Κλασική, ελαφρώς τιραμισουρεαλιστική έκφραση, όπου το Υ μπορεί να είναι οτιδήποτε, όπως τσίχλες, τσιγάρα, εφημερίδα, σουβλάκια, γκαζόζες, πατάκια, νερό, προς νερού και δεν συμμαζεύεται.

Το λέμε σε περιπτώσεις όπου κάποιος -ο Χ στην προκειμένη- πετάχτηκε κάπου μισό (και καλά), συνήθως για να αγοράσει κάτι και έχει αργήσει πολύ να επιστρέψει. Υποθέτουμε έτσι, ότι κάτι ανεξήγητο του συνέβη για να καθηστερήσει τόσο, όπως αυτή καθεαυτή η μεταμόρφωση του ιδίου στο αντικείμενο για το οποίο κίνησε εξ αρχής.

- Που χάθηκε ρε συ ο Τάκης;
- Έλα μου ντε! Για τσιγάρα πήγε και τσιγάρα έγινε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερθετικός βαθμός της κατάστασης «Βέγγος», δηλαδή τρέχω απίστευτα, κυριολεκτικά ή μεταφορικά.

Προκύπτει από τα γνωστά σκετσάκια του αξέχαστου Άγγλου κωμικού (Benny Hill 1924 - 1992), σε πολλά από τα οποία ενώ ο ίδιος έτρεχε, το φιλμ παιζόταν σε μεγαλύτερη ταχύτητα, με το γνωστό μουσικό κομματάκι να τον συνοδεύει (Yakety Sax).

- Τι λέει; Πώς πάνε οι ετοιμασίες για τον γάμο;
- Άσε φίλε, έχω γίνει Μπένυ Χιλλ. Δεν προλαβαίνω ούτε να κλάσω...

(από Jonas, 20/10/10)(από Jonas, 25/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

*Καμία σχέση με την ΠΑΣΠ*. Προκύπτει από τις λέξεις «πάω» και «σπίτι» και υποδηλώνει το αυτό. Βλ. επίσης: την κανά.

- Λοιπόν μάγκες, μάλλον θα γίνω πασπίτης σε λίγο...

(από Khan, 14/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιαχή τύπου «ντου!», η οποία όμως έχει να κάνει με λιγότερο βίαιες δραστηριότητες από αυτές των μπαχαλάκηδων. Χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον, σε περιπτώσεις όπου διακρίνουμε πρώτοι μια ευκαιρία για αρπαχτή και τρέχουμε να την εκμεταλλευτούμε.

(1η μέρα εκπτώσεων, πρωί, έξω απο πολυκατάστημα)

- Άνοιξαν οι πόρτες! Γιούρ(γ)ια στον ταβλά με τα κουλούρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το θρυλικό συγκρότημα Guns n' Roses (1985 - παρόν), ελαφρώς περιπαιχτικά, ή από κάποιον που βαριέται / δυσκολεύεται να προφέρει το σωστό όνομα στα Αγγλικά.

Δεν είναι ακριβώς ομόηχο, αλλά βγάζει γέλιο.

- Take me down to the paradise city, where the grass is green and the girls are pretty... Taaaake... meeee... hoooooooooooooome...
- Τάκηηη... πάλι τις Γκαζόζες στο γουώκμαν ακούς βρε τεμπελχανά; Κάτσε άνοιξε τα στραβά σου και διάβασε κανά βιβλίο λέω εγώ... αλλιώς μην περιμένεις να σου πάρω το ατάρι που είπαμε... ακούς;

Γκαζόζες (από Jonas, 05/05/11)(από Khan, 12/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρα από την περιγραφή ατόμου με υπερβολικά εξέχουσα κάτω γνάθο (το οποίο και έχει ήδη καταχωρισθεί στο παρόν σάιτ), η λέξη τούτη δύναται να χρησιμοποιηθεί και αναφορικά με επί μακράν διαμένοντες στη χώρα μας αλλοδαπούς (20 χρόνια και βάλε), οι οποίοι παρ' όλα αυτά δε λένε να μιλήσουν σωστά τα ελληνικά με καμία Παναγία: «σκοτώνουν» τις λέξεις, μπερδεύουν τα γένη, αλλοιώνουν ή και παραλείπουν τελείως τα άρθρα, δυσκολεύονται να προφέρουν τα περισσότερα σύμφωνα κ.ο.κ. - όπως ακριβώς και ο συμπαθέστατος κατά τα άλλα Πολωνός κόουτς.

- Αυτός ο περιπτεράς, πολύ Γκμοχ βρε παιδί μου... 30 χρόνια στην Ελλάδα, τα παιδιά του γίνανε γιατροί και δικηγόροι και ακόμα δεν μπορεί να μιλήσει σωστά...
- Ναι ρε συ... και μια που τ' αναφέραμε, πάνε πάρε μου ένα Μάλμπουρο...

(από Jonas, 28/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοαναφορικά, λέγεται σε περιπτώσεις πετυχημένης χρήσης ενός λήμματος προερχομένου εκ σλανγκρ, όπου σε κάθε άλλη περίπτωση, για να αποδοθεί το ίδιο ορθά και εντυπωσιακά αυτό που θέλαμε να πούμε, θα χρειαζόταν μια ολόκληρη παράγραφος και βάλε.

Εκ του «γλώσσα λανθάνουσα αλήθειαν λέγει», χωρίς να έχει και πολλή σχέση όμως.

Φανταστικός διάλογος στο σλανγκ ντοτ γκρ:

Putzinstitutgraduate: Πω ρε φίλε, μιλάμε το συγκρότημα γαμεί! Thunder σαν να μπαίνει η άνοιξη, κανονικά...

Kavliprizenominate: Γλώσσα σλανγκίζουσα αλήθεια λέγει! Τι να πω, με κάλυψες!

Απο το "Dictionary of the Vulgar Tongue", 1811 (από Vrastaman, 29/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γούκι (αγγλ. Wookiee) είναι μια μυθική φυλή εξωγήινων ανθρωποειδών όντων, ενδημικών του πλανήτη Κασίκ (αγγλ. Kashyyyk), ο οποίος βρίσκεται ξεχασμένος κάπου μέσα στο αστροπολεμικό σύμπαν του φαντασιόπληκτου Γεωργίου Λουκά.

Αν και νοήμονα όντα, χαρακτηρίζονται από ωμούς τρόπους, μυώδη σωματότυπο, υπερβολική τριχοφυΐα και ενδιαφέρουσα «γλώσσα», η οποία αποτελείται κατά κύριο λόγο από άναρθρες κραυγές.

Σλανγκικώς λοιπόν, περιγράφει ακριβώς τον παραπάνω τύπο ανθρώπου, το πιθήκι, το τριχωτό ντούκι (κάνει και ρίμα, χα!), που δεν έχει ούτε τρόπους, ούτε γνώση περί σωστής χρήσης της μητρικής του γλώσσας πέρα από όσα έμαθε στην τετάρτη δημοτικού.

- Φιλενάδα τάξε μου!
- Τι;
- Θα βγώ με τον Λεωνίδα!
- Έλα! Αυτό το γούκι; Τόσο απελπισμένη πια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελαφρώς απαξιωτική απάντηση στην ερώτηση «τι ώρα είναι;», αρκετά δημοφιλής στους εκνευριστικούς τύπους που αρέσκονται να απαντούν σε μια ερώτηση με ερώτηση.

Ο χρήστης της φράσης αδημονεί να διακόψει τον συνομιλητή του, υπονοώντας εμφανώς ότι ποσώς τον ενδιαφέρει τη δεδομένη στιγμή τι ώρα δείχνει το ρολόι του (εάν έχει καν).

Η φράση συναντάται πολλές φορές και με το επιφώνημα ε στην αρχή της (ε, δε θα 'ναι;).

— Γαμώτο, έχω ραντεβού για πεντικιούρ στις δώδεκα. Τι ώρα είναι Τάκη μου;
Ε, δε θα 'ναι;

Δες ακόμη: η ώρα που γαμούν οι σκύλοι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μερφική έκφραση, η οποία διατυπώνεται λακωνικά σε περιπτώσεις όπου όλα πάνε στραβά και δεν υπάρχει ελπίδα βελτίωσης. Η ανάγνωση του εγχειριδίου δεν πρόκειται να βοηθήσει εδώ.

- Ρε φίλε, τι να κάνω δε ξέρω με αυτό το βρωμομηχάνημα που αγόρασα... τι RAM του άλλαξα, τι κάρτα γραφικών, τι τροφοδοτικό... όλο μου σβήνει στα δύο λεπτά...
- Μάγκα μου άσ' το... δε θα δουλέψει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified