Συνώνυμο του πανηγυρικού γκέι. Προκύπτει από την εμφάνιση του ιδίου, η οποία είναι ασορτί με τη σημαία του (βλ. μήδι 1 στο παραπάνω λίνκι). Παρατηρείται ιδίως όταν πρόκειται για συμμετέχοντες σε σχετικές οργανωμένες εκδηλώσεις - φεστιβάλ.

- Που λες χτες, είπαμε να πάμε για καφέ στη πλατεία, όταν ξαφνικά ακούσαμε μουσικές και καραμούζες να πλησιάζουν...
- Και τι έγινε;
- Μας την πέσανε κάτι μπιλντέρια ριγωτοί, είχανε κανα φεστιβάλ μάλλον... οπότε είπαμε άκυρο και την κάναμε με ελαφρά...

les bandes blanches.. ceci n\'est pas ριγωτοί (από Jonas, 19/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική έκφραση υποχωρητικότητας, η οποία έχει τις ρίζες της στην χαρτοπαιχτική ορολογία (παραίτηση λόγω πρόβλεψης καλύτερου χαρτιού από τον αντίπαλο, το οποίο συνεπάγεται μικρότερες απώλειες για τον παραιτηθέντα, αγγλ. pass), ήτοι βλέπω το σημείο σου και αναγνωρίζω την ανωτερότητα των επιχειρημάτων σου, οπότε κάνω πίσω δικαιολογημένα.

Πολλές φορές λέγεται και σκέτο «πάσο», χάριν συντομίας.

- ..και δεμελές... Λίτσα ή Σούλα;
- Σούλα χαλαρά! Ω ρε Ισπανία...!
- Πάσο...

Got a better definition? Add it!

Published

Φανταστικό ιστορικό πρόσωπο ο Κεράσης, συγγενής του μπαρμπα-Τζάμπα, απόθανε κι αυτός ο καημένος και πήγε σε τόπο χλοερό. Κληροδότησε όμως τη σλανγκόσφαιρα με τούτη 'δω την έκφραση, η οποία χρησιμοποιείται σε παρόμοιες περιστάσεις με εκείνη του προγόνου του, όταν δηλαδή θέλουμε να δικαιολογήσουμε τη μη παροχή ή διακοπή παντός είδους κεράσματος (εξ ου και το όνομα), τράκας και δεν συμμαζεύεται.

- Ρε φίλος, πέτα ένα Μάλμπουρο γιατί ξέμεινα..
- Ο Κεράσης πέθανε, σόρυ μαν..

Got a better definition? Add it!

Published

Χιουμοριστική λεξιπλασία, η οποία προκύπτει από τις λέξεις Ιλιάδα και λιάρδα.

Αναφέρεται σε φάση επικών διαστάσεων κατανάλωσης αλκοόλ και μέθης (και των συνεπειών αυτής), αναλόγων δηλαδή με τη βαρύτητα και σπουδαιότητα του πασίγνωστου ομηρικού έπους.

- Έαε, τι γίνεται;
- Χάλια... βγήκαμε χτες με τον Ιεροκλή και τα ήπιαμε... τι τα ήπιαμε δηλαδή, Ιλιάρδα, κανονικά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων σχέση με/πίστη στο νόμο του Μέρφυ.

...και με το που μπήκαμε στο κλαμπ μετά από χίλια ζόρια, έγινε μπλακάουτ... μερφικές καταστάσεις...

Got a better definition? Add it!

Published

Παρομοίωση που περιγράφει τον έχοντα πολλές γενικές γνώσεις πάνω σε διάφορα αντικείμενα, όπως άλλωστε συμβαίνει και με μια συμβατική εγκυκλοπαίδεια (εν κύκλω παιδεία). Δεν αναφέρεται απαραίτητα σε άτομα με διακεκριμένες σπουδές στο εξωτερικό και δεν συμμαζεύεται, γιατί, όπως συμβαίνει συνήθως, οι γνώσεις που αποκτώνται με αυτό το τρόπο είναι εξειδικευμένες και πέρα από αυτές το χάος.

- Το ήξερες ρε, ότι το σημερινό ημερολόγιο, λεγόμενο και Γρηγοριανό, εισήχθη στη χώρα μας μόλις το 1923, ενώ σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες το χρησιμοποιούν ήδη από το 1582;
- Καλά ρε Μητσάρα, μιλάμε είσαι κινητή εγκυκλοπαίδεια, κανονικά...

Δες επίσης και φωτεινός παντογνώστης, WWW, πανεπιστήμων, ξερόλας αλλά και βέλτσος και βέλτσιστος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τελευταίος πόντος ενός αγώνα (π.χ. βόλεϋ).

Αλλιώς: match point.

- Ήταν τόσο χάλια η ομάδα που ούτε που κατάλαβα πως πέρασε έτσι η ώρα και φτάσαμε να μας σερβίρουν για το λούκουμο....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για κάποιον που έχει πιει και τραυλίζει, δυσκολεύεται να μιλήσει. Βλέπε: Ορέστης Μακρής.

Ο Τάκης ήταν νηστικός από χθες κι έτσι μετά από κανα - δυο ουίσκια άρχισε να μιλά ορέστικα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Anti Gasma Patrol. Εξειδικευμένη στρατιωτική αργκό. Πρόκειται για απομονωμένες παρέες (Αθηναίων κυρίως) φαντάρων εξοδούχων στη Γκασμαδία. Καμία σχέση με κάρτες γραφικών...

Ο Τόνυ, ο Τζων και ο Δημήτρης έκαναν επιτέλους A.G.P. εκείνο το βράδυ μετά από πολλές μέρες υπηρεσίας...

Got a better definition? Add it!

Published

Ο άγαρμπος, τρομερά αδέξιος άνθρωπος που είναι γραφτό να του πέσει κάποιο αντικείμενο απ' τα χέρια ή να κάνει ζημιά.

Χρησιμοποιείται και σαν επιφώνημα. Δημοφιλές και για τερματοφύλακες...

- Πρόσεχε με αυτό το δίσκο, Λάκη θα σου πεσ....
- Μανταλάκια!

Βλ. και παράλjυτος, μανταλάκιας, παρμένο, άταρο, κουλός, ο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified