Δημοφιλής αγγλικανική έκφραση, στο πνεύμα του «γιατί δεν αυτοκτονάς να ησυχάσουμε;». Αναφέρεται στον ορθό τρόπο κοπής των φλεβών του χεριού του δυνάμει (θα θέλαμε!) αυτόχειρα συνομιλητή μας (κατά μήκος - όχι κάθετα), ούτως ώστε να απαλλαγούμε εμείς από την ενοχλητική του παρουσία και εκείνος από τη μιζέρια του ή τα χειρότερα που θα τον βρουν αν δε το κάνει, μια ώρα αρχίτερα.

- Είδες τον Άδωνι το απόγευμα στο πάνελ; Ξεσπάθωσε! Καιρός ήταν πια!
- Μια συμβουλή φίλε... it's down the road, not across the street...

ξεστραβώσου. (από Jonas, 28/10/09)για τους μερακλήδες υπάρχει και η τεχνική "σταυροβελονιά". (από Jonas, 28/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική rude / μάγκικη επίπληξη, η οποία προφανώς προκύπτει από τη λέξη «ίσια». Σαν να λέμε επιτακτικά σε κάποιον να κάτσει καλά, να ηρεμήσει, or else...

Ακολουθείται συχνά από το «μωρή» συν κάποιον ταιριαστό χαρακτηρισμό (λ.χ. «χαμούρα»).

- Καλά στραβός είσαι; Δε βλέπεις το κόκκινο;
- Ίσα μωρή χαμούρα, που θα με πεις και στραβό… Α πάνε πλύνε κάνα πιάτο, μουλάρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική έκφραση άρνησης, η οποία χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου υφίσταται επιτακτική ανάγκη άμεσης «προσγείωσης» του συνομιλητή μας στην πραγματικότητα, ο οποίος δεν σκέφτεται ρεαλιστικά κι έχει υπερβολικές απαιτήσεις (από εμάς ή από τρίτους).

- Γκαρσόν! Λεκιάστηκα..
- Με όλο το θάρρος κύριε, μήπως θέλετε κι έναν αράπη να σας κάνει αέρα;

Βλ. επίσης μήπως θέλεις να σου κάνω και καμιά πίπα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελαφρώς απαξιωτική απάντηση στην ερώτηση «τι ώρα είναι;», αρκετά δημοφιλής στους εκνευριστικούς τύπους που αρέσκονται να απαντούν σε μια ερώτηση με ερώτηση.

Ο χρήστης της φράσης αδημονεί να διακόψει τον συνομιλητή του, υπονοώντας εμφανώς ότι ποσώς τον ενδιαφέρει τη δεδομένη στιγμή τι ώρα δείχνει το ρολόι του (εάν έχει καν).

Η φράση συναντάται πολλές φορές και με το επιφώνημα ε στην αρχή της (ε, δε θα 'ναι;).

— Γαμώτο, έχω ραντεβού για πεντικιούρ στις δώδεκα. Τι ώρα είναι Τάκη μου;
Ε, δε θα 'ναι;

Δες ακόμη: η ώρα που γαμούν οι σκύλοι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς η πολύ παλιά μπίχλα, η μάκα που από την πολυκαιρία έχει μετατραπεί σε αρχέγονη σούπα, γεγονός το οποίο οδήγησε στη δημιουργία μιας νέας μορφής ζωής.

Χρησιμοποιείται συνήθως με το ρήμα «πιάνω», κατά το «θα πιάσουμε / πιάσαμε μυρμήγκια», αλλά είναι σαφώς πιο έντονο, για ευνόητους λόγους.

- Ρε Τούλα τι θα γίνει με τα πιάτα; Μια βδομάδα στο νεροχύτη είναι, ελεφαντάκια θα πιάσουμε...

(από Jonas, 07/08/09)Ντάμπο, το ελεφαντάκι (από allivegp, 07/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατιωτική απειλητική έκφραση ανώτερου (συνήθως σπασαρχίδη υπαξιωματικού, ο οποίος είναι ενδεχομένως τσάτσος του διοικητή λόχου ή και μονάδας σε ακραίες περιπτώσεις) προς στρατιώτη που υπέπεσε σε παράπτωμα, το οποίο και αντελήφθη. Υπονοεί το δώσιμο του εν λόγω στρατιώτη και την έξοδό του στον τάκο της επόμενης ημέρας όπου θα βγει αναφερόμενος και θα αναγκαστεί να χαιρετήσει το διοικητή του, με πιθανότερο αποτέλεσμα τη λήψη καμπάνας.

Επισημαίνεται η χρήση του ενεστώτα παρά του μέλλοντα στην έκφραση, γεγονός το οποίο δίνει μια αίσθηση τετελεσμένου στην απειλή. Το φαινόμενο αυτό συναντάται και σε άλλες (μη σλανγκ) εκφράσεις στον Ε.Σ. (λ.χ. «φεύγεις για μαγειρία-σκουπίδια-οπλοασκήσεις» κλπ)

- Ψωλάρεις νέος; Είπαμε γόπινγκ όλο το προαύλιο μέχρι τις δώδεκα! Και μη δω γόπα κάτω, γιατί αύριο χαιρετάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική, δημοφιλής έκφραση που υποδηλώνει την εκ μέρους μας προσφορά εξυπηρέτησης σε κάποιον, πηγαίνοντας τον με το όχημά μας στον προορισμό του, συνήθως αφιλοκερδώς. Εξαιρετικά σπάνια χρησιμοποιείται και για μισθωμένες κούρσες, ταξί κλπ.

Η απόσταση του «πετάγματος» τις περισσότερες φορές είναι μικρή, αν και καμιά φορά το λέμε (όταν αιτούμαστε εμείς την εξυπηρέτηση) και για μεγαλύτερες αποστάσεις, είτε για να φανεί η υποχρέωση μας προς τον οδηγό μικρότερη, είτε απλά για να τον καλοπιάσουμε να μας κάνει τη χάρη (ότι δηλ. είναι οδηγάρα και θα φτάσει στον προορισμό μας στο άψε-σβήσε).

Πού 'σαι, Ιεροκλή, θα με πετάξεις μέχρι τη Μαβίλη; Έχω ραντεβού με τη μικρή σε 10 λεπτά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το «μπαμπάκια», την αποστομωτική απάντηση των σλανγκομπαμπάδων στις ενοχλητικές επικλήσεις των απανταχού μπόμπιρων, τύπου «μπαμπά, μπαμπά» (επαναλαμβανόμενο), το «μαμούνια» είναι η αντίστοιχη απάντηση των σλανγκομαμάδων στα «μαμά, μαμά» των κανακάρηδών τους.

- Μαμά, μαμαααά... η Ελενίτσα με δάγκωσε...
- Μαμούνια! Βρε τι έχω πάθει με τα σκασμένα μεσημεριάτικα στους 42 βαθμούς υπό σκιάν...

Μαμούνια! (Ακάρεα) (από Jonas, 20/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξιπλασία που προκύπτει από το ελληνικό ρήμα «έρπω» και την απαρεμφατική κατάληξη («γερούνδιο») της αγγλικής «-ing».

Υποδηλώνει το mode κίνησης «ένα-με-το-χώμα», όπου το υποκείμενο προχωρά μπρούμυτα έχοντας πλήρη επαφή με το έδαφος.

Συναντάται κατά κόρον στον ένδοξο Ε.Σ.

- Ε, εσείς οι τέσσερεις, φέρτε μου ένα Μάλμπουρο από το Κ.Ψ.Μ. Και που 'στε, να το κρατάτε από μια γωνία ο καθένας να μη σας πέσει.. Τι; Εννοείται με έρπινγκ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός μιας τεταμένης κατάστασης, όπου τα νεύρα όλων είναι στην τσίτα, οι φλέβες διαγράφονται και η μυρωδιά της τεστοστερόνης πλανάται έντονη στον αέρα. Μια τέτοια κατάσταση οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια σε κορύφωση, η οποία μπορεί να είναι βίαιη ή όχι, ανάλογα με τις περιστάσεις, το χώρο και τα γενεσιουργά αίτια.

Σε ένα ποδοσφαιρικό αγώνα, λόγου χάρη, όταν ανάβουν τα αίματα στις κερκίδες μεταξύ οπαδών, ενδέχεται (τι ενδέχεται, λέμε τώρα...) να συμβούν πράξεις βίας. Στον αγωνιστικό χώρο όμως, η ανάλογη κατάσταση προκαλεί απλούστατα μια ανταγωνιστική ένταση, η οποία οδηγεί συνήθως στο επιθυμητό αποτέλεσμα, δηλαδή στο να δούμε καλή μπαλίτσα.

- Τι έβαλε ρε το φάντασμα! Τους πέρασε όλους μόνος του!

- Ετς! Ανάψανε τα αίματα στο 2ο ημίχρονο, μόνο 5-1 χάνουμε, τό 'χουμε!

- Παντζιτζιφιακός φορ λάιφ ρε! Γιου νέβερ γουώκ αλόουν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified