Από το αγγλικό «what's up», σημαίνει ακριβώς το ίδιο, απλά έχει έναν κάπως πιο μόρτικο τόνο. Συναντώνται παραλλαγές όπου τα τελικά «a» είναι περισσότερα, όπως «wazaaaaa» ή ακόμα και «wazaaaaaaaaaaaa...» και πάει λέγοντας...

- Ει Τζο, μα μεεεεεεεν....
- Wazaaaaaaaaa.....

(από Jonas, 13/08/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δημοφιλής έκφραση, η οποία χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά κατά τη διάρκεια μπυροποσίας, ιδίως όταν ένας εκ της παρέας θέλει να δικαιολογήσει (είναι γνωστή η διουρητική ιδιότητα της μπύρας) τις συχνές επισκέψεις του στο βε-σε.

- Σόρυ παίδες..
- Άντε ρε, πριν λίγο δε πήγες;
- Εμ... μία πίνεις, τρεις κατουράς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερθετικός βαθμός του «γαμάει» με την καλή έννοια, ήτοι τα σπάει, είναι φοβερό, είναι douze points και βάλε, έχει πολύ μεγάλη πέραση.

Τώρα, γιατί τα σίδερα μπορούν και προδίνουν αυτή την ιδιότητα σε μία κατάσταση ή ένα αντικείμενο, δεν είναι απόλυτα σαφές. Η πιο πιθανή εξήγηση είναι ότι έχει να κάνει με την σκληροπυρηνικότητα της γαμιστερότητας των ανωτέρω, η οποία τρώει (ή μάλλον γαμάει) τα σίδερα για πρωινό.

- Άκουσες το καινούργιο CD των The Last Bribe; Μιλάμε, γαμάει σίδερα, thunder σαν να μπαίνει η άνοιξη, εντελώς όμως...

- Α;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς, είμαι σε απελπιστική κατάσταση και δεν αντέχω άλλο, βαράω μπιέλα, τα παίζω. Η λέξη «τιλτ», προέρχεται από τα παλιά φλιπεράκια, τα οποία, εάν κουνούσες για πάνω από 2-3 δευτερόλεπτα, μπλόκαραν σκόπιμα και έχανες τη μπάλα, ενώ σε εμφανές σημείο αναβόσβηνε η ένδειξη «tilt» («κλίση»).

- Ρε φίλε δεν αντέχω άλλο με αυτή τη δουλειά, κάθε μέρα με πάει γαμιώντας. Όπου να 'ναι θα βαρέσω τιλτ μου φαίνεται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιθέμενο αξεσουάρ, το οποίο βρίσκεται υπό την κατοχή ορισμένων ανθρώπων, παρά τη θέλησή τους και χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να το ξεφορτωθούν. Ουσιαστικά, πηγάζει από την αγανάκτηση των εν λόγω ατόμων, που προσπαθούν να δώσουν μια πειστική ερμηνεία για το πώς τυχαίνει κάθε φορά να συναναστρέφονται με αλλοπρόσαλλα άτομα χωρίς να μπορούν να το αποφύγουν...

Ρε συ, πάλι μουρλός πήγε κι έκατσε δίπλα μου στο λεωφορείο το πρωί... Τι να κάνω με αυτόν τον τρελομαγνήτη που κουβαλάω πια, δε ξέρω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου το υποκείμενο (το οποίο μπορεί να είναι τυφλίτης ή απλά ολίγον γκάου), «τσιμπάει» σε κάτι, πάει να κάνει μια αρπαχτή, αλλά στο τέλος τρώει ήττα.

- ..και που λες, την πέφτω στο παστάκι, αλλά δεν είδα τη ντουλάπα που το συνόδευε και..
- μα καλά, το τυρί το είδες, τη φάκα δεν την είδες;

(από Hank, 18/02/09)Του Αρκά. (από patsis, 13/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published

Κατά το «κενωνία», η λέξη υπερεσία, προφέρεται ελαφρώς αλλοιωμένη (με ε αντί για η) και έχει απαξιωτικό χαρακτήρα.

Αφορά σε κάποια δημόσια υπηρεσία και λέγεται συνήθως είτε από ταλαίπωρους πολίτες που τρέχουν και δε φτάνουν για τις υποθέσεις τους από τη μία στην άλλη, είτε από παλαιούς δημόσιους υπαλλήλους, οι οποίοι μετά από τόσα που έχουν δει τα μάτια τους όλα αυτά τα χρόνια που υπηρετούν, έχουν φτάσει πια στα όριά τους.

  1. - Πού έχεις χαθεί εσύ ρε τόσες μέρες;
    - Άσε, έχω μπλέξει με τις υπερεσίες... πολύ πακέτο σου λέω...

  2. - Την κάνω ρε φίλε, πήγε δωδεκάμισι. Τα λέμε αύριο;
    - Μπα, βαριέμαι Παρασκευιάτικα να έρθω υπερεσία, θα χτυπήσω καμιά αναρρωτική...
    - ΟΚ, καλό τριήμερο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνική έκφραση, η οποία χρησιμοποιείται για μια κατάσταση ή ένα πρόσωπο, τα οποία υποτίθεται μας προκαλούν φόβο ή άγχος, εν τέλει ανεπιτυχώς.

Παραλλαγή: κάνω τσισάκια μου.

- Ρε Μάκη, σου φωνάζει ο Διευθυντής να του πας τις καταστάσεις στο γραφείο του, δεν ακούς;
- Καλά, πες του να μη φωνάζει πολύ γιατί θα κάνω κακάκια μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοαναφορικά, λέγεται σε περιπτώσεις πετυχημένης χρήσης ενός λήμματος προερχομένου εκ σλανγκρ, όπου σε κάθε άλλη περίπτωση, για να αποδοθεί το ίδιο ορθά και εντυπωσιακά αυτό που θέλαμε να πούμε, θα χρειαζόταν μια ολόκληρη παράγραφος και βάλε.

Εκ του «γλώσσα λανθάνουσα αλήθειαν λέγει», χωρίς να έχει και πολλή σχέση όμως.

Φανταστικός διάλογος στο σλανγκ ντοτ γκρ:

Putzinstitutgraduate: Πω ρε φίλε, μιλάμε το συγκρότημα γαμεί! Thunder σαν να μπαίνει η άνοιξη, κανονικά...

Kavliprizenominate: Γλώσσα σλανγκίζουσα αλήθεια λέγει! Τι να πω, με κάλυψες!

Απο το "Dictionary of the Vulgar Tongue", 1811 (από Vrastaman, 29/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρα από την περιγραφή ατόμου με υπερβολικά εξέχουσα κάτω γνάθο (το οποίο και έχει ήδη καταχωρισθεί στο παρόν σάιτ), η λέξη τούτη δύναται να χρησιμοποιηθεί και αναφορικά με επί μακράν διαμένοντες στη χώρα μας αλλοδαπούς (20 χρόνια και βάλε), οι οποίοι παρ' όλα αυτά δε λένε να μιλήσουν σωστά τα ελληνικά με καμία Παναγία: «σκοτώνουν» τις λέξεις, μπερδεύουν τα γένη, αλλοιώνουν ή και παραλείπουν τελείως τα άρθρα, δυσκολεύονται να προφέρουν τα περισσότερα σύμφωνα κ.ο.κ. - όπως ακριβώς και ο συμπαθέστατος κατά τα άλλα Πολωνός κόουτς.

- Αυτός ο περιπτεράς, πολύ Γκμοχ βρε παιδί μου... 30 χρόνια στην Ελλάδα, τα παιδιά του γίνανε γιατροί και δικηγόροι και ακόμα δεν μπορεί να μιλήσει σωστά...
- Ναι ρε συ... και μια που τ' αναφέραμε, πάνε πάρε μου ένα Μάλμπουρο...

(από Jonas, 28/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified