Επιφώνημα το οποίο χρησιμοποιείται μετά από φτάρνισμα (αααα-ψου! => αααα-ψάρια!), για πλάκα, φορ τεχ λουλζ.
Το αυτό.
Επιφώνημα το οποίο χρησιμοποιείται μετά από φτάρνισμα (αααα-ψου! => αααα-ψάρια!), για πλάκα, φορ τεχ λουλζ.
Το αυτό.
Βλ. και γείτσες
Got a better definition? Add it!
Εννοείται το θρυλικό ξύλινο ποδοσφαιράκι, το οποίο στοίχειωσε (με την καλή έννοια) τα νεανικά χρόνια πολλών. Η μη χρήση της δεύτερης λέξης (ποδοσφαιράκι), μαρτυρά το μέγεθος της νοσταλγίας που νιώθει ο εκάστοτε χρήστης του λήμματος αυτού, για το εν λόγω ευγενές σπορ.
Διαφοροποιείται απο τα ποδοσφαιράκια, τα οποία αναφέρονται στα σφαιριστήρια και τις λοίπες αίθουσες αναψυχής, ιδιαίτερα κατά τις δεκαετίες του '70 και '80.
...Ας μιλήσουμε όμως για το Ξύλινο. Έχει μια διαφορετική αίγλη σαν παιχνίδι. Είναι ευγενές. Το μυστικό είναι στον καρπό. Πασάρεις με σπόντα από τη μία γραμμή στην άλλη, με το κοντρόλ σφηνώνεις τη μπάλα στα πόδια, κάνεις προσποίηση αριστερά δεξιά για να μπερδέψεις την αντίπαλη άμυνα και, πάνω στην κίνηση, εξαπολύεις μια καραβολίδα...
από εδώ
Got a better definition? Add it!
Ο άνθρωπος ο οποίος μας προκαλεί περιέργεια, θαυμασμό ή/και φθόνο εξ αιτίας ενός συγκεκριμένου κατορθώματός του, το οποίο επετεύχθη με τη βοήθεια της τύχης ή όχι.
Ρε, τι έκανε το φάντασμα! Τρίποντο από τη μέση του γηπέδου έβαλε...
Got a better definition? Add it!
Φράση, εκ πρώτης όψεως μη σλανγκ, αλλά τα πράγματα δεν είναι έτσι. Η σλανγκιά της συγκεκριμένης φράσης εντοπίζεται στο γεγονός ότι δεν ξεστομίζεται ως προειδοποίηση προς κάποιον που γλιστράει, ήτοι πριν ή κατά τη διάρκεια της σαβούρας, αλλά κατόπιν αυτής, έως και αρκετά δευτερόλεπτα μετά, με διάθεση χλευασμού προς τον παθόντα.
- Οουυυπς... ωχ... ωχ... ααααααα... ΑΟΥΤΣ!
- Σιγά, θα πέσεις, παπάρα...
Got a better definition? Add it!
Βλ. χύνω κουβάδες, αλλά έχει πάντα μεταφορική έννοια, τουτέστιν μου συμβαίνει κάτι γαμάτο και γουστάρω τρελά!
- Φίλε, ήμουν γήπεδο χτες στο 4 - 0. Ρε χύσαμε από τα μάτια σου λέω!
Got a better definition? Add it!
Εκνευρίζομαι σε μεγάλο βαθμό, τα παίρνω στο κρανίο και ξεσπάω.
Τούλα, κόψε λάσπη γιατί θα με πιάσουν τα διαόλια μου και δε σε βλέπω καλά...
Got a better definition? Add it!
Συναντάται πάντοτε στο πληθυντικό και χρησιμοποιείται ως υπονοούμενο, υποδεικνύοντας ερωτικής φύσεως δραστηριότητες.
Βασική λεπτομέρεια: Για να αποδοθεί σωστά η παρούσα σε μια φράση, πρέπει να υπάρχει μια μικρή παύση πριν τη διατύπωση της (βλ. παράδειγμα - ανέβασμα φρυδιού / κλείσιμο ματιού προαιρετικό).
- Μήτσο, πάμε κανα σινεμαδάκι το απόγευμα;
- Δε μπορώ ρε Παυλάρα, έχω... δουλειές.
Got a better definition? Add it!
Αποστομωτική αρνητική απάντηση με μπόλικη δόση ειρωνείας.
Βλ. επίσης: παλιά, και μπορέλι, ούτε με σφαίρες.
- Μήτσο, έλα δω ρε φιλαράκο να με βοηθήσεις λίγο...
- Πώς αμέ, τρέχοντας!
Got a better definition? Add it!
Άλλος ένας ρηματικός τύπος - ουσιαστικό, κατά τα πρότυπα του «ο γαμάω», «ο σκοτώνω» και δεν συμμαζεύεται.
Η φράση έχει τις ρίζες της στο ποδόσφαιρο, αναφορικά με ένα παίχτη (επιθετικό συνήθως) ο οποίος είναι τεχνίτης της ντρίμπλας, δίνοντας την εντύπωση ότι κανείς αντίπαλος αμυντικός δεν είναι αρκετά ικανός ώστε να τον «κόψει», να του κλέψει την μπάλα.
Συναντάται και εκτός των γηπέδων, περιγράφοντας τον άνθρωπο που ελίσσεται - κυριολεκτικά ή μεταφορικά - το χέλι με λίγα λόγια.
- Κοίτα τι κάνει το φάντασμα! Τους πέρασε όλους μόνος του!
- Σου είπα ότι είναι ο δεν κόβομαι... από τις καλύτερες μεταγραφές!
Got a better definition? Add it!
Αρχικά χαρτοπαιχτική αργκό (βλ. λ. «ρεφάρω»), η οποία όμως μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μεταφορικά, δηλώνοντας μια μέτρια κατάσταση ούτε κρύου ούτε ζέστης, ότι είμαστε δηλαδή κομψί κομψά ένα πράμα: δεν είμαστε σούπερ, αλλά δεν μας χαλάει και τίποτα.
Όπως και το «ρεφάρω», η έκφραση χρησιμοποιείται συνήθως σε περιπτώσεις όπου ερχόμαστε στα ίσα μας μετά από ανοδική πορεία / βελτίωση, έχει δηλαδή θετική χροιά: ισορροπούμε κάπου στο μέσον και λέμε «πάλι καλά Παναγίτσα μ'».
- Έλα ρε Παντελή! Χρόνια και ζαμάνια! Πώς είσαι; - Προχτές αποφυλακίστηκα, στα λεφτά μου είμαι.
Got a better definition? Add it!