Η κουνίστρα, η αδερφή. Χρησιμοποιείται και για (πραγματικές) γυναίκες με την έννοια «τσακλοκούδουνο», «παρτσακλό».

Ουστ μωρή τσιγκολελέτα, που θα μου πεις ότι έχεις πονοκέφαλο απόψε...

Βλέπε π.χ.: http://www.bmwbikers.org/forum/showthread.php?p=26747

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φθηνή γκόμινα (το γουστάρω με «ι», πειράζει;) που νοιάζεται μόνο πότε θα πάει στο κομμωτήριο να κάνει ένα «μιζαμπλί», συνήθως ξενέρωτη και σαχλή, μέτρια στο κρεβάτι.

Βλ. π.χ. εδώ.

Ακούς εκεί, σήκωσε κεφάλι και το μιζαμπλί τώρα! Τζους ρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνδρας με λεπτούς τρόπους, ενίοτε κομψευόμενος. Δεν τον ενδιαφέρει και τόσο το σεξ, όσο το να διαδίδει ιστορίες για το πόσο αρέσει, κ.τ.ό.

Συνώνυμα: χαλιαμπάλιας, φλιάφλιας.

- Ήρθε πάλι εκείνος ο τιριτόμπας ο Τόλης και μας τα 'πρηξε... Τον γουστάρει, λέει, η Τζίνα... - Ε, τον αρχίφλωρο!

(από Vrastaman, 27/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Αλβανός, υβριστικά. Θηλυκό: Σκίπισσα. Επίθετο: σκίπικος /-η /-ο. Ο όρος προέρχεται από το αλβανικό Shqip = Αλβανός, Shqiperia = Αλβανία.

- Τι μαγαζί είν' αυτό που μ' έφερες ρε; Όλο Σκίπηδες κάθονται εδώ.
- Ναι, αλλά έχει και κάτι Σκίπισσες... Τύφλα νά 'χουν οι Ελληνίδες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλέπε: τιριτόμπας, χαλιαμπάλιας.

- Γιατί δεν με θες, ρε Γωγώ;
- Γιατί είσαι φλιάφλιας, ρε, και 'γώ με φλιάφλιες δεν την βρίσκω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλ. κακομοίρογλου. Ο όρος προέρχεται από φαγητό της μικρασιατικής κουζίνας. Οι συνδηλώσεις με παλιές, ένδοξες λέξεις όπως «κιοτής» είναι αναπόφευκτες, ενώ για την κατάληξη «-ογλου» βλ. κακομοίρογλου.

- Πάλι θα πας για σουβλάκια με τον Ιορδάνη;
- Ναι, έλα μαζί άμα θες.
- Ούτε με σφαίρες, ρε. Δεν τον αντέχω τον κιόπογλου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο σπανός, αυτός που δεν έχει γένια.

  2. Γυναίκα κοντόχοντρη, με ανδρική κόμμωση, μουστάκι, μούσι κ.λπ. Ουσιαστικά άνδρας (άσχημος) που καταχωρίσθηκε κατά λάθος στο ληξιαρχείο ως γυναίκα. Σε αυτές τις περιπτώσεις η λέξη θηλυκοποιείται (η τακατίνος, άκλ.).

- Παίζαμε τάβλι, και τι μου λέει ο παλιοτακατίνος ο Θύμιος; Πως έφερε εξάρες, λέει, ενώ είχε φέρει ασσόδυο!
- Ε, τη σπανομαρία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δείκτης γαμησιμότητας μιας γυναίκας. Η έκφραση βασίζεται στην εϊτάδικη έκφραση high fidelity, εν συντομία Hi-Fi, που αναφερόταν σε στερεοφωνικά, δίσκους κ.τ.λ.

- Πώς σου φάνηκε η Δέσποινα;
- Η κοπέλα έχει / είναι χάι φακαμπίλιτι, δεν το συζητώ!

Βλ. φακάμπλ, fuckable

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ανήκει στη δεκαετία των έιτις / eighties ('80s) του 20ού αιώνα. Συνήθως έχει λίγη χαιτούλα, ελαφρώς αξ(ο)ύριστος, αδύνατος με «τζην σωλήνα», ακούει - από ελληνικά - Παιδιά απ' την Πάτρα, Ζιγκ-Ζαγκ, Πασχάλη Αρβανιτίδη κ.ά,, και - από ξένα - Manowar, Scorpions, U.F.O., Metallica, Iron Maiden κ.ά.

Επίθετο: εϊτάδικος /-η /-ο. Παράγωγα ουσιαστικά: εϊτιά, εϊτίλα.

Συνώνυμα: εϊτάνθρωπος, ογδοντάνθρωπος.

- Ρε συ, δεν βάζουμε κανα Χαρρυκλύνν (sic) να γελάσουμε;
- Σιγά μην πάμε και σε καμιά επιθεώρηση του Στάθη Ψάλτη... Τι εϊτάς που είσαι, ρε!

Βρε δεν το ξανακάνω σε Autobianchi/ ποτέ ξανά, ποτέ ό,τι κι αν πεις... (από allivegp, 28/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γνωστή βεντούζα, συνήθως χρώματος κεραμιδί, για το ξεβούλωμα της λεκάνης (συνήθως από λουκάνα...).

Συνώνυμα: βεντούζα, ξεσκατώστρα.

- Δέκα ώρες προσπαθώ με την ποπέρα φλούτσου-φλούτσου, αλλά τίποτα... Το σκατό έχει σφηνώσει άσκημα, κούκλα μου.
- Άσ' το τότε, Σάκη μου, και πάμε για κανα σπρωξιματάκι.

Αφιερωμένο στον Αλάριχο - Carter USM: A Prince a Pauper\'s Grave... (από HODJAS, 29/03/10)Mary Poppins (από allivegp, 30/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified