Έκφραση της οποίας η προέλευση εντοπίζεται σε παλιότερες εποχές, στα χωριά, όπου σε κάθε γιορτή, πανηγύρι και τα συναφή, η έναρξη των εορταστικών εκδηλώσεων δινόταν από την εκάστοτε μπάντα, τους οργανοπαίχτες (με την καλή έννοια).

Σήμερα, η έκφραση αυτή έχει χάσει αρκετά την αρχική της σημασία, της έχει αποδοθεί ένας μάλλον αρνητικός χαρακτήρας. Όταν χρησιμοποιείται, σημαίνει την είσοδο σε μια ενοχλητική κατάσταση διαρκείας την οποία ενδεχομένως έχουμε ξαναζήσει, χαοτική, ταραχώδη, ίσως λίγο βίαιη ή με σημαντικές για μας ανακατατάξεις, που μας προκαλεί δυσφορία και που θα θέλαμε να αποφύγουμε, αλλά είναι αναπόφευκτη.

- Μπαμπαααά, μπαμπά... είναι μακριά η Αυστραλία;
- Μπαμπάκια! Πωω ρε πστ! Άρχισαν τα όργανα πάλι... Σκάσε και κολύμπα, είπαμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απειλητική/ψαρωτική έκφραση που χρησιμοποιείται κατά κόρον στον Ε.Σ. από αλαιούς φαντάρους. Αναφέρεται στον μεγάλο σεισμό του Σαν Φρανσίσκο του 1906.

Με λίγα λόγια, το τζόκεϋ έχει βαρύνει τόσο πολύ από την παλαιοσύνη και τους μήνες που, αν πέσει (εσκεμμένα ή όχι), θα υπάρξουν άμεσες επιπτώσεις στο Ρήγμα του Αγίου Ανδρέα.

Ρε, αν είναι δυναμόν. Χώθηκα ντι-τζέι ο αρχαίος. Άντε μη ρίξω το τζόκεϋ και έχουμε νεκρούς στο Σαν Φρανσίσκο...

Ρήγμα του Αγίου Ανδρέα aka το μεφαλύτερο μουνί στον πλανήτη! (από Vrastaman, 15/04/09)...βλέπετε τι με αναγκάσατε να κάνω; (από Jonas, 15/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός προσώπου, το οποίο προκαλεί απώθηση στους γύρω του, διότι τους δημιουργεί ένα ή περισσότερα αρνητικά συναισθήματα και αντιδράσεις, όπως απέχθεια, τρόμο, αηδία κλπ.
Συναντάται πολλές φορές και στη μορφή «έχω τον ανθρωποδιώκτη», σύμφωνα με την οποία το υποκείμενο είναι κάτοχος ενός φανταστικού απωθητικού αξεσουάρ (ανθρωποδιώκτης) και υποδηλώνει ακριβώς το ίδιο. Είναι συνήθως αρκετά μειωτικός χαρακτηρισμός, αν εξαιρέσουμε βέβαια τις περιπτώσεις κατόχων τρελομαγνήτη και μαλακομαγνήτη, όπου θα μπορούσε να θεωρηθεί μέχρι και ζητούμενο.

- Ρε φίλε, όποτε κάθομαι στο λεωφορείο και μπει μέσα καμιά γκόμενα, προτιμά να μείνει όρθια παρά να κάτσει δίπλα μου. Τον ανθρωποδιώκτη έχω;
- Τι να σου πω ρε μάγκα μου, μάλλον το καραφλάζ που έκανες δεν έπιασε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός μιας τεταμένης κατάστασης, όπου τα νεύρα όλων είναι στην τσίτα, οι φλέβες διαγράφονται και η μυρωδιά της τεστοστερόνης πλανάται έντονη στον αέρα. Μια τέτοια κατάσταση οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια σε κορύφωση, η οποία μπορεί να είναι βίαιη ή όχι, ανάλογα με τις περιστάσεις, το χώρο και τα γενεσιουργά αίτια.

Σε ένα ποδοσφαιρικό αγώνα, λόγου χάρη, όταν ανάβουν τα αίματα στις κερκίδες μεταξύ οπαδών, ενδέχεται (τι ενδέχεται, λέμε τώρα...) να συμβούν πράξεις βίας. Στον αγωνιστικό χώρο όμως, η ανάλογη κατάσταση προκαλεί απλούστατα μια ανταγωνιστική ένταση, η οποία οδηγεί συνήθως στο επιθυμητό αποτέλεσμα, δηλαδή στο να δούμε καλή μπαλίτσα.

- Τι έβαλε ρε το φάντασμα! Τους πέρασε όλους μόνος του!

- Ετς! Ανάψανε τα αίματα στο 2ο ημίχρονο, μόνο 5-1 χάνουμε, τό 'χουμε!

- Παντζιτζιφιακός φορ λάιφ ρε! Γιου νέβερ γουώκ αλόουν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση ζωηρής επιδοκιμασίας, αναφορικά σε ένα προϊόν πρώτης ποιότητας ή μια κατάσταση γενικότερα που τα σπάει και γουστάρουμε.

- Καλώς την κυρα-Περμαθούλα μας! Έχω κάτι κεράσια σήμερα, άλλο πράμα! Να βάλω;

...γύρω στο 1:46... άλλο πράμα! (από Jonas, 22/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ παλαιός φαντάρος. Προκύπτει λόγω της πολυκαιρίας, εξαιτίας της οποίας το γράμμα «π» σβήστηκε (ή έπεσε) από την λέξη «παλαιός».

Νέοι: Ρε τι είναι τούτο; Με μπλουζάκι Black Sabbath στην αναφορά;
Λοχίας: Δουλειά σας εσείς. Αυτός είναι αλαιός...

Got a better definition? Add it!

Published

Επιφώνημα το οποίο χρησιμοποιείται μετά από φτάρνισμα (αααα-ψου! => αααα-ψάρια!), για πλάκα, φορ τεχ λουλζ.

Το αυτό.

Βλ. και γείτσες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στις συζητήσεις που λαμβάνουν χώρα στα αθλητικά πηγαδάκια ομαδικών σπορ, παρατηρείται το φαινόμενο αντικατάστασης του γ' προσώπου ενικού ή των α' & β' πληθυντικού με το α' & β' πρόσωπο ενικού, ανάλογα την περίσταση. Εξηγούμαι:

- Όταν αναφερόμαστε στην ομάδα μας, χρησιμοποιούμε το «εγώ» αντί για το αναμενόμενο «η α' ομάδα» ή «εμείς» (δηλαδή το σύνολο των οπαδών και η ομάδα ως σύλλογος).

- Όταν αναφερόμαστε στην αντίπαλη ομάδα και απευθυνόμενοι στον εκπρόσωπό της στη συζήτηση, χρησιμοποιούμε το «εσύ» αντί για το αναμενόμενο «η β' ομάδα» ή «εσείς» (και πάλι δηλαδή το σύνολο των οπαδών και η ομάδα ως σύλλογος).

- Όταν αναφερόμαστε σε τρίτη ομάδα που δεν εκπροσωπείται στη συζήτηση, χρησιμοποιούμε κανονικά τους αναμενόμενους τύπους «η γ' ομάδα» και «αυτοί».

Συμπεραίνουμε λοιπόν, ότι η συζήτηση, χάριν οικειότητας, ανάγκης επίδειξης μαγκιάς αλλά και γνώσεων ως προς τα αθλητικά θέματα από μέρους μας, αλλά και κάποιου (ασυναίσθητου πολλές φορές) σεβασμού προς το συνομιλητή για τις δικές του γνώσεις, λαμβάνει πιο προσωπικό χαρακτήρα.

Σημειώνεται, πως το φαινόμενο αφορά σε ομαδικά σπορ με μεγάλους συλλόγους και οργανωμένους οπαδούς (ποδόσφαιρο, μπάσκετ, βόλεϋ κλπ), όπου ευδοκιμεί και ο φανατισμός -και όχι σε ατομικά «ευγενή» αθλήματα (στίβος).

- Τι ήταν αυτό χτες; Πόνεσε; Έτσι! Ασάλιωτα!
- Καλά, λέγε... Τα πέντε που σου έριξα πέρυσι τα ξέχασες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό «what's up», σημαίνει ακριβώς το ίδιο, απλά έχει έναν κάπως πιο μόρτικο τόνο. Συναντώνται παραλλαγές όπου τα τελικά «a» είναι περισσότερα, όπως «wazaaaaa» ή ακόμα και «wazaaaaaaaaaaaa...» και πάει λέγοντας...

- Ει Τζο, μα μεεεεεεεν....
- Wazaaaaaaaaa.....

(από Jonas, 13/08/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς, το συνεχές, νευρικό γέλιο που εχει την τάση να μεταδίδεται αστραπιαία στους γύρω μας, προκαλώντας εν τέλει πανδαιμόνιο.

Από το δημοφιλές ξενικό «LOL» (Laughing Out Loud) και το «ολοκαύτωμα».

- Σοβαρή εκπομπή, τι να σου πω... ριάλιτι σου λέει... αρκεί ένας να πετάξει μια μαλακία και γίνεται lol-οκαύτωμα εκεί μέσα...

Οι υπεύθυνοι του λολοκαυτώματος (από Khan, 12/11/14)

Βλ. και λολ / λωλ, lol, λολ, lol-some, Loles, rotf-lol, LMFAO κ.λπ., lolen, λολάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified