κάποιο σημείο, το οποίον ημπορεί να είναι περιβόλι, μποστάνι ή τόπος γεωγραφικώς προσδιοριζόμενος, σπαρμένος με ώριμα, ευμεγέθη και αυτοβούλως δρώντα αγγούρια - μαλαπέρδες, τα οποία αναμένουν εναγωνίως κάποιον/-α γυμνό, στου οποίου τον πάτο θα εισβάλουν.

Παραδοχή Γ: Ο συνομιλητής του είναι τουλάχιστον κατά το ήμισυ γυμνός. Ειδικώς δεν φέρει εσώρουχο και πολύ περισσότερο πανδαλόνι/φούστα και δύναται να διασχίσει το σημείο όπως αυτό περιγράφεται εις την παραδοχήν Β#.

Οπότε, και βάσει των ανωτέρω παραδοχών, η φράσις χρησιμοποιείται ως εκ των προτέρων προσδιορισμός της έκβασης μιας υπόθεσης ή ως προειδοποίησις προς τον συνομιλητήν, υποδηλώνοντας ότι με τις πράξεις του ή τις ενέργειες στις οποίες προτίθεται να προβεί, θέτει εαυτόν εις μέγιστον κίνδυνον να του ξεσκιστούν τα κωλοβάρδουλα, αφού δεν θα του μπει ένα μόνο, αλλά τουλάχιστον ένα μποστάνι αγγούρια εις τον πάτον.

  1. - Φίλε, θα πάω να ζητήσω αύξηση από το αφεντικό.
    - Πού πας ρε ξεβράκωτος στα αγγούρια... Αφού σε έχει στη μπούκα.

  2. Που πάτε ρε μαλάκες ξεβράκωτοι στα αγγούρια δίχως αμυντικά χαφ στο old trafford;

  3. Φίλε, ξεβράκωτοι στα αγγούρια πάμε με τη μαλακία τη διαφήμιση που λανσάρουμε το τελευταίο δίμηνο.

  4. - Θα την πέσω στη Μαρία, κολλητέ.
    - Πού πας ρε κακομοίρη ξεβράκωτος στα αγγούρια. Θα φας χυλόπιτα.

  5. Πάει ο πρωθυπουργός ξεβράκωτος στα αγγούρια να ζητήσει οικονομική στήριξη από την Ε.Ε. Αφού μας έχουνε πάρει χαμπάρι οι Ευρωπαίοι ρεεεεεεε!»

(από dimitriosl, 26/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται μεταφορικά για τον χαρακτηρισμό της ανέραστης γυναίκας ή της μη άξιας λόγου αναφορικά με το σεξ. Βλ. λασποχώραφο.

Ρε συ, ούτε να την κοιτάξεις αξίζει, όχι να τη γαμήσεις. Αυτή είναι ξέρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Δ.Ο.Υ.

Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία.

Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών.

Πέρασα από το ξεφραγκάδικο το πρωί και ακούμπησα τη 2η δόση του φόρου. Μας έχουν πιει το αίμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποδηλώνει στάση του σώματος κατά την οποία τα οπίσθια προτείνονται προς χρήση. Είναι το αποτέλεσμα του ρήματος τουρλώνω, όταν βέβαια αναφέρεται στα οπίσθια (βλ. κώλος). Ορθόκωλα μπορεί να βρεθεί κάποιος / κάποια, είτε ηθελημένα (σεξουαλική στάση), είτε παρά τη θέλησή του (κωλονοσκόπηση, μπρρρρ !!!!).

  1. Καλά ρε φίλε, όλο τον ιεραπόστολο παίζεις; Βάλε ρε κανένα μαξιλάρι και στήσε την ορθόκωλα να πει τον δεσπότη Παναγιώτη.

  2. Πανάγος: - Καλημέρα Μήτσο. Πώς πάει η σπορά;
    Μήτσος: - Καλά ρε Παναγή. Με βοηθάει και η γυναίκα μου.
    Πανάγος: - Είναι εδώ ρε; Και πού έχει πάει;
    Μήτσος: - Δεν την βλέπεις; Ορθόκωλα στο χωράφι, μαζεύει χόρτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ότι ο παθών, αυτός του οποίου το πορτοφόλι επάρθη, πιάστηκε κορόιδο σε υπερθετικό βαθμό. Όχι απλά πιάστηκε κορόιδο αλλά και δεν πήρε χαμπάρι τίποτα.

Γήπεδο:
- Πώς πας να πλασάρεις έτσι ρε; Σου πήρε το πορτοφόλι ο τερματοφύλακας. Παλτό, ε παλτό.

Τάβλι:
- Ρε φίλε, τον είχα κλείσει και πέρναγε μόνο με 2 και 6.
- Και;
- Τι και; Και το φέρνει ρε ο κωλόφαρδος και μου παίρνει το πορτοφόλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική ερώτηση προς ευτραφείς έως βουνό γκόμενες και όχι μόνο.

Η χρήση του, εκτός από αγενής, δύναται να αποβεί επικίνδυνη ή και μοιραία, μιας και είναι πολύ πιθανό αντί για απάντηση ο ερωτών να εισπράξει ένα εισιτήριο για το ΚΑΤ.

Σχεδόν πάντα συνοδεύεται από ερωτηματικό, εκτός και αν χρησιμοποιείται για περιγραφή σε τρίτο πρόσωπο.

Στο δρόμο:
Μάκης: - Ρε μαλάκα κοίτα ένα βουνό που περνάει.
Λάκης: - Κοπελιά, παλεύουμε;
Κοπελιά: - @*!^#$)+!%» ΦΑΠ, ΜΠΑΟΥΜ ΦΑΠ ΦΑΠ
Λάκης: - Βοήθεια ρε Μάκη, θα με σκοτώσει η αρκούδα.
Κοπελιά: ΦΑΠ ΦΑΠ ΦΑΠ
Μάκης: - Άσ' τον κάτω μωρή
Κοπελιά: ΦΑΠ ΦΑΠ ΦΑΠ ΦΑΠ ΦΑΠ ΦΑΠ ΦΑΠ (φεύγει)
Μάκη: - Ρε φίλε τι βρωμόξυλο, ήταν αυτό; Μας γάμησε. Άλλη φορά μαλακίες τέτοιες, μόνος σου.

(από dimitriosl, 23/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλαδή δεν πέθανα ακόμη.

  1. Ηλικιακός προσδιορισμός που αποδίδεται σε υπερήλικες. Υπονοείται ότι ο χαρακτηριζόμενος /-η είναι ένα βήμα πριν τον Άγιο Πέτρο.

  2. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την απελπιστική κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος (με το ζόρι επιβιώνει). Είτε αυτή είναι επαγγελματική, είτε οικονομική, είτε συναισθηματική.

  1. - Η θεία σου πόσων ετών είναι;
    - Πάνω από το χώμα μεγάλε. Η ταυτότητά της έχει λιώσει.

  2. - Τι γίνεται ρε Πολύδωρε; Πώς τα πας;
    - Πάνω απ' το χώμα. Επιβιώνω.

(από dimitriosl, 22/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εννοηθεί ότι ο ομιλών έχει τα αρχίδια του έτοιμα στον δίσκο και τα προσφέρει στον συνομιλητή του σαν σοκολατάκια φερέρο ροσέ σε δεξίωση.

Η φράση υποδηλώνει ότι ο εκφέρων, είναι σε θέση ισχύος έναντι του συνομιλητή του σε κάποια ενδεχόμενη αντιπαράθεση, ή ότι αντί του ζητούμενου ο συνομιλητής του θα πάρει αρχίδια.

Χρήσεις / παραλλαγές:

  1. «πάρε τα αρχίδια μου»

Σκέτα δίχως παρελκόμενα.

  1. «πήρα τα αρχίδια μου/πήραμε τα αρχίδια μας»

Εδώ ο ομιλών χρησιμοποιεί τη φράση για να περιγραφεί το ελλιπές αντίτιμο της προσπάθειας, ή η ατυχής έκβαση κάποιας υπόθεσης του ιδίου.

Συναφές / συνώνυμο: πήρα τον πούλο

  1. «πάρε τα αρχίδια μου και τρέχα»

Δεν διευκρινίζεται η κατεύθυνση προς την οποία θα τρέξει το υποκείμενο, ούτε και η απόσταση. Η αθλητική υπόσταση της φράσης δίνει περισσότερη έμφαση.

  1. «πάρε τα αρχίδια μου και πήδα»

Κι εδώ δεν διευκρινίζεται το είδος του άλματος. Μπορεί να είναι επί κοντώ, τριπλούν, εις ύψος, ή και εις μήκος. Άλλη μια χρήση με αθλητική χροιά, εκτός εάν θεωρηθεί ότι τα αρχίδια μπορεί να χρησιμοποιηθούν ως σχοινάκι. Χρησιμοποιείται και αυτή για να αποδοθεί μεγαλύτερη έμφαση.

  1. «πάρε τα αρχίδια μου και τσούλα»

Και αυτή η μορφή χρησιμοποιείται για να προσδοθεί μεγαλύτερη έμφαση. Πολύ πιθανόν τα αρχίδια να χρησιμοποιούνται ως τροχήλατο μεταφορικό όχημα, ή απλά ως κυλιόμενα σφαιρίδια.

  1. «πάρε τα αρχίδια μου και κάνε τα κορνίζα»

Απόδοση με χιουμοριστική τάση, η οποία μπορεί να αντιμετωπιστεί και ως διακοσμητική άποψη.

  1. «πάρε τα αρχίδια μου και προχώρα»

Σε αυτή τη μορφή, τα αρχίδια ενδεχομένως να παίζουν ρόλο παπουτσιών, μαγκούρας, διαφόρων αξεσουάρ βαδίσματος, ή/και ποδιών.

  1. «πάρε τα αρχίδια μου και τόκισέ τα»

Αυτή η χρήση ως επενδυτική συμβουλή, προτρέπει κοροϊδευτικά τον συνομιλητή να επενδύσει στα αρχίδια του ομιλούντος, αφού έτσι κι αλλιώς τοκίζοντας αρχίδια, αρχίδια τόκο θα λάβει.

  1. - Ρε φίλε, θα μου δανείσεις 1000€;
    - Πάρε τα αρχίδια μου ρε λαμόγιο. Μας έχεις δαγκώσει όλους στην παρέα.

  2. - Γιώργο, ζήτησες την αύξηση που λέγαμε από το διευθυντή;
    - Ναι. Και πήρα τα αρχίδια μου.

  3. Παίξαμε φουλ επίθεση την Κυριακή και πήραμε τα αρχίδια μας.

  4. - Ρε, αυτό το κομμάτι που έφραξες είναι δικό μου οικόπεδο.
    - Αφού δεν έχεις συμβόλαιο ρε. Πάρε τα αρχίδια μου και τρέχα τώρα.

  5. - Μεγάλε, εγώ μαλάκας είμαι που περιμένω μισή ώρα με τα αλάρμ; Τι έρχεσαι και χώνεσαι στο πάρκινγκ έτσι;
    - Πάρε τα αρχίδια μου και πήδα ρε. Ας προλάβαινες.

  6. - Θα σου κάνω μήνυση.
    - Δεν έχεις μάρτυρες. Πάρε τ' αρχίδια μου και τσούλα.

  7. - Ρε Μάκη θα μου βρεις εισιτήρια για το ματς;
    - Τώρα που το θυμήθηκες Μητσάρα, πάρε τα αρχίδια μου και κάν' τα κορνίζα.

  8. - Αφεντικό, κανένα μετρητό θα πέσει γαμώ την οικοδομή;
    - Πάρτε τ' αρχίδια μου και τοκίστε τα ρε. Αφού ο ιδιοκτήτης δεν έφερε το χρήμα ακόμη.

1.25. Δεν μπα να θέλεις ό,τι θες... (από Khan, 27/03/10)Κύριε πρέσβη μας κακομαθαίνετε. (από Galadriel, 29/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified