Στην μπαρόβια σλανγκ, το scotch whisky μάρκας Famous Grouse, για τον προφανή λόγο ότι στην ετικέτα απεικονίζεται ένα είδος πτηνού ενδημικού στα Highlands της Σκωτίας (αγγλ. grouse), που μοιάζει πολύ με την δική μας πέρδικα (ενώ πρόκειται μάλλον για ένα είδος αγριόγαλου).

- Τι έχει ο Ιεροκλής;
- Άσε, χάλια... ήπιε μόνος του τρεις πέρδικες και τον κουβαλάγαμε μετά...

(από Jonas, 07/07/10)

Επώνυμα ξίδια: μαλάμω (Μαλαματίνα), Ιωάννης Βαδιστής, ο Γιάννης που πορπατάει, Περπατόγιαννος (Johnnie Walker), πέρδικα, φάμους γκράους (Famous Grouse), εκατό πίπες (100 Pipers), δεκατεσάρ' (Cutty Sark), θείος Τζακ (Jack Daniels).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη «ατελείωτο» έχει την έννοια του «αφάνταστα υπέροχο», που δεν χορταίνεις να το βλέπεις και να το θαυμάζεις.

Το λέμε κυρίως στην έκφραση «ατελείωτο μωρό», δηλ. η φοβερή γκόμενα, το αμαρτωλό τρελό μωρό, το «πολύ παιδί»!

Αντωνυμία: τελειωμένος (ειρωνικά).

- Αυτή η Ρίτσα... τι ατελείωτο μωρό...
- ...και να σκεφτείς ότι γεννήθηκε Μπάμπης...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρα από την περιγραφή ατόμου με υπερβολικά εξέχουσα κάτω γνάθο (το οποίο και έχει ήδη καταχωρισθεί στο παρόν σάιτ), η λέξη τούτη δύναται να χρησιμοποιηθεί και αναφορικά με επί μακράν διαμένοντες στη χώρα μας αλλοδαπούς (20 χρόνια και βάλε), οι οποίοι παρ' όλα αυτά δε λένε να μιλήσουν σωστά τα ελληνικά με καμία Παναγία: «σκοτώνουν» τις λέξεις, μπερδεύουν τα γένη, αλλοιώνουν ή και παραλείπουν τελείως τα άρθρα, δυσκολεύονται να προφέρουν τα περισσότερα σύμφωνα κ.ο.κ. - όπως ακριβώς και ο συμπαθέστατος κατά τα άλλα Πολωνός κόουτς.

- Αυτός ο περιπτεράς, πολύ Γκμοχ βρε παιδί μου... 30 χρόνια στην Ελλάδα, τα παιδιά του γίνανε γιατροί και δικηγόροι και ακόμα δεν μπορεί να μιλήσει σωστά...
- Ναι ρε συ... και μια που τ' αναφέραμε, πάνε πάρε μου ένα Μάλμπουρο...

(από Jonas, 28/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο στα πλαίσια της επαγγελματικής (και όχι μόνο) σλανγκ, αναφορικά με το διαβόητο «Σχέδιο Καλλικράτης», το οποίο πλέον αποτελεί και Νόμο του Κράτους (Ν. 3852/2010, όχι παίζουμε).

Ωσεκτουτού, χρησιμοποιείται για να αποδώσει την αρνητική ενέργεια που εκπέμπεται από αυτό, πέρα από τον ευφημισμό του ορίτζιναλ ονόματος, κυρίως σε κύκλους αποτελούμενους από άμεσα εμπλεκόμενους εργαζόμενους, οι οποίοι, με μαθηματική ακρίβεια, θα κληθούν να υποστούν τις δυσάρεστες συνέπειες που θα προκύψουν (αναγκαστικές μετατάξεις, αβεβαιότητα, απολύσεις συμβασιούχων... το καυλί, ντε).

Εναλλακτικά και αρκετά πιο γενικά, το παρόν λέγεται και σε περιπτώσεις συνεχόμενης λήψης χυλόπιτας, όπου το απηυδισμένο αρσενικό τα παρατάει και αναγκαστικά καταφεύγει στο Σχέδιο Β, στην αυτοϊκανοποίηση με λίγα λόγια, για την αποφυγή περαιτέρω ψυχολογικής και βιολογικής ζημιάς (καυλικράτης όνομα και πράγμα δηλαδή).

  1. - Έαε, πώς πάει;
    - Πώς να πάει... λήγει η σύμβαση και τώρα με τον Καυλικράτη, δε μας βλέπω καλά...
    - Και τι σκας; Σ.Π.Ε. και ξερό ψωμί...

  2. - Έαε, πώς πάει;
    - Πώς να πάει... έφαγα τρεις χυλόπιτες μέσα σε μια μέρα...
    - Και τι σκας; Βάλε σε εφαρμογή το Σχέδιο Καυλικράτης να στανιάρεις και άμα 'ναι να 'ρθει θε να 'ρθεί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρητορική ερώτηση με αρκετή δόση ειρωνείας και (αυτο)σαρκασμού, η οποία ακούγεται συχνά σε περιπτώσεις αγανάκτησης, αναφορικά με «κάτι», όπως για παράδειγμα με ένα αντικείμενο, άτομο, πληροφορία, κατάσταση και δεν συμμαζεύεται, που είτε μας παρέχονται από τρίτους, είτε έρχονται και κατσικώνονται από μόνα τους, ενώ μας είναι τελείως άχρηστα, για να μη πούμε δυσάρεστα και απεχθή.

- Άσχημα νέα... σε γράψανε. Ορίστε η κλήση...
- ...και μου τη δίνεις να την κάνω τι; Να τη βάλω στον κώλο μου;

Got a better definition? Add it!

Published

Για εποχούμενους μόνο, τρέχω πάρα πολύ γρήγορα, πιάνω τελικές, πηγαίνω κομμάτια, το σανιδώνω στο τέρμα, μέχρι εκεί που δεν πάει.

- Ποιος θα οδηγήσει;
- Εσύ πάντως όχι. Πας τον κώλο σου πάντα, χώρια που είσαι και ντίρλα. Θα μας ρίξεις σε καμιά κολώνα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιμπαιδισμός ολκής, στην κατηγορία «όταν πήγαινα στο Δημοτικό» και βγάλε.

Ολοκληρωμένο θα μπορούσε να λέγεται «κόψε από φίλος». Λέγεται σε περιπτώσεις θιξίματος από φιλικό πρόσωπο, όπου ο προσβεβλημένος, μη μπορώντας να αντέξει την «προδοσία» από τον κολλητό του, του προτείνει το χέρι με ενωμένα τα δύο δάκτυλα (δείκτης - μέσος) και τον προκαλεί να τα «ξεκολλήσει» με μια κίνηση του δικού του δακτύλου.

Όταν συμβεί το παραπάνω, υποτίθεται πως όλα τέλειωσαν, ο φίλος πάει σπίτι του, κομμένα τα τηλέφωνα και δεν τον ξαναπαίζουμε.

Εννοείται πως η κίνηση αυτή είναι περισσότερο χαριτωμενιά και δεν πρέπει να λαμβάνεται στα σοβαρά.

- Πάμε για καφέ ρε μαλάκα;
- Άσε ρε, βαριέμαι...
- Τι; Κόψε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενισχυτικό απορίας με απώτερο σκοπό την απόδοση έμφασης στην εν λόγω πρόταση. Λέγεται συνήθως σε καταστάσεις συναισθηματικής φόρτισης, αγανάκτησης, θυμού κλπ.

Για παράδειγμα, όταν περιαυτολογούμε και θέλουμε να προβάλουμε τις ικανότητές μας πάνω σε ένα αντικείμενο, ενώ αυτές αμφισβητούνται (μπρίκια κολλάμε;).

Προφέρεται φωναχτά, με παχύ και ολίγον τραβηγμένο σ (shh), για την επίτευξη καλύτερων αποτελεσμάτων.

- Πω ρε πστ, πάλι κόλλησε το βρωμό-πισο... Kάτσε να φωνάξω τον Τάκη που ξέρει...
- Κι εμείς τι σκατά ρόλο βαράμε εδώ μέσα ρε Τούλα; Τζιτζίκια πεταλώνουμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπλήρωμα μπινελικίου, προς ενίσχυση αυτού. Τα πιο διαδεδομένα «κοσμητικά» των οποίων έπεται συνήθως, είναι τα εξής:

...χωρίς να αποκλείονται και άλλα, ανάλογα με τη περίσταση και τη φαντασία του χρήστη. Η επαύξηση της έντασης της βρισιάς καθεαυτήν, λειτουργεί μέσω του ευφημισμού αλλά και της παράδοξης ειρωνείας που προκύπτει στο άκουσμά της, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην άλλη δημοφιλή φράση: είσαι και μαλάκας, είσαι και λεβέντης!

Τι κορνάρεις ρε πούστη άνδρα; Άιντε μη κατέβω κάτω και σου 'ξηγήσω τ' όνειρο...

2.25: "Ξεκωλιάρη άντρα" (από Khan, 29/05/14)

Βλ. και πούστη άνδρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερθετικός βαθμός του «γαμάει» με την καλή έννοια, ήτοι τα σπάει, είναι φοβερό, είναι douze points και βάλε, έχει πολύ μεγάλη πέραση.

Τώρα, γιατί τα σίδερα μπορούν και προδίνουν αυτή την ιδιότητα σε μία κατάσταση ή ένα αντικείμενο, δεν είναι απόλυτα σαφές. Η πιο πιθανή εξήγηση είναι ότι έχει να κάνει με την σκληροπυρηνικότητα της γαμιστερότητας των ανωτέρω, η οποία τρώει (ή μάλλον γαμάει) τα σίδερα για πρωινό.

- Άκουσες το καινούργιο CD των The Last Bribe; Μιλάμε, γαμάει σίδερα, thunder σαν να μπαίνει η άνοιξη, εντελώς όμως...

- Α;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified