Ειρωνική έκφραση, η οποία χρησιμοποιείται για μια κατάσταση ή ένα πρόσωπο, τα οποία υποτίθεται μας προκαλούν φόβο ή άγχος, εν τέλει ανεπιτυχώς.

Παραλλαγή: κάνω τσισάκια μου.

- Ρε Μάκη, σου φωνάζει ο Διευθυντής να του πας τις καταστάσεις στο γραφείο του, δεν ακούς;
- Καλά, πες του να μη φωνάζει πολύ γιατί θα κάνω κακάκια μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοκτέιλ αμφιλεγόμενης προέλευσης, προκύπτει από τη μίξη/αραίωση ούζου με μπύρα αντί για νερό. Οι αναλογίες ούζου/μπύρας ποικίλουν, ανάλογα με τα γούστα του καθενός.

- Τελικά τον βρήκαμε τον Ιεροκλή, είχε αράξει στα σκαλάκια κι έπινε μπυρούζα...

Nikoai Gogol (από pavleas, 26/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Κυριολεκτικά, το βαθύ μπλε, το χρώμα το πελαγίσιο, της ανοιχτής θάλασσας. Μεταφορικά, χρησιμοποιείται στη μορφή «κάνω κάποιον μπλε-μαρέ», εννοώντας πως τον σαπίζω στο ξύλο, τον κάνω αγνώριστο, ήτοι του προκαλώ τόσους μώλωπες από τα κλωτσομπουνίδια, που έχει αποκτήσει ολόκληρος μια μπλε-μαρέ απόχρωση.

- Λίτσα, μη με πρήζεις γιατί θα με πιάσουν τα διαόλια μου και θα σε κάνω μπλε-μαρέ από το ξύλο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιρική σλανγκορολογία. Αναφέρεται σε άστοχο σουτ το οποίο πήρε υπερβολικό ύψος, φτάνοντας την πτηνόσφαιρα, γεγονός για το οποίο, ο επίδοξος σκόρερ κινδυνεύει να λιντσαριστεί, όχι μόνο από έξαλλους απογοητευμένους οπαδούς της ομάδας του, αλλά και από οργισμένους ακτιβιστές της Greenpeace.

Χρήση: «Το σουτ / η μπάλα πήγε στα πουλιά» ή πιο απλά σκέτο: «στα πουλιά».

- Καραμήτρος με τη μπάλα... Καραμήτρος... Καραμήτρος... κάνει ό,τι θέλει στο χώρο του κέντρου... Καραμήτρος... Καραμήτρος λίγο έξω από τη περιοχή... ΤΟ ΣΟΥΤ ΚΑΙ.... στα πουλιά....

Επίσης δες και στο γάμο του Καραγκιόζη, καντήλι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση χαιρεκακίας, προερχόμενης από μια κατάσταση η οποία εν τέλει δικαιώνει το άτομο που την ξεστομίζει προς εκείνον που κακώς δε δέχτηκε να ακολουθήσει τη συμβουλή του προηγουμένως, τύπου: «στα-λεγα-εγώ-από-την-αρχή-αλλά-στα-παπάρια-σου-και-τώρα-θα-υποστείς-τις-συνέπειες.»

- Στα λεγα ρε Μητσάρα, μη μπλέξεις με τη μικρή. Λούσου τα τώρα...

(από Khan, 08/02/13)

Βλ. και μην την πιείτε, λουστείτε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το γνωστό ειδησεογραφικό πρακτορείο.

Χαρακτηρισμός προσώπου, διαβόητου για την ικανότητά του να συλλέγει και να διαδίδει πληροφορίες, πολλές από τις οποίες θα ήταν δύσκολο να πέσουν στην αντίληψη ενός κοινού ανθρώπου σε φυσιολογικές συνθήκες.

Αλλιώς, ο υπερβολικά κουτσομπόλης άνθρωπος, η Σούπερ Κατίνα (αναφέρεται και στα δύο φύλα).

- Ρε Ιεροκλή, τα 'μαθες για τη Σούλα και το Μπάμπη; Τον έκανε τσακωτό με τη Πόπη και χώρισαν!
- Καλά ρε Μητσάρα, είσαι και πολύ Ρόιτερ μιλάμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το «κενωνία», η λέξη υπερεσία, προφέρεται ελαφρώς αλλοιωμένη (με ε αντί για η) και έχει απαξιωτικό χαρακτήρα.

Αφορά σε κάποια δημόσια υπηρεσία και λέγεται συνήθως είτε από ταλαίπωρους πολίτες που τρέχουν και δε φτάνουν για τις υποθέσεις τους από τη μία στην άλλη, είτε από παλαιούς δημόσιους υπαλλήλους, οι οποίοι μετά από τόσα που έχουν δει τα μάτια τους όλα αυτά τα χρόνια που υπηρετούν, έχουν φτάσει πια στα όριά τους.

  1. - Πού έχεις χαθεί εσύ ρε τόσες μέρες;
    - Άσε, έχω μπλέξει με τις υπερεσίες... πολύ πακέτο σου λέω...

  2. - Την κάνω ρε φίλε, πήγε δωδεκάμισι. Τα λέμε αύριο;
    - Μπα, βαριέμαι Παρασκευιάτικα να έρθω υπερεσία, θα χτυπήσω καμιά αναρρωτική...
    - ΟΚ, καλό τριήμερο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενώ η ποιητική άδεια (αδεία) είναι η άτυπη ανοχή που τηρείται σε περίπτωση (εσκεμμένης συνήθως) απόκλισης από τις νόρμες και τους καθιερωμένους κανόνες (της ποίησης κυρίως αλλά μπορεί να επεκταθεί και σε πιο καθημερινές καταστάσεις, μεταφορικά), η ποιητική αηδία αναφέρεται σε περιπτώσεις απόκλισης σε τόσο μεγάλο βαθμό, όπου η ύπαρξη της παραμικρής ανοχής θεωρείται αδύνατη.

- Λάκη, είπαμε, καλός ο ατονισμός και ο ασιγματισμός, αλλά εσύ το ξεμούνιασες. Ποιητική αηδία πια...

Η έκφραση ποιητική αδεία είναι δοτική του τρόπου (το ποιητική παίρνει υπογεγραμμένη στην κατάληξή του, αλλά που να τη βρούμε για να τη βάλουμε... :).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περισσότερα για τον Χαϊλάντερ εδώ.

Η συγκεκριμένη έκφραση χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις που θέλουμε να αποκλείσουμε κάτι για το οποίο αδημονεί / ελπίζει ο συνομιλητής μας, αλλά δε γίνεται να το πούμε στα ίσια, είτε διότι είμαστε θετικοί / αισιόδοξοι άνθρωποι και η λέξη «όχι» δεν βρίσκεται στο λεξιλόγιό μας, είτε διότι γουστάρουμε να τον δουλέψουμε λίγο κι από πάνω (συνήθως το δεύτερο).

Είναι, δηλαδή, ένας έμμεσος τρόπος να πούμε «δεν παίζει, δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ.»

- Ρε Σούλα, τι θα γίνει, θα πάμε για κείνο τον γκαϊφέ που λέγαμε;
- Όταν πεθάνει ο Χαϊλάντερ θα πάμε...

Δες και του Αγίου Πούτσου ανήμερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μερφική έκφραση, η οποία διατυπώνεται λακωνικά σε περιπτώσεις όπου όλα πάνε στραβά και δεν υπάρχει ελπίδα βελτίωσης. Η ανάγνωση του εγχειριδίου δεν πρόκειται να βοηθήσει εδώ.

- Ρε φίλε, τι να κάνω δε ξέρω με αυτό το βρωμομηχάνημα που αγόρασα... τι RAM του άλλαξα, τι κάρτα γραφικών, τι τροφοδοτικό... όλο μου σβήνει στα δύο λεπτά...
- Μάγκα μου άσ' το... δε θα δουλέψει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified