Η λέξη «ατελείωτο» έχει την έννοια του «αφάνταστα υπέροχο», που δεν χορταίνεις να το βλέπεις και να το θαυμάζεις.

Το λέμε κυρίως στην έκφραση «ατελείωτο μωρό», δηλ. η φοβερή γκόμενα, το αμαρτωλό τρελό μωρό, το «πολύ παιδί»!

Αντωνυμία: τελειωμένος (ειρωνικά).

- Αυτή η Ρίτσα... τι ατελείωτο μωρό...
- ...και να σκεφτείς ότι γεννήθηκε Μπάμπης...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατιωτική απειλητική έκφραση ανώτερου (συνήθως σπασαρχίδη υπαξιωματικού, ο οποίος είναι ενδεχομένως τσάτσος του διοικητή λόχου ή και μονάδας σε ακραίες περιπτώσεις) προς στρατιώτη που υπέπεσε σε παράπτωμα, το οποίο και αντελήφθη. Υπονοεί το δώσιμο του εν λόγω στρατιώτη και την έξοδό του στον τάκο της επόμενης ημέρας όπου θα βγει αναφερόμενος και θα αναγκαστεί να χαιρετήσει το διοικητή του, με πιθανότερο αποτέλεσμα τη λήψη καμπάνας.

Επισημαίνεται η χρήση του ενεστώτα παρά του μέλλοντα στην έκφραση, γεγονός το οποίο δίνει μια αίσθηση τετελεσμένου στην απειλή. Το φαινόμενο αυτό συναντάται και σε άλλες (μη σλανγκ) εκφράσεις στον Ε.Σ. (λ.χ. «φεύγεις για μαγειρία-σκουπίδια-οπλοασκήσεις» κλπ)

- Ψωλάρεις νέος; Είπαμε γόπινγκ όλο το προαύλιο μέχρι τις δώδεκα! Και μη δω γόπα κάτω, γιατί αύριο χαιρετάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικότατη έκφραση - ρητορική ερώτηση επιδοκιμασίας, ενθουσιώδους συμφωνίας και ταύτισης αναφορικά με ένα σχόλιο ή πρόταση του συνομιλητή μας, πάνω στη συζήτηση. Συνήθως παίζει και η προσθήκη της λέξης «τώρα» στο τέλος στης φράσης («αυτό πού το πας τώρα»), γεγονός που την ενισχύει ελαφρά ως προς την ένταση της επιδοκιμασίας καθεαυτήν.

Εναλλακτικά, λέγεται και από εμάς τους ίδιους στην αρχή ή στο τέλος των λεγομένων μας, με σκοπό την δημιουργία προβληματισμού στον συνομιλητή μας, για να τον πείσουμε ή για να αποτρέψουμε τυχόν αντιρρήσεις και διαφωνίες.

- Η μάνα μου γκρινιάζει γιατί μπαίνω, λέει, συνέχεια στο σλανγκ.γκρ και δεν κάνω τα μαθήματα μου...
- Ε, πες της ότι το 19 στην Έκθεση το χρωστάς στο σλανγκ.γκρ και θα κάνει μόκο...
- Εμ, αυτό πού το πας;
- Καλό αυτό, να πάρω τη σλανγκασίστ;
- Άσε, το έχει βάλει ο Jonas...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επαινετική έκφραση προς κάποιον που κατάφερε κάτι δύσκολο ή αξιοθαύμαστο, άξιο πολλαπλών σπεκίων.

- Τι έγινε χτες με το Μαράκι; Σας χάσαμε...
- Να μωρέ, είπαμε να πάμε κάπου πιο ήσυχα...
- ...και;
- Αράξαμε σπίτι μου...
- Αυτός είσαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς, είμαι σε απελπιστική κατάσταση και δεν αντέχω άλλο, βαράω μπιέλα, τα παίζω. Η λέξη «τιλτ», προέρχεται από τα παλιά φλιπεράκια, τα οποία, εάν κουνούσες για πάνω από 2-3 δευτερόλεπτα, μπλόκαραν σκόπιμα και έχανες τη μπάλα, ενώ σε εμφανές σημείο αναβόσβηνε η ένδειξη «tilt» («κλίση»).

- Ρε φίλε δεν αντέχω άλλο με αυτή τη δουλειά, κάθε μέρα με πάει γαμιώντας. Όπου να 'ναι θα βαρέσω τιλτ μου φαίνεται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αγαπούλα, το ζετεμάκι, που μας παιδεύει και μας στεναχωρεί πολλές φορές, αλλά εμείς του έχουμε αδυναμία και το αγαπάμε.

Απ' την τόση παραζάλη, πονεί το κεφαλάκι μου! Πάρε με στην αγκαλιά σου, πάρε με, βασανάκι μου! Πάρε με στην αγκαλιά σου, πάρε με, πάρε με, βασανάκι μου!

Το γιατρό και το σπετσιέρη, δε ζητώ μανάκι μου! Πάρε με στην αγκαλιά σου, πάρε με, βασανάκι μου! Πάρε με στην αγκαλιά σου, πάρε με, πάρε με, βασανάκι μου!

Συ που μ' έχεις αρρωστήσει, διώξε το φαρμάκι μου! Πάρε με στην αγκαλιά σου, πάρε με, βασανάκι μου! Πάρε με στην αγκαλιά σου, πάρε με, πάρε με, βασανάκι μου!

Παλιό ρεμπέτικο. Στίχοι: Χαράλαμπος Βασιλειάδης Μουσική: Απόστολος Χατζηχρήστος
Πηγή: Rebetiko_wiki

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερθετικός βαθμός του «γαμάει» με την καλή έννοια, ήτοι τα σπάει, είναι φοβερό, είναι douze points και βάλε, έχει πολύ μεγάλη πέραση.

Τώρα, γιατί τα σίδερα μπορούν και προδίνουν αυτή την ιδιότητα σε μία κατάσταση ή ένα αντικείμενο, δεν είναι απόλυτα σαφές. Η πιο πιθανή εξήγηση είναι ότι έχει να κάνει με την σκληροπυρηνικότητα της γαμιστερότητας των ανωτέρω, η οποία τρώει (ή μάλλον γαμάει) τα σίδερα για πρωινό.

- Άκουσες το καινούργιο CD των The Last Bribe; Μιλάμε, γαμάει σίδερα, thunder σαν να μπαίνει η άνοιξη, εντελώς όμως...

- Α;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση η οποία αφορά συνήθως σε μια κατάσταση η οποία δεν πάει άλλο, είναι απελπιστική ή μας προκαλεί σοβαρή δυσφορία.

- Πώς τα βλέπεις; Θα βάλουμε κανα γκολάκι να πάμε παράταση;
- Καλά στραβός είσαι ρε; Δε βλέπεις που γαμιέται ο Δίας τόση ώρα;

(από jesus, 12/09/11)αν ψηφίσετε Σύριζα... (από MXΣ, 22/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικός μάγκικος χαιρετισμός, ο οποίος αναλύεται ως εξής:

1) Γειαχαραντάν (= γεια + χαρά + νταν): Το πολύ δημοφιλές «γεια χαρά» στην καθομιλουμένη, ευχή για υγεία και χαρά δηλαδή. Το «νταν» κατά 99,9 % αποτελεί μάγκικη προσθήκη άνευ ιδιαίτερης σημασίας, ούτως ώστε να κάνει ρίμα με το ακόλουθο «και τα κουκιά μπαγλάν». Εκτός εάν υπήρξε όντως κάποιος Μέγας Φιλέλλην μαγκίτης ονόματι Dan, στον οποίο απευθύνονται οι χρήστες της φράσης από σεβασμό στο όνομά του.

2) και τα κουκιά μπαγλάν: αναφέρεται στο παίξιμο του κομπολογιού, στη χαρακτηριστική κίνηση δηλαδή, τινάγματος των χαντρών (=κουκιά) προς τα πίσω και τον χαρακτηριστικό ήχο που παράγεται.

Σημείωση: το (2) (και τα κουκιά μπαγλάν) δύναται να ακολουθεί και άλλη φράση πέρα του «γειαχαραντάν» αρκεί να παράγεται ρίμα. Σε μια τέτοια περίπτωση, γίνεται κυρίως για πλάκα, φορ τεχ λουλζ, όχι προς χαιρετισμό (βλ. 2η παράγραφο εδώ).

- Γεια σας μάγκες...
- Γειαχαραντάν και τα κουκιά μπαγλάν...

Χάρρυ Κλύνν, Αλαλούμ (1982) (από vikar, 05/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του ατόμου με τάση να τρώει ξύλο από τους άλλους αδιαμαρτύρητα, του κακομοίρη καρπαζοεισπράκτορα.

Προκύπτει από τον μικρόσωμο ηλικιωμένο συμπρωταγωνιστή του Benny Hill, (κατά κόσμον Jackie Wright), ο οποίος σε κάθε επεισόδιο της τηλεοπτικής σειράς «The Benny Hill Show» έτρωγε μπόλικες γρήγορες ψιλές στο καραφλό του κεφάλι από τον πρώτο και μάλιστα με το φιλμ να παίζει σε πολλές στροφές.

- Το βλέπεις εκείνο κει το ντούκι απέναντι;
- Ναι, τι;
- Στο σχολείο που τον είχαμε ήταν σαν το γεράκο του Μπένυ Χιλλ. Μέχρι που του τη βάρεσε μια μέρα και πλακώθηκε στα κικμπόξ και τις κρεατίνες και στο τέλος μας έδειρε όλους μόνος του...
- Πίκρα...

Ο Jackie Wright (από Jonas, 21/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified