Υποδηλώνει στάση του σώματος κατά την οποία τα οπίσθια προτείνονται προς χρήση. Είναι το αποτέλεσμα του ρήματος τουρλώνω, όταν βέβαια αναφέρεται στα οπίσθια (βλ. κώλος). Ορθόκωλα μπορεί να βρεθεί κάποιος / κάποια, είτε ηθελημένα (σεξουαλική στάση), είτε παρά τη θέλησή του (κωλονοσκόπηση, μπρρρρ !!!!).

  1. Καλά ρε φίλε, όλο τον ιεραπόστολο παίζεις; Βάλε ρε κανένα μαξιλάρι και στήσε την ορθόκωλα να πει τον δεσπότη Παναγιώτη.

  2. Πανάγος: - Καλημέρα Μήτσο. Πώς πάει η σπορά;
    Μήτσος: - Καλά ρε Παναγή. Με βοηθάει και η γυναίκα μου.
    Πανάγος: - Είναι εδώ ρε; Και πού έχει πάει;
    Μήτσος: - Δεν την βλέπεις; Ορθόκωλα στο χωράφι, μαζεύει χόρτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δύο ορισμοί με επικρατέστερο τον πρώτο.

  1. Τοπογραφικός: Το μέρος στο οποίο παρευρίσκονται υπεράριθμαι γκόμεναι. Η χαρά του καβλωμένου. Ο παράδεισος του άνδρός. Βλ. και μουνόλακκος.

  2. Μετεωρολογικός: (απίθανος σε αυτό τον κόσμο) Όταν πνέουν άνεμοι ισχυροί συνοδευόμενοι από ιπτάμενα αιδοία, ή βρέχει καταρρακτωδώς αιδοία.

Καλά, ρε φίλε, τι μουνοθύελλα ήταν κι αυτή εχθές; Τόσες γκόμενες δεν είχαν ξαναπεράσει από το μαγαζί ποτέ. Έπαθα πλάκα.

(από patsis, 30/03/11)(από patsis, 30/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός από τη μαρίδα (κοινώς νεολαία) για τόπο, πόλη, κατάστημα, ή σημείο όπου ο μέσος όρων ηλικίας των θαμώνων ή όσων κατοικούν εκεί είναι κοντά στον μέσο όρο ζωής. Η λέξη προέρχεται από το ότι η χρήση τεχνητής οδοντοστοιχίας σε αυτές τις ηλικίες θεωρείται δεδομένη.

Χαρακτηριστικά μασελάδικα:

  • Αιδηψός,
  • Καμένα Βούρλα,
  • Αλυσίδα καφέ «ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ» (για τους παλιότερους),
  • Καφέ Μεγάλη Βρετανία (Στο Σύνταγμα),
  • Παπαγαλίνο καφέ (για κάποιους).
  1. - Ρε Γιώργο, κάθε χρόνο τις μισές διακοπές στην Αιδηψό θα τις περνάς;
    - Ναι ρε πούστη μου. Κάθε χρόνο με τους γονείς μου, ακολουθάμε τον παππού στην στο μασελάδικο.

  2. - Μαίρη, ξεποδαριαστήκαμε. Δεν καθόμαστε για έναν καφέ;
    - Καλά είσαι σοβαρή; Στο μασελάδικο το Παπαγαλίνο θα κάτσω; Πάμε πιο κάτω να καθίσουμε, να χαζέψουμε και κανένα τεκνό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του «σφυρί» και «καλέμι».

Σε συνδυασμό με τον χαρακτηρισμό «εργάτης», χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την δυσκολία διείσδυσης στον κόλπο γυναίκας ο οποίος είναι σχεδόν σφραγισμένος λόγω παρατεταμένης αγαμίας. Εναλλακτικά χρησιμοποιείται και το κομπρεσέρ, ή το γεωτρύπανο, αλλά αυτά υποδηλώνουν μειωμένης έντασης προσπάθεια εκ μέρους του όποιου εισβολέα.

- Μάκη, τι θα γίνει ρε με την Κούλα; Θα της κάτσεις;
- Είσαι καλά ρε Σάκη; Αυτή θέλει σφυροκάλεμο. Τι είμαι ρε, εργάτης;

βλ. και μετροπόντικας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του «ουρητήριο».

  1. Προσδιορισμός του WC ή του δωματίου ενός χώρου που χρησιμεύει ως WC. Το κατουρητήριο δεν χρησιμοποιείται αποκλειστικά ως ουρητήριο, εκτός αν διαθέτει μόνο κατρουλιέρα και όχι χέστρα.

  2. ΚΤΕΛ: Τα μαγαζιά στα οποία κάνουν στάση οι οδηγοί των ΚΤΕΛ, όπου εκτός από το σχετικό ξαλάφρωμα των επιβατών, γίνεται και ο ανάλογος τζίρος στο κατουρητήριο, αφού οι επιβάτες αγοράζουν διάφορα άχρηστα πράγματα (που δε θα αγόραζαν ποτέ) και καταναλώνουν αμφιβόλου ποιότητας βρώσιμα είδη.

  1. Στο καφέ: - Παιδιά το κατουρητήριο, πού είναι;

  2. Στο λεωφορείο του ΚΤΕΛ: - Θανάση, ευτυχώς που πήραμε από το κατουρητήριο φαγητό σε πακέτο, γιατί δεν τον βλέπω να κάνει άλλη στάση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ουρητήρας. Συναντάται συνήθως σε επαγγελματικούς χώρους, όπου στα WC υπάρχει και χέστρα και κατρουλιέρα.

Εστιάτορας: Ρε παιδιά βούλωσε η χέστρα και δε δουλεύει η κατουρλιέρα στο WC. Πού θα κατουράει ο κόσμος;
Υπάλληλος: Ο νιπτήρας δουλεύει, μάστορα;

(από dimitriosl, 18/03/10)(από dimitriosl, 18/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος προέρχεται από το πέρασμα χαλκά στα βοοειδή στην Ελληνική επαρχία, με σκοπό το δέσιμό τους.

Ο όρος χαλκάς στη μύτη χρησιμοποιείται για να περιγραφεί η κατάσταση που βρίσκεται κάποιος όταν κάποιος άλλος τον έχει κάνει έρμαιο στις ορέξεις/επιθυμίες του. Στις μέρες μας, πάντως, τείνει να καταργηθεί η έκφραση, καθώς η χρήση χαλκά(δων) στη μύτη, όπως και σε άλλα σημεία του σώματος δεν θεωρείται υπερβολική.

Βλ. και βάζω στο βρακί μου

- Ρε Γιάννη, τον Πάνο τον βλέπεις καθόλου;
- Μπα, αυτός εξαφανίστηκε. Του έχει περάσει το Μαράκι χαλκά στη μύτη και τον σέρνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρεμφερής όρος με το έλα στον θείο, με τη διαφορά ότι ο παππούς προσδίδει μεγαλύτερο κύρος και δέος σχετικά με το αντίτιμο / βραβείο που λαμβάνει ο προσερχόμενος σε αυτόν. Χρησιμοποιείται κυρίως ως απειλή και σε περιπτώσεις που, αυτός που το λέει, υπονοεί ότι κάτι κακό περιμένει αυτόν στον οποίο απευθύνεται.

Ουδεμία σχέση με το άσμα του πλανητάρχη:

[i]έλα στον παππού
αυτόν που τα 'χει όλα
και μην κοιτάς αλλού.[/i]

Εδώ.

- Μετά από αυτό που μου έκανες, αν σε πιάσω την έχεις βαμμένη.
- Εδώ είμαι. Έλα στον παππού.

(από dimitriosl, 17/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αγαμία είναι όρος που περιγράφει την κατάσταση στην οποία έχει περιπέσει κάποιος, του οποίου τα γεννητικά όργανα, λόγω μή σεξουαλικής χρήσης, έχουν περισσότερη σκόνη από τα παρατημένα και ακατοίκητα ερείπια.

Σχετικό: αγαμοσύνη αλλά δίχως την τάση ιεροποίησης της καταστάσεως.

- Ρε Κώστα πως πάει; Όλα καλά;
- Καλά ας τα λέμε.
- Γαμείς καθόλου ρε;
- Δράμα. Μετά τη Μαρία δε μου έχει κάτσει γκόμενα.
- Τι λές ρε; 2 χρόνια; Τέτοια αγαμία ούτε ιερομόναχος.

(από notheitis, 06/06/10)(από Τσακ εις την μέσην, 25/10/10)

Ακόμη: αγαμησιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει το ευτυχές γεγονός, το οποίο διακόπτει μια παρατεταμένη αγαμία. Η χρήση του αφορά και άνδρες και γυναίκες, αλλά ειδικά για γυναίκες χρησιμοποιείται σε φράσεις που χαρακτηρίζουν κάποια ως ανέραστη γεροντοκόρη.

  1. - Μητσάρα, τι έγινε τελικά εχθές; Το πήρες το γκομενάκι;
    - Ναι ρε. Μετά το μπαρ πήγαμε σπίτι της.
    - Άντε ρε πούστη, είδες κι εσύ χαρά στα σκέλια σου μετά από 6 μήνες και βάλε.

  2. - Ρε συ, λες να έχει γκόμενο η θεία;
    - Καλά ρε είσαι σοβαρός; Αυτή έχει να δει χαρά στα σκέλια της από την εποχή του Περικλή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified