Αλλιώς, το συνεχές, νευρικό γέλιο που εχει την τάση να μεταδίδεται αστραπιαία στους γύρω μας, προκαλώντας εν τέλει πανδαιμόνιο.

Από το δημοφιλές ξενικό «LOL» (Laughing Out Loud) και το «ολοκαύτωμα».

- Σοβαρή εκπομπή, τι να σου πω... ριάλιτι σου λέει... αρκεί ένας να πετάξει μια μαλακία και γίνεται lol-οκαύτωμα εκεί μέσα...

Οι υπεύθυνοι του λολοκαυτώματος (από Khan, 12/11/14)

Βλ. και λολ / λωλ, lol, λολ, lol-some, Loles, rotf-lol, LMFAO κ.λπ., lolen, λολάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιθέμενο αξεσουάρ, το οποίο βρίσκεται υπό την κατοχή ορισμένων ανθρώπων, παρά τη θέλησή τους και χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να το ξεφορτωθούν. Ουσιαστικά, πηγάζει από την αγανάκτηση των εν λόγω ατόμων, που προσπαθούν να δώσουν μια πειστική ερμηνεία για το πώς τυχαίνει κάθε φορά να συναναστρέφονται με αλλοπρόσαλλα άτομα χωρίς να μπορούν να το αποφύγουν...

Ρε συ, πάλι μουρλός πήγε κι έκατσε δίπλα μου στο λεωφορείο το πρωί... Τι να κάνω με αυτόν τον τρελομαγνήτη που κουβαλάω πια, δε ξέρω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δημοφιλής έκφραση, η οποία χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά κατά τη διάρκεια μπυροποσίας, ιδίως όταν ένας εκ της παρέας θέλει να δικαιολογήσει (είναι γνωστή η διουρητική ιδιότητα της μπύρας) τις συχνές επισκέψεις του στο βε-σε.

- Σόρυ παίδες..
- Άντε ρε, πριν λίγο δε πήγες;
- Εμ... μία πίνεις, τρεις κατουράς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση, εκ πρώτης όψεως μη σλανγκ, αλλά τα πράγματα δεν είναι έτσι. Η σλανγκιά της συγκεκριμένης φράσης εντοπίζεται στο γεγονός ότι δεν ξεστομίζεται ως προειδοποίηση προς κάποιον που γλιστράει, ήτοι πριν ή κατά τη διάρκεια της σαβούρας, αλλά κατόπιν αυτής, έως και αρκετά δευτερόλεπτα μετά, με διάθεση χλευασμού προς τον παθόντα.

- Οουυυπς... ωχ... ωχ... ααααααα... ΑΟΥΤΣ!
- Σιγά, θα πέσεις, παπάρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλ. χύνω κουβάδες, αλλά έχει πάντα μεταφορική έννοια, τουτέστιν μου συμβαίνει κάτι γαμάτο και γουστάρω τρελά!

- Φίλε, ήμουν γήπεδο χτες στο 4 - 0. Ρε χύσαμε από τα μάτια σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκνευρίζομαι σε μεγάλο βαθμό, τα παίρνω στο κρανίο και ξεσπάω.

Τούλα, κόψε λάσπη γιατί θα με πιάσουν τα διαόλια μου και δε σε βλέπω καλά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται πάντοτε στο πληθυντικό και χρησιμοποιείται ως υπονοούμενο, υποδεικνύοντας ερωτικής φύσεως δραστηριότητες.

Βασική λεπτομέρεια: Για να αποδοθεί σωστά η παρούσα σε μια φράση, πρέπει να υπάρχει μια μικρή παύση πριν τη διατύπωση της (βλ. παράδειγμα - ανέβασμα φρυδιού / κλείσιμο ματιού προαιρετικό).

- Μήτσο, πάμε κανα σινεμαδάκι το απόγευμα;
- Δε μπορώ ρε Παυλάρα, έχω... δουλειές.

Στο 0:30. "Γκόμενα να πούμε ή... δουλειά;" Χάρρυ Κλυνν, Made in Greece (1987). (από patsis, 10/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποστομωτική αρνητική απάντηση με μπόλικη δόση ειρωνείας.

Βλ. επίσης: παλιά, και μπορέλι, ούτε με σφαίρες.

- Μήτσο, έλα δω ρε φιλαράκο να με βοηθήσεις λίγο...
- Πώς αμέ, τρέχοντας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλος ένας ρηματικός τύπος - ουσιαστικό, κατά τα πρότυπα του «ο γαμάω», «ο σκοτώνω» και δεν συμμαζεύεται.

Η φράση έχει τις ρίζες της στο ποδόσφαιρο, αναφορικά με ένα παίχτη (επιθετικό συνήθως) ο οποίος είναι τεχνίτης της ντρίμπλας, δίνοντας την εντύπωση ότι κανείς αντίπαλος αμυντικός δεν είναι αρκετά ικανός ώστε να τον «κόψει», να του κλέψει την μπάλα.

Συναντάται και εκτός των γηπέδων, περιγράφοντας τον άνθρωπο που ελίσσεται - κυριολεκτικά ή μεταφορικά - το χέλι με λίγα λόγια.

- Κοίτα τι κάνει το φάντασμα! Τους πέρασε όλους μόνος του!
- Σου είπα ότι είναι ο δεν κόβομαι... από τις καλύτερες μεταγραφές!

Got a better definition? Add it!

Published

Αρχικά χαρτοπαιχτική αργκό (βλ. λ. «ρεφάρω»), η οποία όμως μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μεταφορικά, δηλώνοντας μια μέτρια κατάσταση ούτε κρύου ούτε ζέστης, ότι είμαστε δηλαδή κομψί κομψά ένα πράμα: δεν είμαστε σούπερ, αλλά δεν μας χαλάει και τίποτα.

Όπως και το «ρεφάρω», η έκφραση χρησιμοποιείται συνήθως σε περιπτώσεις όπου ερχόμαστε στα ίσα μας μετά από ανοδική πορεία / βελτίωση, έχει δηλαδή θετική χροιά: ισορροπούμε κάπου στο μέσον και λέμε «πάλι καλά Παναγίτσα μ'».

- Έλα ρε Παντελή! Χρόνια και ζαμάνια! Πώς είσαι; - Προχτές αποφυλακίστηκα, στα λεφτά μου είμαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified