Απειλητική έκφραση. Μπορεί, εκ πρώτης όψεως, να ακούγεται γλυκειά και αθώα, αλλά είναι συνώνυμη και ισοδύναμη με άλλες εκφράσεις τύπου «θα σου γαμήσω τα πρέκια»΄ απλά, όταν χρησιμοποιούμε τη συγκεκριμένη χρυσώνουμε το χάπι, συνήθως για να δείξουμε ότι γαμάμε αλλά, παράλληλα, ότι δεν είμαστε και νταλικέρηδες, έχουμε δηλαδή αίσθηση του χιούμορ.

Λέγεται από εκπροσώπους και των δύο φύλων με στόχο εκπροσώπους επίσης των δύο φύλων. Το αν μπορεί το θύμα να καταστεί μητέρα βιολογικά ή όχι, δεν έχει καμία σημασία.

- Ιεροκλή, πέσε εκείνα τα είκοσι που μου χρωστάς κάτι μήνες γιατί θα σε κάνω μητέρα...
- Καλά, και μπορέλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η RAM (Random Access Memory) είναι η προσωρινή μνήμη ενός Η/Υ, μέρος ζωτικότατο όσο και απολύτως απαραίτητο για την άρτια λειτουργία του. Όταν χρησιμοποιούμε μεταφορικά την έκφραση «ο τάδε έχει κάψει RAM», θέλουμε να δείξουμε ότι έχει πολύ αδύνατη μνήμη, δεν θυμάται Χριστό, βρίσκεται σε αρχή Αλτσχάιμερ.

- Ρε Μητσάρα, σου έδωκε τελικά ο Ιεροκλής εκείνα τα εκατό που σου χρώσταγε;
- Ποια εκατό ρε Τεό, είκοσι μου χρώσταγε...
- Καλά, έχεις κάψει RAM μου φαίνεται...

(από GATZMAN, 28/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση ανυπομονησίας και ελαφράς αγανάκτησης, η οποία αφορά στην καθυστέρηση παρασκευής και προσκόμισης ενός γεύματος ή ροφήματος στον σλανγκιστή συνδαιτυμόνα.

σ.ς.: Υποτίθεται ότι η ύπαρξη μεγάλου αριθμού κοκκάλων σε ένα φαγητό που μαγειρεύεται, είναι δυνατόν να καθυστερήσει σημαντικά τον χρόνο που απαιτείται για να ετοιμαστεί.

- Άντε ρε Σούλα με αυτόν τον ελληνικό, δέκα λεπτά περιμένω... Κόκκαλα έχει;

βλ. και κόκαλα έχει (ο καφές);

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από παλιά διαφήμιση της γνωστής οδοντόκρεμας.

Το συγκεκριμένο σλόγκαν καθιερώθηκε και στο σλανγκικό σύμπαν. Χρησιμοποιείται με μπόλικη δόση ειρωνείας, όταν θέλουμε να καταδείξουμε ένα αντιπαθητικό άτομο που:

  1. φαίνεται να έχει καλούς τρόπους και χαμογελάει συνέχεια επιδεικνύοντας την κατάλευκή του οδοντοστοιχία για να κάνει δημόσιες σχέσεις (ενώ εμείς γνωρίζουμε πως πρόκειται για φίδι), ή

  2. είναι κακάσχημος, υποφέρει από τερηδόνα, ουλίτιδα, του λείπουν αρκετά δόντια και το χαμόγελο τον χαλάει ακόμα πιο πολύ, ή απλά,

  3. είναι αυτό που ο σοφός λαός ονομάζει «χαζό παιδί χαρά γεμάτο».

Για καλό πάντως, δεν είναι.

  1. - Τσέκαρε τον Λάκη, ρε... από τότε που πολιτεύτηκε απέκτησε και το χαμόγελο της Colgate, κανονικά όμως...

  2. Βλ. μήδι νο 1

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρκετά casual προσφώνηση σε κάποιο πολύ κοντινό και αγαπητό σε εμάς πρόσωπο (σχετ. αγγλ. my man). «Φορέθηκε» πολύ στα 80's, αλλά σήμερα η χρήση του παρουσιάζει κάμψη, αφού η νεολαία προτιμά άλλες προσφωνήσεις σε αντικατάσταση αυτού. Παρ' όλα αυτά παραμένει κλασικό, αφού γαλούχησε μια ολόκληρη γενιά.

Συναντάται σπανιότερα και στη πιο «μάγκικη» μορφή: «δικένε μου»

Πού 'σαι δικέ μου; Δε σε είδαμε στη ντίσκο χτες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αποκάλυψη στοιχείων, το ρουφιανιλίκι, το δώσιμο, είτε όταν πρόκειται για ομολογία (ως αποτέλεσμα ανάκρισης ή όχι), είτε συνειδητά, με σκοπό το ίδιο όφελος ή την εκδίκηση.

Συναντάται σαν ρήμα, όταν θέλουμε να καταδείξουμε τον άνθρωπο που «μίλησε», στη μορφή «ο τάδε κελάηδησε».

- Ρε φίλε τα μαθες; Πιάσαν τον Ιεροκλή με κάτι ψύλλους. Λες να κελάηδησε ο Μητσάρας;
- %$@#@#$

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση της οποίας η προέλευση εντοπίζεται σε παλιότερες εποχές, στα χωριά, όπου σε κάθε γιορτή, πανηγύρι και τα συναφή, η έναρξη των εορταστικών εκδηλώσεων δινόταν από την εκάστοτε μπάντα, τους οργανοπαίχτες (με την καλή έννοια).

Σήμερα, η έκφραση αυτή έχει χάσει αρκετά την αρχική της σημασία, της έχει αποδοθεί ένας μάλλον αρνητικός χαρακτήρας. Όταν χρησιμοποιείται, σημαίνει την είσοδο σε μια ενοχλητική κατάσταση διαρκείας την οποία ενδεχομένως έχουμε ξαναζήσει, χαοτική, ταραχώδη, ίσως λίγο βίαιη ή με σημαντικές για μας ανακατατάξεις, που μας προκαλεί δυσφορία και που θα θέλαμε να αποφύγουμε, αλλά είναι αναπόφευκτη.

- Μπαμπαααά, μπαμπά... είναι μακριά η Αυστραλία;
- Μπαμπάκια! Πωω ρε πστ! Άρχισαν τα όργανα πάλι... Σκάσε και κολύμπα, είπαμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική έκφραση δήλωσης απόλυτης άγνοιας. Με άλλα λόγια, είμαι ανίδεος, δεν καταλαβαίνω Χριστό, είμαι παντελώς άσχετος.

- Γιαγιά, τσέκαρε την καινούργια μου κινητούμπα... έχει camera 11.1 megapixel, GPS, MLRS, GTP, GTPK, RTFM και φκιάνει και φραπέ.... μιλάμε, δεν υπάρχει...
- Τι μου λες παιδάκι μου... αφού έχω μαύρα μεσάνυχτα από αυτά...

Got a better definition? Add it!

Published

Το φτηνό κονιάκ πολύ χαμηλής ποιότητας, σαν αυτό που σερβίρουν συνήθως στα κοιμητήρια μετά τις κηδείες, με τον «καφέ της παρηγοριάς».

- Μήτσο, πάρε και κανά-δυο κονιακάκια νεκροταφείου να κάνουμε κεφάλι... δεν είμαστε για πολλά έξοδα...

...σερβίρεται κονιάκ μηδέν αστέρων! (από Vrastaman, 06/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αγαπούλα, το ζετεμάκι, που μας παιδεύει και μας στεναχωρεί πολλές φορές, αλλά εμείς του έχουμε αδυναμία και το αγαπάμε.

Απ' την τόση παραζάλη, πονεί το κεφαλάκι μου! Πάρε με στην αγκαλιά σου, πάρε με, βασανάκι μου! Πάρε με στην αγκαλιά σου, πάρε με, πάρε με, βασανάκι μου!

Το γιατρό και το σπετσιέρη, δε ζητώ μανάκι μου! Πάρε με στην αγκαλιά σου, πάρε με, βασανάκι μου! Πάρε με στην αγκαλιά σου, πάρε με, πάρε με, βασανάκι μου!

Συ που μ' έχεις αρρωστήσει, διώξε το φαρμάκι μου! Πάρε με στην αγκαλιά σου, πάρε με, βασανάκι μου! Πάρε με στην αγκαλιά σου, πάρε με, πάρε με, βασανάκι μου!

Παλιό ρεμπέτικο. Στίχοι: Χαράλαμπος Βασιλειάδης Μουσική: Απόστολος Χατζηχρήστος
Πηγή: Rebetiko_wiki

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified