Έκφραση η οποία αναφέρεται σε πρόσληψη ή διορισμό, ο οποίος έλαβε χώρα υπό σκιώδεις συνθήκες, αναξιοκρατικά, εκτός νόμιμης οδού (της «πόρτας», δηλαδή). Συναντάται κυρίως στο Δημόσιο.

Αν και σχετικό, δεν πρέπει να συγχέεται με το «παραθυράκι», το οποίο αναφέρεται στο «πάτημα» καθεαυτό, π.χ. σε μια ασάφεια του νόμου, για την επίτευξη ενός στόχου.

- Τα έμαθες ρε; Έπιασε δουλειά ο Μητσάρας στο Υπουργείο Παιδείας Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, μη χέσω...
- Έλα ρε... έδωσε ΑΣΕΠ;
- Μπα... από το παράθυρο μπήκε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απειλητική έκφραση γκανγκστερικής προέλευσης, με λίγο - πολύ προφανές περιεχόμενο: Οι κουμπότρυπες δεν είναι τίποτα άλλο, παρά ευφημισμός για τα τραύματα εισόδου βλημάτων πυροβόλου όπλου.

Οι γνώμες για τις ρίζες της συγκεκριμένης φράσης διίστανται. Αρκετοί πάντως υποστηρίζουν πως, αρχικά, εντοπίζεται σε κάποιο Λούκυ Λουκ, αλλά τίποτα δεν έχει επιβεβαιωθεί σχετικά μέχρι σήμερα.

Σε ακραίες περιπτώσεις πρόκλησης μεγάλου πλήθους των εν λόγω τρυπών, παίζει και το «θα σε κάνω σουρωτήρι».

- Στάκαμαν ρε! Put the cot down slowly, γιατί θα σε γεμίσω κουμπότρυπες!
- Θα μου κλάσεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση, εκ πρώτης όψεως μη σλανγκ, αλλά τα πράγματα δεν είναι έτσι. Η σλανγκιά της συγκεκριμένης φράσης εντοπίζεται στο γεγονός ότι δεν ξεστομίζεται ως προειδοποίηση προς κάποιον που γλιστράει, ήτοι πριν ή κατά τη διάρκεια της σαβούρας, αλλά κατόπιν αυτής, έως και αρκετά δευτερόλεπτα μετά, με διάθεση χλευασμού προς τον παθόντα.

- Οουυυπς... ωχ... ωχ... ααααααα... ΑΟΥΤΣ!
- Σιγά, θα πέσεις, παπάρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρομοίωση που περιγράφει τον έχοντα πολλές γενικές γνώσεις πάνω σε διάφορα αντικείμενα, όπως άλλωστε συμβαίνει και με μια συμβατική εγκυκλοπαίδεια (εν κύκλω παιδεία). Δεν αναφέρεται απαραίτητα σε άτομα με διακεκριμένες σπουδές στο εξωτερικό και δεν συμμαζεύεται, γιατί, όπως συμβαίνει συνήθως, οι γνώσεις που αποκτώνται με αυτό το τρόπο είναι εξειδικευμένες και πέρα από αυτές το χάος.

- Το ήξερες ρε, ότι το σημερινό ημερολόγιο, λεγόμενο και Γρηγοριανό, εισήχθη στη χώρα μας μόλις το 1923, ενώ σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες το χρησιμοποιούν ήδη από το 1582;
- Καλά ρε Μητσάρα, μιλάμε είσαι κινητή εγκυκλοπαίδεια, κανονικά...

Δες επίσης και φωτεινός παντογνώστης, WWW, πανεπιστήμων, ξερόλας αλλά και βέλτσος και βέλτσιστος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοψοχολιάζω κάποιον: τρομάζω πολύ κάποιον. Χρησιμοποιείται συνήθως στην παθητική, όταν δηλαδή εμείς είμαστε οι παθόντες, οι αποδέκτες του τρομάγματος (ήτοι: «με κοψοχόλιασες»).

Συναντάται συχνά και ως «μου 'κοψες τη χολή».

Να μη συγχέεται με το «χολιάζω», το οποίο σημαίνει κακιώνω, βγάζω «χολή» (=κακία).

- Τσα!
- Ασταδιάλα ρε, με κοψοχόλιασες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαριτωμενιάστικο επιφώνημα δήλωσης της (προφανούς, συνήθως) παρουσίας τίνος σε κάποιο άτομο ή ομάδα ατόμων.

Έχει σχεδόν πάντα ναζιάρικη χροιά και χρησιμοποιείται και ολίγον φορ τεχ λουλζ.

Πιθανώς να προκύπτει από την μπεμπεκίστικη σλανγκ και συγκεκριμένα από το δημοφιλές διαδραστικό παιχνίδι χαζομπαμπάδων / χαζομαμάδων που καλύπτουν το πρόσωπο με τις παλάμες τους και ξαφνικά τις ανοίγουν μπροστά στο σκασμένο τους, αναφωνώντας το εν λόγω επιφώνημα.

Προσοχή: Να μη συγχέεται με το άτσα!

- Τσα!
- Ασταδιάλα ρε, με κοψοχόλιασες...

τσα! (από Jonas, 08/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανεγκέφαλη έκφραση - πλεονασμός, που υποδηλώνει απαξίωση ή/και (αυτο)σαρκασμό. Με άλλα λόγια, είμαστε επιεικώς απαράδεκτοι, για τα πανηγύρια ή απλά δε βλεπόμαστε, είμαστε ένα μάτσο χάλια.

Χρησιμοποιείται σε όλα τα πρόσωπα, ανάλογα με την περίσταση.

- Έλα ρε... Δε σ' ακούω καλά... Γήπεδο είσαι; Πόσο είναι;
- Άσε φίλε, είμαστε για να 'μαστε. Σέρνονται τα παλτά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κολωνακιώτικη έκφραση που δηλώνει ξάφνιασμα ή έκπληξη, στο πνεύμα του «α στο διάλο!» (της εκπλήξεως) και πολλών άλλων συναφών εκφράσεων, όπως:

- Μάντεψε ποιους είδα τυχαία χεράκι - χεράκι το Σαββάτο στο κέντρο!
- Ποιους;
- Τη Σούλα με τον Ιεροκλή!
- Ε, ποτέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπορεί να μη χωράνε δύο καρπούζια σε μία μασχάλη, αλλά από ένα σε κάθε μία για μερικούς, χωράει και περισσεύει. Χωρίς να έχει σχέση με την προαναφερόμενη λαϊκή σοφία, η συγκεκριμένη φράση χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα συγκεκριμένο τύπο ανθρώπου: του ψευτόμαγκα.

Προκύπτει από την στάση με την οποία συνήθως προχωράει, με ανοιχτά τα χέρια (θέλοντας να τονίσει προφανώς τις πλάτες του), σα να φέρει τα συγκεκριμένα ζαρζαβατικά υπό μάλης. Το γεγονός ότι, σε πολλές περιπτώσεις, ανήκει στη κατηγορία φτερού, δεν έχει καμία, μα καμία σημασία γι αυτόν.

Η φράση βρίσκει εφαρμογή και στη (συμπαθή κατά τα άλλα) συνομοταξία των μεταλλάδων. Απαραίτητα συνοδευτικά αξεσουάρ των καρπουζιών: χαίτη, καρφιά στα χέρια, μπλουζάκι με ανάλογο περιεχόμενο, μενταγιόν σε σχήμα πέλεκυ κ.α.

- Για έλα εδώ νέος... Πού νομίζεις ότι βρίσκεσαι και βολτάρεις με τα καρπούζια στις μασχάλες; Άιντε μη σε στείλω να σκοτώσεις το δράκο πρωινιάτικα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξενόφερτο επιφώνημα (αγγλ. eeek!) που δηλώνει έκπληξη, ξάφνιασμα ή ακόμα και ανακούφιση για μια επιτυχία μας μετά από μια υπερβολικά αγχωτική προσπάθεια ή σχετικά με ένα διαφαινόμενο κακό που γλιτώσαμε στο παρά τρίχα (βλ. παράδειγμα).

- Αφήνω ανοιχτή τη μάνα, ρε πστ.... παίζε....
- Πάλι ντόρτια ήφερα... Μια, δυο, τρεις και ο Χατζηπετρής...
- Ιιιχ! Παραλίγο....

Eek-a-Mouse! (από Vrastaman, 20/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified