Βλέπε: τιριτόμπας, χαλιαμπάλιας.

- Γιατί δεν με θες, ρε Γωγώ;
- Γιατί είσαι φλιάφλιας, ρε, και 'γώ με φλιάφλιες δεν την βρίσκω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Αλβανός, υβριστικά. Θηλυκό: Σκίπισσα. Επίθετο: σκίπικος /-η /-ο. Ο όρος προέρχεται από το αλβανικό Shqip = Αλβανός, Shqiperia = Αλβανία.

- Τι μαγαζί είν' αυτό που μ' έφερες ρε; Όλο Σκίπηδες κάθονται εδώ.
- Ναι, αλλά έχει και κάτι Σκίπισσες... Τύφλα νά 'χουν οι Ελληνίδες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνδρας με λεπτούς τρόπους, ενίοτε κομψευόμενος. Δεν τον ενδιαφέρει και τόσο το σεξ, όσο το να διαδίδει ιστορίες για το πόσο αρέσει, κ.τ.ό.

Συνώνυμα: χαλιαμπάλιας, φλιάφλιας.

- Ήρθε πάλι εκείνος ο τιριτόμπας ο Τόλης και μας τα 'πρηξε... Τον γουστάρει, λέει, η Τζίνα... - Ε, τον αρχίφλωρο!

(από Vrastaman, 27/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φθηνή γκόμινα (το γουστάρω με «ι», πειράζει;) που νοιάζεται μόνο πότε θα πάει στο κομμωτήριο να κάνει ένα «μιζαμπλί», συνήθως ξενέρωτη και σαχλή, μέτρια στο κρεβάτι.

Βλ. π.χ. εδώ.

Ακούς εκεί, σήκωσε κεφάλι και το μιζαμπλί τώρα! Τζους ρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κουνίστρα, η αδερφή. Χρησιμοποιείται και για (πραγματικές) γυναίκες με την έννοια «τσακλοκούδουνο», «παρτσακλό».

Ουστ μωρή τσιγκολελέτα, που θα μου πεις ότι έχεις πονοκέφαλο απόψε...

Βλέπε π.χ.: http://www.bmwbikers.org/forum/showthread.php?p=26747

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified