Κλασική rude / μάγκικη επίπληξη, η οποία προφανώς προκύπτει από τη λέξη «ίσια». Σαν να λέμε επιτακτικά σε κάποιον να κάτσει καλά, να ηρεμήσει, or else...

Ακολουθείται συχνά από το «μωρή» συν κάποιον ταιριαστό χαρακτηρισμό (λ.χ. «χαμούρα»).

- Καλά στραβός είσαι; Δε βλέπεις το κόκκινο;
- Ίσα μωρή χαμούρα, που θα με πεις και στραβό… Α πάνε πλύνε κάνα πιάτο, μουλάρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική, ελαφρώς τιραμισουρεαλιστική έκφραση, όπου το Υ μπορεί να είναι οτιδήποτε, όπως τσίχλες, τσιγάρα, εφημερίδα, σουβλάκια, γκαζόζες, πατάκια, νερό, προς νερού και δεν συμμαζεύεται.

Το λέμε σε περιπτώσεις όπου κάποιος -ο Χ στην προκειμένη- πετάχτηκε κάπου μισό (και καλά), συνήθως για να αγοράσει κάτι και έχει αργήσει πολύ να επιστρέψει. Υποθέτουμε έτσι, ότι κάτι ανεξήγητο του συνέβη για να καθηστερήσει τόσο, όπως αυτή καθεαυτή η μεταμόρφωση του ιδίου στο αντικείμενο για το οποίο κίνησε εξ αρχής.

- Που χάθηκε ρε συ ο Τάκης;
- Έλα μου ντε! Για τσιγάρα πήγε και τσιγάρα έγινε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατιωτική απειλητική έκφραση ανώτερου (συνήθως σπασαρχίδη υπαξιωματικού, ο οποίος είναι ενδεχομένως τσάτσος του διοικητή λόχου ή και μονάδας σε ακραίες περιπτώσεις) προς στρατιώτη που υπέπεσε σε παράπτωμα, το οποίο και αντελήφθη. Υπονοεί το δώσιμο του εν λόγω στρατιώτη και την έξοδό του στον τάκο της επόμενης ημέρας όπου θα βγει αναφερόμενος και θα αναγκαστεί να χαιρετήσει το διοικητή του, με πιθανότερο αποτέλεσμα τη λήψη καμπάνας.

Επισημαίνεται η χρήση του ενεστώτα παρά του μέλλοντα στην έκφραση, γεγονός το οποίο δίνει μια αίσθηση τετελεσμένου στην απειλή. Το φαινόμενο αυτό συναντάται και σε άλλες (μη σλανγκ) εκφράσεις στον Ε.Σ. (λ.χ. «φεύγεις για μαγειρία-σκουπίδια-οπλοασκήσεις» κλπ)

- Ψωλάρεις νέος; Είπαμε γόπινγκ όλο το προαύλιο μέχρι τις δώδεκα! Και μη δω γόπα κάτω, γιατί αύριο χαιρετάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση, η οποία συντάσσεται συνήθως με το ρήμα πετάω (πετάω κάποιον / κάτι σαν - ).

Είναι συνώνυμο του ξεφορτώνομαι, με την έννοια του διώχνω από δίπλα μου κάτι ή κάποιον χωρίς πολλή σκέψη και με συνοπτικές διαδικασίες, είτε γιατί μου είναι αδιάφορο, άχρηστο, ανεπιθύμητο, είτε γιατί επιτέλεσε τον σκοπό για τον οποίο προοριζόταν.

- Έαε, τι γίνεται;
- Τι να γίνεται, σκατά κι απόσκατα. Λήγει η σύμβαση σε λίγες μέρες, έρχεται και ο Καυλικράτης... θα μας πετάξουνε σα τη τρίχα απ' το προζύμι, τη βλέπω τη δουλειά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς, το συνεχές, νευρικό γέλιο που εχει την τάση να μεταδίδεται αστραπιαία στους γύρω μας, προκαλώντας εν τέλει πανδαιμόνιο.

Από το δημοφιλές ξενικό «LOL» (Laughing Out Loud) και το «ολοκαύτωμα».

- Σοβαρή εκπομπή, τι να σου πω... ριάλιτι σου λέει... αρκεί ένας να πετάξει μια μαλακία και γίνεται lol-οκαύτωμα εκεί μέσα...

Οι υπεύθυνοι του λολοκαυτώματος (από Khan, 12/11/14)

Βλ. και λολ / λωλ, lol, λολ, lol-some, Loles, rotf-lol, LMFAO κ.λπ., lolen, λολάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με άλλα λόγια: μην έχεις κάτι για σίγουρο, μην επαναπαύεσαι, μην περιμένεις πως τα πράγματα είναι όπως νομίζεις ή ότι θα εξελιχθούν όπως τα περιμένεις.

Ακούγεται και ελαφρώς παραλλαγμένο, όπως: «μη το δένεις σαν κόμπο»,«μη το δένεις και κόμπο» κλπ

- Καλό κομμάτι το Μαράκι, ε Τεό;
- ΟΚ, δε λέω, αλλά μη το δένεις κόμπο οτι θα σου είναι και πιστή... την κόβω για shareware φάση...

Got a better definition? Add it!

Published

Αντιστροφή του τίτλου γνωστού μυθιστορήματος της Κατερίνας Τσεμπερλίδου «Όχι πια sex, μόνο φίλοι».

Λέγεται συνήθως από απηυδισμένα αρσενικά, που έχουν αποτύχει στις σχέσεις ακολουθώντας τη «φιλική» μέθοδο προσέγγισης και πόρευσης.

- Πάει κι η Ζωίτσα φίλε μου... μου τα φόρεσε. Φταίω εγώ, που την είδα και φιλαράκι της. Από δω και στο εξής όχι πια φίλοι, μόνο sex...

δες την αλλιώς... (από Jonas, 01/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανεγκέφαλη έκφραση - πλεονασμός, που υποδηλώνει απαξίωση ή/και (αυτο)σαρκασμό. Με άλλα λόγια, είμαστε επιεικώς απαράδεκτοι, για τα πανηγύρια ή απλά δε βλεπόμαστε, είμαστε ένα μάτσο χάλια.

Χρησιμοποιείται σε όλα τα πρόσωπα, ανάλογα με την περίσταση.

- Έλα ρε... Δε σ' ακούω καλά... Γήπεδο είσαι; Πόσο είναι;
- Άσε φίλε, είμαστε για να 'μαστε. Σέρνονται τα παλτά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενισχυτικό απορίας με απώτερο σκοπό την απόδοση έμφασης στην εν λόγω πρόταση. Λέγεται συνήθως σε καταστάσεις συναισθηματικής φόρτισης, αγανάκτησης, θυμού κλπ.

Για παράδειγμα, όταν περιαυτολογούμε και θέλουμε να προβάλουμε τις ικανότητές μας πάνω σε ένα αντικείμενο, ενώ αυτές αμφισβητούνται (μπρίκια κολλάμε;).

Προφέρεται φωναχτά, με παχύ και ολίγον τραβηγμένο σ (shh), για την επίτευξη καλύτερων αποτελεσμάτων.

- Πω ρε πστ, πάλι κόλλησε το βρωμό-πισο... Kάτσε να φωνάξω τον Τάκη που ξέρει...
- Κι εμείς τι σκατά ρόλο βαράμε εδώ μέσα ρε Τούλα; Τζιτζίκια πεταλώνουμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερθετικός βαθμός του πετάδην, ήτοι πηγαίνω στον προορισμό μου απίστευτα γρήγορα.

Εμπνευσμένο από την κλασική σειρά και τις ταινίες επιστημονικής φαντασίας Star Trek, όπου οι ήρωες μετακινούνταν ως δια μαγείας από τόπο σε τόπο στη στιγμή, μέσω μιας συσκευής διακτινισμού. Χρησιμοποιείται συνήθως από trekkies, ενώ μπορεί να συνοδεύεται και με το σχετικό αγγλικό «beam me up, Scotty» - φράση η οποία προκύπτει από την παλιά σειρά και τον πρώτο μηχανικό και χειριστή της συσκευής διακτινισμού ονόματι Scotty (κατά κόσμον Montgomery Scott).

- Έλα δω που σε θέλω...
- Τώρα..
- Όχι τώρα... ΤΩΡΑ! Τσακίσου λέμε!
- Καλά, μισό και διακτινίζομαι, ωχουυύ..

κάνε τα κουμάντα σου, Scotty (από Jonas, 30/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified