Κλασική έκφραση αποτροπής «ματιάσματος», απέναντι σε κάποιον ή κάποια που θαυμάζουμε. Ως γνωστόν και σύμφωνα με τις παραδόσεις, τα σκόρδα αποτελούσαν ανέκαθεν, όπλο κατά της βασκανίας, της κακοδαιμονίας και του κακού ματιού. Όπως λέει και η Βικούλα:

Από τα αρχαία χρόνια και το Μεσαίωνα το σκόρδο θεωρούνταν ως εξαίρετο φάρμακο και αφροδισιακό. Επίσης το είχαν σαν φυλακτό ενάντια στα κακά δαιμόνια και τους βρικόλακες καθώς και κατά του ματιάσματος. Υπάρχουν πολλές λαϊκές παραδόσεις σχετικά με το σκόρδο. Έτσι μία πλεξούδα από σκόρδα σε ένα σπίτι ή χωράφι διώχνει το μάτιασμα. Άμα κάποιος θαυμάζει κάτι για να μη το ματιάζει συνηθίζεται η έκφραση «σκόρδα στα μάτια σου» έτσι αποτρέπεται το μάτιασμα. Στην έγκυο γυναίκα και στο νεογέννητο βρέφος τοποθετείται ένα σκόρδο για να φύγει το κακό μάτι. Την ημέρα της πρωτομαγιάς τρώνε σκόρδο για προληπτική εξουδετέρωση του κακού. Ακόμα και πλαστικά σκόρδα τοποθετούνται σε αυτοκίνητα για γούρι. Βικούλα Είναι σύνηθες να προηγούνται ένα ή δύο «φτου» πριν την αναφώνηση της λέξης «σκόρδα», στο πνεύμα της άλλης σχετικής και δημοφιλούς έκφρασης φτου σου, φτου σου, να μην σε ματιάξω!

- Πω ρε, κοίτα τι περνάει...
- Φτου, σκόρδα κοπελάρα μου! Ζαχαροπλάστης ήταν ο πατέρας σου;

Σκόρδα (από Jonas, 09/11/09)Σκορδά (από Jonas, 09/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα πλαίσια της άδικης μεταχείρισης των δημοσίων υπαλλήλων από την εκάστοτε Διοίκηση και γενικότερα του χάους και του μπάχαλου που επικρατεί στο Δημόσιο, φυγόπονος ονομάζεται ο εργατικός και έντιμος (δηλ. μαλάκας) υπάλληλος που εργάζεται σκληρά χωρίς να παίρνει υπερωρίες και ανήκει στο 5 με 10% του συνολικού αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων. Αυτά.

Προσωπικό. Έπρεπε να το πω γιατί θα έσκαγα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποδίδω πολύ καλά σε κάποιον τομέα, λειτουργώ πολύ αποτελεσματικά, είμαι στην καλύτερη δυνατή κατάσταση.

- Φίλε, από τη μέρα που έβαλα την καινούργια κάρτα γραφικών, το pc μου φυσάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξιπλασία αποτελούμενη από τις λέξεις Χαϊλάντερ και ντίρλα.

Περιγράφει άτομο το οποίο βρίσκεται συνεχώς σε κατάσταση μέθης και που παρ' όλα αυτά συνεχίζει να πίνει χωρίς να χαλιέται ποτέ. Επιπλέον δεν υπάρχουν μαρτυρίες ή ντοκουμέντα ότι έχει γίνει λιώμα στο παρελθόν, σε βαθμό που τίθεται θέμα μυθοποίησής του.

Με άλλα λόγια, είναι ο ντούρασελ κρασοπατέρας, απρόσβλητος από το αλκοόλ (όπως κι ο μυθικός Σκωτσέζος από τα δεινά εν γένει), ο «άνθρωπος σφουγγάρι» που απορροφά τα ποτά χωρίς φόβο και πάθος.

- Πάμε να πιούμε κανα κρασνιάκ;
- Κανα τι;;;
- Κρασνιάκ... κρασί με κονιάκ... δεν έχεις πιει ποτέ;
- Κοίτα... εσύ μπορεί να είσαι ο Χαϊντιρλάντερ ο ίδιος, αλλά εγώ δεν έχω καμία όρεξη να τρέχω για πλύσεις στομάχου μετά...

Heidi - lander (από Vrastaman, 26/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται τις φορές που σφίγγουν τα γάλατα, σε περιόδους μεγάλης αγαμίας δηλαδή, αναφορικά με το σπέρμα του άντρα, το οποίο από την πολυκαιρία και την στασιμότητα έχει πήξει και σβολιάσει, έχει γίνει σα χαλίκι.

- ...άντε υπομονή Μήτσο, εφτά και σήμερα να πάρουμε τη ροζαλία να πάμε σπίτια μας...
- ...να διώξουμε και τα χαλίκια, γιατί δεν πάει άλλο...

... από πέτρινο πουλί. (από patsis, 26/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από παλιά διαφήμιση της γνωστής οδοντόκρεμας.

Το συγκεκριμένο σλόγκαν καθιερώθηκε και στο σλανγκικό σύμπαν. Χρησιμοποιείται με μπόλικη δόση ειρωνείας, όταν θέλουμε να καταδείξουμε ένα αντιπαθητικό άτομο που:

  1. φαίνεται να έχει καλούς τρόπους και χαμογελάει συνέχεια επιδεικνύοντας την κατάλευκή του οδοντοστοιχία για να κάνει δημόσιες σχέσεις (ενώ εμείς γνωρίζουμε πως πρόκειται για φίδι), ή

  2. είναι κακάσχημος, υποφέρει από τερηδόνα, ουλίτιδα, του λείπουν αρκετά δόντια και το χαμόγελο τον χαλάει ακόμα πιο πολύ, ή απλά,

  3. είναι αυτό που ο σοφός λαός ονομάζει «χαζό παιδί χαρά γεμάτο».

Για καλό πάντως, δεν είναι.

  1. - Τσέκαρε τον Λάκη, ρε... από τότε που πολιτεύτηκε απέκτησε και το χαμόγελο της Colgate, κανονικά όμως...

  2. Βλ. μήδι νο 1

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποβάλλω κάποιον σε καψώνι, τον κάνω ό,τι θέλω, του ψήνω το ψάρι στα χείλη και τον χρησιμοποιώ για να περάσει το δικό μου. Στο τέλος ενδέχεται να του ζητήσω και τα ρέστα.

– Έτσι που λες Νίτσα μου. Μας χόρευε στο ταψί κανονικά τόσα χρόνια το παλιοθήλυκο. Ευτυχώς που λογικεύτηκε ο Μπέηζιλ και την άφησε.
– Τι μου λες χρυσή μου. Να τύχει στο παλικάρι μας τέτοιο γύναιο; Βρήκε καμία καλή τώρα τουλάχιστον, εκεί στην ξενιτιά που βρίσκεται;
– Ναι... να δεις πως μου την είπε... νομίζω μου είπε πως λέγεται Πέρι...

(από Khan, 04/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλ. χύνω κουβάδες, αλλά έχει πάντα μεταφορική έννοια, τουτέστιν μου συμβαίνει κάτι γαμάτο και γουστάρω τρελά!

- Φίλε, ήμουν γήπεδο χτες στο 4 - 0. Ρε χύσαμε από τα μάτια σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified