Εγώ τον πιάνω / έπιασα, εσύ τον πιάνεις / έπιασες, αυτός τον πιάνει / έπιασε μαλάκα.

Εμείς τους πιάνουμε / πιάσαμε εσείς τους πιάνετε / πιάσατε, αυτοί τους πιάνουνε / πιάσανε μαλάκες.

Επ' ουδενί δεν πρέπει να αποδοθεί στη φράση η έννοια του αγγίζειν. Διότι εκτός του ότι τον μαλάκα δεν τον πιάνει τίποτα, η φράση χρησιμοποιείται ως εναλλακτική απόδοση του «πιάνω κορόιδο», αλλά με πολύ μεγάλη έμφαση στο κορόιδο. Δηλαδή τόσο κορόιδο, ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΜΑΛΑΚΑΣ.

Άπειρα τα παραδείγματα ....
1. Μας πιάσανε μαλάκες και τους ψηφίσαμε.
2. Καλά ρε, έδωσες 4000€ γι' αυτό το κλαστήρι; Μαλάκα σε πιάσανε φίλε. 3. Μωρή, αφού πιάστηκα μαλάκας και σε παντρεύτηκα, καλά μου κάνεις. 4. Κάποιον θα βρω να πιάσω μαλάκα να του πασάρω το οικόπεδο πριν φουσκώσει το ρέμα και γίνει ποτάμι. 5. Ρε αφού είναι άσχετοι. Πιάστε τους μαλάκες και πουλήστε τους τις φούσκες. 6. Πιάστηκα μαλάκας φιλενάδα και το πλήρωσα για Chanel κ.ο.κ.

(από dimitriosl, 22/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πλήρης φράση είναι: πίσω αδέρφια, πέσαμε σε τσιμπούκι.

Προέρχεται από το κλασικό παλαιό ανέκδοτο με τα σπερματοζωάρια. (Για όσους δεν το ξέρουν το παραθέτω στο τέλος).

Χρησιμοποιείται για να δείξει πως ενώ είμαστε σίγουροι για το αποτέλεσμα των προσπαθειών μας ή των ενέργειών μας ή μιας εν εξελίξει υπόθεσης μας, κάτι συμβαίνει και πάνε όλα κατά διαβόλου.

All time classic:

Τα σπερματοζωάρια περιμένουν στα αρχίδια ενός τύπου να ανάψει πράσινο για να τρέξουν να γονιμοποιήσουν το ωάριο. Όσο περιμένουν έχουν πέσει με τα μούτρα στη γυμναστική. Κάθε ένα από αυτά θέλει να είναι αυτό που θα γονιμοποιήσει το ωάριο. Μεταξύ τους όμως ξεχωρίζει ένα σπερματοζωάριο, ο Μήτσος, το οποίο είναι μακράν το πιο γυμνασμένο και φορμαρισμένο από όλα. Ξαφνικά εκεί που γυμνάζονται πυρετωδώς, σημαίνει συναγερμός και το πράσινο φως αρχίζει να αναβοσβήνει. Ο ιδιοκτήτης τους είναι έτοιμος να εκσπερματώσει. Τα σπερματοζωάρια μπαίνουν αμέσως στη γραμμή και όταν δίνεται το σήμα ξεκινούν τρέχοντας ποδοπατώντας το ένα το άλλο. Όμως ο Μήτσος τα προσπερναέι όλα σαν σταματημένα και σε μηδέν χρόνο εξαφανίζεται από μπροστά τους, τρέχοντας σαν τον άνεμο. Τα υπόλοιπα παρόλο που ξέρουν ότι ο Μήτσος θα είναι σίγουρα πρώτος δε σταματούν τον αγώνα και συνεχίζουν να τρέχουν προς την έξοδο. Ξαφνικά και ενώ φτάνουν στην έξοδο, βλέπουν το Μήτσο να τρέχει πανικόβλητος προς τα μέσα, αντίθετα στο ρεύμα. Περνώντας δίπλα τους, κάποιο του φώναξε: «Ρε Μήτσο που πας ρε αντίθετα στο μονόδρομο;» Και ο Μήτσος: «ΠΙΣΩ ΑΔΕΛΦΙΑΑΑΑ ΠΕΣΑΜΕ ΣΕ ΤΣΙΜΠΟΥΚΙΙΙΙΙΙ»

  1. - Τι έγινε ρε εχθές; Έφαγες χυλόπιτα από την Ελένη;
    - Όχι αλλά άκου τι έπαθα: Όσο καθότανε στη μπάρα το σκεφτόμουνα. Κάποια στιγμή το αποφασίζω και σηκώνομαι να πάω να της μιλήσω. Αλλά μόλις φτάνω 2 μέτρα πριν, βλέπω ένα χέρι και της πιάνει τον κώλο. Όπα !!! Πίσω αδέλφια, πέσαμε σε τσιμπούκι. Κάνω μεταβολή και ξανακάθομαι στο τραπέζι μου. Δεν είχα πάρει χαμπάρι ρε πως ήτανε με τον τύπο που καθότανε δίπλα της. Ένα κτήνος 2 μέτρα φίλε.

  2. Αφεντικό: «Γιώργο σφίξε άλλο λίγο τι βίδα και τελειώσαμε»
    Γιώργος (Αφού την παραέσφιξε και έσπασε): «Πίσω αδέλφια. Την κάτσαμε τη βάρκα. Έσπασε.».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νησί Μύκονος, όπου κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, εκτος άλλων, αποτελεί κοινό τόπο προορισμού ομοφυλόφιλων.

- Πάμε Μύκονο το καλοκαίρι;
- Πας καλά ρε; Στο πουστράδικο δεν πατάω. Να τον φάμε στα γεράματα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη από τις «πούτσα» (το ανδρικό μόριο) και «χαμπέρι» (στα τούρκικα τα νέα). Χρησιμοποιείται ως όρος για τις συζητήσεις μεταξύ ανδρών σε ανδροπαρέες, ή για τα νέα που αφορούν μια ανδροπαρέα.

-Ρε συ έλα να δούμε το ματς με τους άλλους… Να βρεθούμε όλοι μαζί, να πιούμε καμιά μπύρα και να πούμε και κανένα πουτσοχάμπερο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουδεμία σχέση με το γεγονός της πτώσεως.
Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει απαξίωση σε μεγαλόστομες εξαγγελίες, υποσχέσεις, ή απειλές.

  1. - Φίλε, πάω για μεγάλο bonus εφέτος. Έχω πιάσει τους στόχους ήδη.
    - Σιγά μην πέσεις ρε. Η εταιρεία φουντάρει κι εσύ ψάχνεις για μπόνους.

  2. «Δεσμευόμαστε ότι θα προστατεύσουμε το εισόδημα του μισθωτού και του συνταξιούχου....»
    - Σιγά μην πέσεις ρε. Ίδιες κουφάλες είσαστε όλοι.

  3. - Συνέχισε να με τσιτώνεις μέχρι να σε πλακώσω στις φάπες.
    - Σιγά μην πέσεις ρε. Εσύ θα με δείρεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος χρησιμοποιείται ως απαξιωτικός χαρακτηρισμός προσώπων.

Γενικά, σκατό πατημένο αποκαλείται κάποιος όταν ο εκφέρων τον χαρακτηρισμό θέλει να υποδηλώσει ή να τονίσει το χαμηλό επίπεδο της όποιας υπόστασης του χαρακτηριζόμενου. Είτε αυτή είναι διανοητική, είτε εμφανισιακή, είτε επαγγελματική.

  1. Άντε βρε σκατό πατημένο από 'δω. Που θα μου πεις ότι εγώ φταίω...

  2. Ρε Πάνο, π'ως ήταν έτσι αυτή η γκόμενα; Σκατό πατημένο δικέ μου.

  3. Ρε παιδιά, τί άσχετος είναι ο προϊστάμενος !!! Σκατό πατημένο και το παίζει και παντογνώστης...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κάποιον /-α του οποίου /-ας η εμφάνιση είναι πολύ άσχημη. Είτε λόγω φυσικής «ομορφιάς», είτε λόγω αισθητικής, είτε λόγω ένδυσης.

Αθηνά: - Ρε Μαρία πώς σου έκανε έτσι το μαλλί ο Τρύφωνας (Σαμαράς); Σπας καθρέφτες φιλενάδα!
Μαρία: - Δίκιο έχεις. Πάω να τα ξαναχτενίσω και αν με ξαναδεί, να μου γράψει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του «σφυρί» και «καλέμι».

Σε συνδυασμό με τον χαρακτηρισμό «εργάτης», χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την δυσκολία διείσδυσης στον κόλπο γυναίκας ο οποίος είναι σχεδόν σφραγισμένος λόγω παρατεταμένης αγαμίας. Εναλλακτικά χρησιμοποιείται και το κομπρεσέρ, ή το γεωτρύπανο, αλλά αυτά υποδηλώνουν μειωμένης έντασης προσπάθεια εκ μέρους του όποιου εισβολέα.

- Μάκη, τι θα γίνει ρε με την Κούλα; Θα της κάτσεις;
- Είσαι καλά ρε Σάκη; Αυτή θέλει σφυροκάλεμο. Τι είμαι ρε, εργάτης;

βλ. και μετροπόντικας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η προέλευσις του όρου δεν δύναται να διερευνηθεί πλήρως. Θα προσπαθήσω ωστόσο εκτός της εννοιολογικής και χρηστικής προσεγγίσεως, να αποδώσω και μίαν πιθανήν εκδοχήν της προελεύσεώς του, την οποίαν καταθέτω προς αξιολόγησιν.

Κατ' αρχήν η φράσις πάντα απευθύνεται σε ανθρώπους και μάλιστα σε πρώτο πρόσωπο. Έχει την έννοια προστακτικής προτάσεως, παρόλο που, συντακτικά, ουδεμίαν σχέσιν φαίνεται να έχει με την προστακτικήν. Χρησιμοποιείται ως παρότρυνσις προς τον συνομιλητήν όπως σιωπήσει, ή να πάρει τον πούλον, ή τέλος πάντων να κάνει τουμπεκίον καθ' οιονδήποτε τρόπον και δια οποιονδήποτε λόγον, αναλόγως της περιστάσεως και της ροής της συζητήσεως.

Αυτό που προβληματίζει ιδιαιτέρως, είναι η χρήσις του συγκεκριμένου φρούτου. Δια τί να χρησιμοποιείται η μπανάνα και όχι λ.χ. το αχλάδι ή το μήλο. Εάν η χρήσις εξωτικών φρούτων είναι επιτακτική, υποθέτω ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ο ανανάς ή η καρύδα. Εάν κάποιος συνδυάσει τη μπανάνα με τον κλωβόν, τότε συνειρμικά μπορεί να οδηγηθεί εις τα συμπαθή όντα πίθηκο, χιμπατζή, γορίλα κ.λπ. Κι' αυτό, λόγω του ότι τα εν λόγω ζώα χρησιμοποιούντο κατά κόρον προς τέρψιν του κοινού ή των ιδιοκτητών τους, εις δημόσια ή και ιδιωτικά θεάματα, μετά της χρήσεως κλωβών. Εάν κάνουμε την παραδοχήν αυτή, δηλαδή ότι στον όρο εννοούνται τα πιθηκοειδή, τότε οδηγούμεθα εύκολα εις το συμπέρασμα ότι, η χρήσις του όρου προς ανθρώπους ομοιάζει αυτούς με τα προαναφερθέντα συμπαθή ζώα. Και άρα, η φράσις, εκτός του ότι διατάζει τον συνομιλητήν όπως πάρει τον πούλον (όπως προανεφέρθη), τον χαρακτηρίζει και πιθηκοειδές ή, κατά μιαν έννοιαν, κάτι συναφές με τα πιθηκοειδή.

  1. Στην παραλία:
    - Κορίτσια, να σας αλείψω αντηλιακό;
    - Τη μπανάνα σου και στο κλουβί σου βρε φλώρε.

  2. Στο δρόμο:
    - Ρε ξεκωλιάρη, πώς περνάς έτσι ρε; Έτσι οδηγάνε στο χωριό σου ρε βλάχο; Αν κατέβω κάτω, θα σε σκίσω ρε μουνί. - Φιλαράκι, τη μπανάνα σου και στο κλουβί σου, γιατί αν κατέβεις κάτω θα σου τη βάλω στον κώλο.

(από dimitriosl, 23/03/10)

βλ. και τη ρόκα σου εσύ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλο ένα λήμμα με πολλαπλές χρήσεις και έννοιες. Η εννοιολογική απόδοσή του λήμματος εξαρτάται από το τι προηγείται της φράσης «τον κώλο του/μου». Πάντως σε κάθε περίπτωση η χρήση του, υποδηλώνει υπερβολή.

Όταν η συζήτηση αναφέρεται σε μεταφορικά μέσα, αυτοκίνητα, μοτοσικλέτες, τρένα, λεωφορεία, αεροπλάνα, σκάφη κ.λπ., και προηγείται η το ρήμα «πηγαίνω» σε οποιονδήποτε χρόνο, τότε η φράση χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την υπερβολική ταχύτητα του μέσου. (Παραδείγματα 1 & 2).

Όταν ο ομιλών αναφέρεται σε τρίτο πρόσωπο, ή στον εαυτό του και πριν από το εν λόγω λήμμα χρησιμοποιεί ρήμα που υποδηλώνει ότι κάτι κάνει ο ίδιος ή το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται, τότε χρησιμοποιείται ως απόδοση υπερβολής στο ρήμα που προηγείται. (Παραδείγματα 3 & 4).

  1. - Φώτη, το εργαλείο πάει καλά με το νέο μοτέρ;
    - Μεγάλε πάει τον κώλο του. Τι να σου λέω. 320 άλογα βγάζει.

  2. Πήγαμε Θεσσαλονίκη με τον Γιώργο. Ρε συ, αυτός πάει τον κώλο του. Ούτε 4 ώρες δεn κάναμε.

  3. Δεν ξαναπάω για ποτό με τον Παναγιώτη. Κάθε φορά πίνει τον κώλο του και γίνεται κωλοτρυπίδι.

  4. Αφού έφαγες τον κώλο σου το βράδυ. Πώς να μη σε πονάει το στομάχι σου απ' το πρωί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified