Αντιστροφή του τίτλου γνωστού μυθιστορήματος της Κατερίνας Τσεμπερλίδου «Όχι πια sex, μόνο φίλοι».

Λέγεται συνήθως από απηυδισμένα αρσενικά, που έχουν αποτύχει στις σχέσεις ακολουθώντας τη «φιλική» μέθοδο προσέγγισης και πόρευσης.

- Πάει κι η Ζωίτσα φίλε μου... μου τα φόρεσε. Φταίω εγώ, που την είδα και φιλαράκι της. Από δω και στο εξής όχι πια φίλοι, μόνο sex...

δες την αλλιώς... (από Jonas, 01/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποβάλλω κάποιον σε καψώνι, τον κάνω ό,τι θέλω, του ψήνω το ψάρι στα χείλη και τον χρησιμοποιώ για να περάσει το δικό μου. Στο τέλος ενδέχεται να του ζητήσω και τα ρέστα.

– Έτσι που λες Νίτσα μου. Μας χόρευε στο ταψί κανονικά τόσα χρόνια το παλιοθήλυκο. Ευτυχώς που λογικεύτηκε ο Μπέηζιλ και την άφησε.
– Τι μου λες χρυσή μου. Να τύχει στο παλικάρι μας τέτοιο γύναιο; Βρήκε καμία καλή τώρα τουλάχιστον, εκεί στην ξενιτιά που βρίσκεται;
– Ναι... να δεις πως μου την είπε... νομίζω μου είπε πως λέγεται Πέρι...

(από Khan, 04/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εννοείται το θρυλικό ξύλινο ποδοσφαιράκι, το οποίο στοίχειωσε (με την καλή έννοια) τα νεανικά χρόνια πολλών. Η μη χρήση της δεύτερης λέξης (ποδοσφαιράκι), μαρτυρά το μέγεθος της νοσταλγίας που νιώθει ο εκάστοτε χρήστης του λήμματος αυτού, για το εν λόγω ευγενές σπορ.

Διαφοροποιείται απο τα ποδοσφαιράκια, τα οποία αναφέρονται στα σφαιριστήρια και τις λοίπες αίθουσες αναψυχής, ιδιαίτερα κατά τις δεκαετίες του '70 και '80.

...Ας μιλήσουμε όμως για το Ξύλινο. Έχει μια διαφορετική αίγλη σαν παιχνίδι. Είναι ευγενές. Το μυστικό είναι στον καρπό. Πασάρεις με σπόντα από τη μία γραμμή στην άλλη, με το κοντρόλ σφηνώνεις τη μπάλα στα πόδια, κάνεις προσποίηση αριστερά δεξιά για να μπερδέψεις την αντίπαλη άμυνα και, πάνω στην κίνηση, εξαπολύεις μια καραβολίδα...

από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαμπαδίστικος χαρακτηρισμός στομωμένων εργαλείων κοπής, όπως ψαλίδια, κοπίδια, ξυράφια, αλαβάρδες και δεν συμμαζεύεται.

- Μάκη, πιάσε το κοπίδι να ανοίξουμε τις κούτες, ήρθε η παραγγελία. Που' σαι, το πράσινο, γιατί τα άλλα δεν κόβουν ούτε νερό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γίνομαι κουδούνι: κλασική έκφραση δήλωσης - παραδοχής κάποιου, ότι βρίσκεται σε κατάσταση μέθης. Κατά μία εκδοχή, προκύπτει από τη ζαλάδα που βιώνει το υποκείμενο, σαν να χτυπούν μέσα στο κεφάλι του κουδούνια.

Συνώνυμο: γκολ

- Άσε φίλε... τα ήπιαμε χτες με τον Ιεροκλή... κουδούνια γίναμε...
- Κι εσείς οπαδοί του Γκόγκολ, βλέπω...

πιάσε μια πράσινη... (από Jonas, 04/11/09)

βλ. και λιάρδα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ύπουλα, υποχθόνια, σιγά-σιγά και με τρόπο, από την πίσω πόρτα.

Ενδεχομένως προκύπτει από το αγγλικό low, το οποίο ελληνοποιήθηκε ελαφρώς, για τις εγχώριες γλωσσικές ανάγκες.

Πιθανόν μάγκικης προέλευσης, ωστόσο έχει καθιερωθεί και στην καθημερινή σλανγκ στις μέρες μας.

Πριν προλάβουμε καλά-καλά να χωνέψουμε τον οβελία, ξαναχτύπησε η «τρομοκρατική οργάνωση» spread! Για να μας θυμίσει ότι, η εβδομάδα των Παθών πέρασε και αρχίζει η εποχή του μαρτυρίου.

Πόσο σοβαρός μπορεί να είναι ο ισχυρισμός ότι τα spread απογειώθηκαν μόλις κάποιο κυβερνητικό βαθύ …λαρύγγι διέρρευσε το …επτασφράγιστο μυστικό στα κοράκια της διεθνούς κερδοσκοπίας;

Είναι αφελές να πιστεύουμε πως οι αγορές είναι έτοιμες να αποδεχθούν ακόμη και ανυπόστατες φήμες και αντιθέτως αρνούνται κάθε ελληνική προσπάθεια;

Το χθεσινό παράδειγμα «βγάζει μάτια». Η διάψευση της ανώνυμης κυβερνητικής πηγής από τον υπουργό Οικονομικών έγινε αργά το απόγευμα, ενώ όλα είχαν διαμορφωθεί.

Τα πράγματα είναι απλά. Προετοιμάζεται το .......έδαφος για το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και μάλιστα το φέρνουν λάου - λάου, ώστε στο τέλος να το υποδεχθούμε όχι ως ολέθρια επιλογή, αλλά ως λύση επιβεβλημένη, ως αναγκαίο κακό, αν όχι ως σωτηρία!

Άλλωστε οι τελευταίες εξελίξεις φέρνουν πιο κοντά και τη συζήτηση για νέα μέτρα, την οποία ήδη έχει ανοίξει, εμμέσως, τις τελευταίες μέρες η κυβέρνηση ως «αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές

(απ' εδώ)

Ceci n\'est pas Lau-Lau (από Vrastaman, 16/04/10)(από joe909, 11/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολυχρηστικός χαρακτηρισμός που μπορεί να αφορά σε:

  1. Μία κατάσταση χαώδη, σουρεαλιστική ή υπερβολικά κιτς
  2. Έναν χώρο ο οποίος είναι γελοία διακοσμημένος
  3. Ένα άτομο το οποίο είναι κακόγουστα ντυμένο ή παρουσιάζει εκκεντρικότητα στη συμπεριφορά του σε μεγάλο βαθμό

- Τι έλεγε το κλαμπ χτες;
- Άσε, χάλια... είχαν 80΄s night οπότε καταλαβαίνεις... αφίσες του Γαρδέλη στους τοίχους και στις οθόνες να παίζει non-stop το «Ροδα, Τσάντα και Κοπάνα Νο 6»... σωστό τσίρκο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πεθαίνω, χάνομαι, αποδημώ εις Κύριον.

Αξίζει να σημειωθεί, ότι η λέξη «καλιά» αρχικά σήμαινε τη φωλιά των πτηνών, αλλά αργότερα επικράτησε στη φράση τούτη, λειτουργώντας ως ευφημισμός σε περιπτώσεις που θα θέλαμε να πούμε με τρόπο ότι κάποιος «έφυγε» από τον μάταιο τούτο κόσμο, ότι επέστρεψε «στο σπίτι του», δηλαδή.

Γυναίκα - Νίκος Καββαδίας

Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα.
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ εδώ Μαρία
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.

Από παιδί βιαζόμουνα, μα τώρα πάω καλιά μου
Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει
Το χέρι σου που χάϊδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου
για μια στιγμή αν με λύγισε, σήμερα δε με ορίζει.

Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι
Γεμάτη φύκια και ροδάνθη, αμφίβια Μοίρα
Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι
πρώτη φορά σε μια σπηλιά στην Αλταμίρα.

Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει.
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ που μ' είδες.
Στην άμμο πάνω σ' είχα ανάστροφα ζαβώσει
τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες.

Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα.

Στο 3.10 του ανυπέρβλητου άσματος (από Khan, 27/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση ζωηρής επιδοκιμασίας, αναφορικά σε ένα προϊόν πρώτης ποιότητας ή μια κατάσταση γενικότερα που τα σπάει και γουστάρουμε.

- Καλώς την κυρα-Περμαθούλα μας! Έχω κάτι κεράσια σήμερα, άλλο πράμα! Να βάλω;

...γύρω στο 1:46... άλλο πράμα! (από Jonas, 22/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρκετά casual προσφώνηση σε κάποιο πολύ κοντινό και αγαπητό σε εμάς πρόσωπο (σχετ. αγγλ. my man). «Φορέθηκε» πολύ στα 80's, αλλά σήμερα η χρήση του παρουσιάζει κάμψη, αφού η νεολαία προτιμά άλλες προσφωνήσεις σε αντικατάσταση αυτού. Παρ' όλα αυτά παραμένει κλασικό, αφού γαλούχησε μια ολόκληρη γενιά.

Συναντάται σπανιότερα και στη πιο «μάγκικη» μορφή: «δικένε μου»

Πού 'σαι δικέ μου; Δε σε είδαμε στη ντίσκο χτες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified