Κατά το «κενωνία», η λέξη υπερεσία, προφέρεται ελαφρώς αλλοιωμένη (με ε αντί για η) και έχει απαξιωτικό χαρακτήρα.

Αφορά σε κάποια δημόσια υπηρεσία και λέγεται συνήθως είτε από ταλαίπωρους πολίτες που τρέχουν και δε φτάνουν για τις υποθέσεις τους από τη μία στην άλλη, είτε από παλαιούς δημόσιους υπαλλήλους, οι οποίοι μετά από τόσα που έχουν δει τα μάτια τους όλα αυτά τα χρόνια που υπηρετούν, έχουν φτάσει πια στα όριά τους.

  1. - Πού έχεις χαθεί εσύ ρε τόσες μέρες;
    - Άσε, έχω μπλέξει με τις υπερεσίες... πολύ πακέτο σου λέω...

  2. - Την κάνω ρε φίλε, πήγε δωδεκάμισι. Τα λέμε αύριο;
    - Μπα, βαριέμαι Παρασκευιάτικα να έρθω υπερεσία, θα χτυπήσω καμιά αναρρωτική...
    - ΟΚ, καλό τριήμερο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικότατη καθημερινή έκφραση αποδοκιμασίας ή αγανάκτησης. Σα να λέμε τα πιάσαμε τα λεφτά μας, δέσαμε μούτσο, όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη τραβεστί και δεν συμμαζεύεται.

Βλ. μήδι 1. αατα.

(από Jonas, 27/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολυχρηστικός χαρακτηρισμός που μπορεί να αφορά σε:

  1. Μία κατάσταση χαώδη, σουρεαλιστική ή υπερβολικά κιτς
  2. Έναν χώρο ο οποίος είναι γελοία διακοσμημένος
  3. Ένα άτομο το οποίο είναι κακόγουστα ντυμένο ή παρουσιάζει εκκεντρικότητα στη συμπεριφορά του σε μεγάλο βαθμό

- Τι έλεγε το κλαμπ χτες;
- Άσε, χάλια... είχαν 80΄s night οπότε καταλαβαίνεις... αφίσες του Γαρδέλη στους τοίχους και στις οθόνες να παίζει non-stop το «Ροδα, Τσάντα και Κοπάνα Νο 6»... σωστό τσίρκο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαριτωμενιάστικο επιφώνημα δήλωσης της (προφανούς, συνήθως) παρουσίας τίνος σε κάποιο άτομο ή ομάδα ατόμων.

Έχει σχεδόν πάντα ναζιάρικη χροιά και χρησιμοποιείται και ολίγον φορ τεχ λουλζ.

Πιθανώς να προκύπτει από την μπεμπεκίστικη σλανγκ και συγκεκριμένα από το δημοφιλές διαδραστικό παιχνίδι χαζομπαμπάδων / χαζομαμάδων που καλύπτουν το πρόσωπο με τις παλάμες τους και ξαφνικά τις ανοίγουν μπροστά στο σκασμένο τους, αναφωνώντας το εν λόγω επιφώνημα.

Προσοχή: Να μη συγχέεται με το άτσα!

- Τσα!
- Ασταδιάλα ρε, με κοψοχόλιασες...

τσα! (από Jonas, 08/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποστομωτική αρνητική απάντηση με μπόλικη δόση ειρωνείας.

Βλ. επίσης: παλιά, και μπορέλι, ούτε με σφαίρες.

- Μήτσο, έλα δω ρε φιλαράκο να με βοηθήσεις λίγο...
- Πώς αμέ, τρέχοντας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιθέμενο αξεσουάρ, το οποίο βρίσκεται υπό την κατοχή ορισμένων ανθρώπων, παρά τη θέλησή τους και χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να το ξεφορτωθούν. Ουσιαστικά, πηγάζει από την αγανάκτηση των εν λόγω ατόμων, που προσπαθούν να δώσουν μια πειστική ερμηνεία για το πώς τυχαίνει κάθε φορά να συναναστρέφονται με αλλοπρόσαλλα άτομα χωρίς να μπορούν να το αποφύγουν...

Ρε συ, πάλι μουρλός πήγε κι έκατσε δίπλα μου στο λεωφορείο το πρωί... Τι να κάνω με αυτόν τον τρελομαγνήτη που κουβαλάω πια, δε ξέρω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου το υποκείμενο (το οποίο μπορεί να είναι τυφλίτης ή απλά ολίγον γκάου), «τσιμπάει» σε κάτι, πάει να κάνει μια αρπαχτή, αλλά στο τέλος τρώει ήττα.

- ..και που λες, την πέφτω στο παστάκι, αλλά δεν είδα τη ντουλάπα που το συνόδευε και..
- μα καλά, το τυρί το είδες, τη φάκα δεν την είδες;

(από Hank, 18/02/09)Του Αρκά. (από patsis, 13/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published

Ευήθης ερώτηση αστειάτορος, απευθυνόμενη σε κάποιον που μόλις ρεύτηκε, με σκοπό το πείραγμα του τελευταίου - ότι και καλά πάτησε βατραχάκι - και την πρόκληση χαχαλομπούχαλου.

Μοναδικός περιορισμός για τη χρήση του παρόντος, είναι το μικρής έντασης και διάρκειας ρέψιμο, ούτως ώστε ο ήχος που παράχθηκε να μοιάζει όντως με βατραχάκι που πατήθηκε.

Σε πιο δυνατά και μακρόσυτα ρεψίματα κολλάνε περισσότερο οι προσφωνήσεις «μόσχος!» και «βόθρος!» και το «βατραχάκι» καλό είναι να αποφεύγεται.

Συναντάται σε πολλές παραλλάγες όπως: «Ψυχή έχουν και τα βατραχάκια...», «σιγά... το βατραχάκι», «δε λυπάσαι το βατραχάκι;» και δεν συμμαζεύεται...

- Γκράουπ! Σόρυ..
- Μα καλά.. το βατραχάκι δεν το είδες;

τώρα εδώ, τι του λες... (από Jonas, 03/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενισχυτικό απορίας με απώτερο σκοπό την απόδοση έμφασης στην εν λόγω πρόταση. Λέγεται συνήθως σε καταστάσεις συναισθηματικής φόρτισης, αγανάκτησης, θυμού κλπ.

Για παράδειγμα, όταν περιαυτολογούμε και θέλουμε να προβάλουμε τις ικανότητές μας πάνω σε ένα αντικείμενο, ενώ αυτές αμφισβητούνται (μπρίκια κολλάμε;).

Προφέρεται φωναχτά, με παχύ και ολίγον τραβηγμένο σ (shh), για την επίτευξη καλύτερων αποτελεσμάτων.

- Πω ρε πστ, πάλι κόλλησε το βρωμό-πισο... Kάτσε να φωνάξω τον Τάκη που ξέρει...
- Κι εμείς τι σκατά ρόλο βαράμε εδώ μέσα ρε Τούλα; Τζιτζίκια πεταλώνουμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ημι-ρητορική υποτιμητική ερώτηση. Λέγεται σε περιπτώσεις που θέλουμε να μειώσουμε κάποιον άμεσα (ότι δηλαδή, σε σχέση με μας είναι νεούδι, άπειρος και η γνώμη του δεν πιάνει μία μπροστα στη δική μας), χωρίς να πούμε όμως και καμιά βαριά κουβέντα και γίνουμε μπίλιες.

Θα μπορούσε να θεωρηθεί ως φυσική εξέλιξη και επακόλουθο της έκφρασης μια νύχτα δική μου ολόκληρη η ζωή σου.

- Φιλαράκο, για χαλάρωσε λίγο... ποιος νομίζεις πως είσαι, ο Paul Moore;
- Εγώ χαλαρός είμαι... εσύ μάλλον την είδες και καλά γαμάω εδώ μέσα. Στην τελική όμως, τι να μας πεις κι εσυ απ' τη ζωή σου...

Και δεν ανεβάζεις! (από knasos, 02/06/09)00.35 (από xalikoutis, 23/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified