Έκφραση αγανάκτησης, χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου το υποκείμενο αδικείται καταφανώς και εκφράζει με αυτό το τρόπο το παράπονό του για την αδικία που υπέστη.

- Ρε φίλε, πάλι με έβγαλε από τις υπερωρίες ο Διευθυντής. Γιατί, εγώ δεν δουλεύω όπως και οι υπόλοιποι; Σε πηγάδι κατούρησα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό «sax and violins», το οποίο αποτελεί λογοπαίγνιο του επίσης αγγλικού «sex and violence» (ήτοι «σεξ και βία», το οποίο χρησιμοποιείται και στη γλώσσα μας).

Λέγεται σε περιπτώσεις όπου θέλουμε να αναφερθούμε σε μια ανάλογη της έκφρασης κατάσταση, ή να απειλήσουμε κάποιον, αλλά υφίσταται ανάγκη κωδικοποιημένης διατύπωσης λόγου.

Λέγεται ότι ειπώθηκε για πρώτη φορά από τον David Byrne των Talking Heads στο ομώνυμο τραγούδι (βλ. μήδι).

- Ιεροκλή, ακόμα μου χρωστάς εκείνα τα εκατό. Θες να σε αρχίσω στο σαξόφωνο και τα βιολιά δηλαδή;

(από Jonas, 25/05/09)(από jesus, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση, η οποία συντάσσεται συνήθως με το ρήμα πετάω (πετάω κάποιον / κάτι σαν - ).

Είναι συνώνυμο του ξεφορτώνομαι, με την έννοια του διώχνω από δίπλα μου κάτι ή κάποιον χωρίς πολλή σκέψη και με συνοπτικές διαδικασίες, είτε γιατί μου είναι αδιάφορο, άχρηστο, ανεπιθύμητο, είτε γιατί επιτέλεσε τον σκοπό για τον οποίο προοριζόταν.

- Έαε, τι γίνεται;
- Τι να γίνεται, σκατά κι απόσκατα. Λήγει η σύμβαση σε λίγες μέρες, έρχεται και ο Καυλικράτης... θα μας πετάξουνε σα τη τρίχα απ' το προζύμι, τη βλέπω τη δουλειά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε κάποια τοπικά ιδιώματα είναι συνώνυμο του «γεμίζω» και, ολίγον πιο μεταφορικά, του «χορταίνω» (γεμίζω την κοιλιά μου, δηλαδή).

Σλανγκικώς, λέγεται σε περιπτώσεις ρίψης μεταφορικής τάπας σε κάποιον, όταν δηλαδή τα επιχειρήματα της επικρατούσας πλευράς είναι τόσο ατράνταχτα και αποστομωτικά, που η άλλη έχει κατά κάποιον τρόπο κατακλυσθεί (χορτάσει) από αυτά και το μόνο που την παίρνει να κάνει είναι τουμπεκί.

Από το Δ.Π: Mes

- Όταν καπνίζει ο λουλάς, εσύ δεν πρέπει να μιλάς...
- Kαλά, πιάσε μια Amstel.
- Μη μιλάς λέω... σε ρούπωσα... (να ν' καλά το slang.gr...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το γνωστό ειδησεογραφικό πρακτορείο.

Χαρακτηρισμός προσώπου, διαβόητου για την ικανότητά του να συλλέγει και να διαδίδει πληροφορίες, πολλές από τις οποίες θα ήταν δύσκολο να πέσουν στην αντίληψη ενός κοινού ανθρώπου σε φυσιολογικές συνθήκες.

Αλλιώς, ο υπερβολικά κουτσομπόλης άνθρωπος, η Σούπερ Κατίνα (αναφέρεται και στα δύο φύλα).

- Ρε Ιεροκλή, τα 'μαθες για τη Σούλα και το Μπάμπη; Τον έκανε τσακωτό με τη Πόπη και χώρισαν!
- Καλά ρε Μητσάρα, είσαι και πολύ Ρόιτερ μιλάμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του πανηγυρικού γκέι. Προκύπτει από την εμφάνιση του ιδίου, η οποία είναι ασορτί με τη σημαία του (βλ. μήδι 1 στο παραπάνω λίνκι). Παρατηρείται ιδίως όταν πρόκειται για συμμετέχοντες σε σχετικές οργανωμένες εκδηλώσεις - φεστιβάλ.

- Που λες χτες, είπαμε να πάμε για καφέ στη πλατεία, όταν ξαφνικά ακούσαμε μουσικές και καραμούζες να πλησιάζουν...
- Και τι έγινε;
- Μας την πέσανε κάτι μπιλντέρια ριγωτοί, είχανε κανα φεστιβάλ μάλλον... οπότε είπαμε άκυρο και την κάναμε με ελαφρά...

les bandes blanches.. ceci n\'est pas ριγωτοί (από Jonas, 19/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο gay περιωπής, ο οποίος ανέβηκε ιεραρχικά με τον καιρό στις τάξεις τους, διότι:

  1. η σκούφια του κρατάει από καλό τζάκι, από γνωστή οικογένεια κλπ,

  2. εδώ και χρόνια στο κουρμπέτι δούλευε υπερωρίες, με αποτέλεσμα να φτιάξει καλό όνομα,

  3. είναι καραξεφωνημένη, κανείς δε θυμάται πριν πόσα χρόνια ακριβώς βγήκε από την ντουλάπα και σα να μην έφτανε αυτό, έχει «βοηθήσει» κι άλλους να βγουν απ' αυτήν.

Ακολουθεί απολαυστικό μήδι.

- (Μ)πέηζιλ: Γεια σας αγόρια!
- Αγόρια: Ίσα μωρή προϊσταμένη!

(από Jonas, 27/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενώ η ποιητική άδεια (αδεία) είναι η άτυπη ανοχή που τηρείται σε περίπτωση (εσκεμμένης συνήθως) απόκλισης από τις νόρμες και τους καθιερωμένους κανόνες (της ποίησης κυρίως αλλά μπορεί να επεκταθεί και σε πιο καθημερινές καταστάσεις, μεταφορικά), η ποιητική αηδία αναφέρεται σε περιπτώσεις απόκλισης σε τόσο μεγάλο βαθμό, όπου η ύπαρξη της παραμικρής ανοχής θεωρείται αδύνατη.

- Λάκη, είπαμε, καλός ο ατονισμός και ο ασιγματισμός, αλλά εσύ το ξεμούνιασες. Ποιητική αηδία πια...

Η έκφραση ποιητική αδεία είναι δοτική του τρόπου (το ποιητική παίρνει υπογεγραμμένη στην κατάληξή του, αλλά που να τη βρούμε για να τη βάλουμε... :).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατασκευασμένη διάλεκτος χάριν ανάγκης κωδικοποιημένης ομιλίας, η οποία προκύπτει από τον αναγραμματισμό των φθόγγων των λέξεων. Ακόμα και η ίδια η λέξη ποδανά προκύπτει από τη λέξη ανάποδα.

Ραιάω ράμε μέραση... (Ωραία μέρα σήμερα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορμάω με τσαμπουκά και πετυχαίνω σε κάτι, παίρνω τον αέρα κάποιου, νικάω έναν αντίπαλο, ή γενικότερα, παίρνω το κολάι πάνω σε κάτι.

Σχετικό: πιάνω τον πάπα απ' τα αρχίδια Προσοχή: να μη συγχέονται οι δύο εκφράσεις - ο Πάπας δεν έχει κέρατα (εμφανή, τουλάχιστον) και κανείς δεν πιάνει ταύρο απ' τα αρχίδια.

- Ρε φίλε, μην αγχώνεσαι, μια απλή συνέντευξη είναι. Θα μπεις μέσα και θα πιάσεις το ταύρο απ' τα κέρατα, το ξέρω. Όλα καλά...

Got a better definition? Add it!

Published