Λεξιπλασία από το μαλθακός και το μαλάκας, που δηλώνει αυτόν που είναι αποχαυνωμένος, ηλίθιος και άχρηστος μαζί. Εμπεριέχει μια λεπτή επιτήδευση, ότι δήθεν ο εκστομίζων τον όρο δεν επιθυμεί να βρίσει και το παίζει λίγο... καθαρευουσ(ι)άνος.

— Πάει καλά αυτός, ρε;
— Άσ' τον, μην του δίνεις σημασία. Είναι λίγο μαλθάκας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνητό επίρρημα που δηλώνει τη συνουσία από πίσω, από τον πρωκτό, σχηματισμένο κατά άλλα αρχαιοπρεπή επιρρήματα εις -(η)δόν (π.χ. πρυμνηδόν, αναφανδόν, ομοθυμαδόν κ.ά.).

Αντώνυμο: κολπηδόν

— Άντε, πού είναι το πρωκτηδόν που μου 'ταξες; Περιμένω τόση ώρα... Έχουμε κάνει τα πάντα και μπαργαλάτσο στην κωλοτρυπίδα μου δεν είδα!
— Γύρνα, τέκνον μου, γύρνα! (πού έβαλα τη βαζελίνη, ο μαλθάκας;)

Πρωκτικό σεξ: από πίσω, γάμα σούφρα, οθωμανικό, οθωμανικό δίκαιο, πουτσοκώλι, πρωκτηδόν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνητό επίρρημα που δηλώνει τη συνουσία από μπροστά, από τον κόλπο, σχηματισμένο κατά άλλα αρχαιοπρεπή επιρρήματα εις -(η)δόν (π.χ. πρυμνηδόν, αναφανδόν, ομοθυμαδόν κ.ά.).

Αντώνυμο: πρωκτηδόν

Πάρε μου το κωλαράκι, τώρα το θέλω.
— (ατάραχος) Ας ξεκινήσουμε κολπηδόν, και βλέπουμε, τέκνον μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση κατά την οποία, μετά την κολπηδόν συνουσία (σπανιότερα κατά την διάρκεια αυτής), το μουνί διαπράττει αντιποίηση αρχής και παριστάνει τον... κώλο, τ.έ. αρχίζει να κλάνει δυνατά!

Το φαινόμενο οφείλεται σε συσσώρευση αέρα στον κόλπο καθώς ο μπούτσος τρομπάρει μέσα-έξω. Και, ως γνωστόν, ότι μπει, θα βγει. Είναι λίγο embarrassing για τη γκόμενα, αλλά άμα είναι παλιά καραβάνα, βάζει τα γέλια και πάτε γι' άλλο ένα.

- Και που λες, με το που βγαίνω απ' το μουνάκι της, αρχίζει το κλασομούνι και μένω μαλάκας. Δεν είχα ξανακούσει τόσο δυνατές!
- Και δεν ξενέρωσες, ρε;
- Ε, λιγάκι, αλλά αυτή άρχισε να γελάει και να με χουφτώνει άγρια, οπότε της έριξα άλλον ένα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιωματικός όρος του παλαιού αθηναϊκού ιδιώματος, σήμερα εν χρήσει μόνο για αστεϊσμό. Σημαίναι «με όλα του τα υπάρχοντα, συν γυναιξί και τέκνοις», εικάζω δε ότι προέρχεται από το «συν-» και «κρόταλον» (> *κούρταλο), άρα με όλα του τα υπάρχοντα να κροταλίζουν καθώς προχωρεί. Αποτελεί πιθανώς την πηγή του ηλίθιου σεφερλιακού επιφωνήματος «σακούρτελε».

Εγώ τον κάλεσα να έρθει μόνος του, κι αυτός μου ήρθε συγκούρταλος, και κάτσανε και πέντε ώρες! Έφριξα, σου λέω, έφριξα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πιστεύω αβίαστα κάτι που μου λένε, χωρίς να επαληθεύω μέσω πηγών ή επιχειρημάτων. Είμαι ευκολόπιστος.

Ο όρος αποτελεί κλασική, παλαιά σλανγκ, που χρησιμοποιείται συνήθως με την αντωνυμία «το» (το 'χαψα).

- Αλήθεια σου λέω. Μου είπε ότι αγόρασε σκάφος.
- Άντε ρε, μια μαλακία σου είπε για να σε δουλέψει και εσύ το 'χαψες!

Χαφ\'τον! (από Vrastaman, 15/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φιλόλογος της κακιάς ώρας, που το μόνο που ξέρει είναι να λέει και να γράφει ανοησίες, αλλά ωστόσο επιπλέει, ωσάν φελλός. Τυπικά παραδείγματα: Άδ. Γ., Άν. Τζ.-Ευστ. και κάμποσοι άλλοι... Ο όρος αποτελεί λεξιπλασία από τα «φελλός» και «φιλόλογος».

Ρε, αφού το «κιμονό» βγαίνει από το «χειμώνας». Το άκουσα σε πατριωτική εκμπομπή.
— Ποιος ξέρει ποιος φελλόλογος είπε πάλι τη μαλακία του, κι εσύ την έχαψες!

Δες και φελλο-.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άσπρο σμηγματοειδές έκκριμα του κόλπου όταν πάσχει από μυκητιασική, βακτηριακή κ.τ.λ. κολπίτιδα. Η λευκόρροια. Ανάλογα με το είδος της λοίμωξης, η μουνόκρεμα μπορεί να είναι από εντελώς άοσμη και άσπρη έως φρικτά βρωμερή και κιτρινοπράσινη. Είπα τίποτα που δεν είναι politically correct, μήπως;

- Τελικά το κάνατε με τη Βαρβάρα;
- Ε, όχι ακριβώς... Πήγαμε να το κάνουμε, αλλά μόλις έβγαλε το βρακί της είδα απάνω τη μουνόκρεμα και την έκανα με ελαφρά.
- Μπλιάχ!

Η Α.Μ. μαστιγοφόρος τροφοζωίτης τριχομονάδα. (από allivegp, 18/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που βαράει προσοχές, ο τσανακογλείφτης, αυτός που λέει ναι σε ό,τι προστάζει τ' αφεντικό, χωρίς να εξετάζει την ορθότητα της προσταγής. Από το αγγλικό yes man (yes= ναι, man = άνθρωπος).

Συνώνυμα: τσανακογλείφτης, αυλοκόλακας, (ενίοτε και) μαντρόσκυλο.

- Χαιρέτα, ρε! Περνάει ο καθηγητής σου.
- Σιγά μη γίνω γιέσμαν του μαλάκα, εγώ. Να χαιρετήσει αυτός πρώτος.

yes, Aλάριχος! (από MXΣ, 15/05/10)(από Khan, 15/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεγάλη ανυπομονησία, το ξαφνικό άγχος να φύγει κανείς από κάπου.

Από το «κώλος», το «κάψα» (< καίω) και το -ίς/-ίδος. Χρησιμοποιείται κυρίως με την μορφή «με πιάνει κωλοκαψίδα» ή «έχω κωλοκαψίδα». Πρόκειται ίσως για τοπικό ιδιωματισμό, το έχω ακούσει στα Επτάνησα, αλλά και στην Πελοπόννησο.

- Πάμε, Γιώργο μου, έχει πάει 1 η ώρα!
- Αμάν πια! Θα φύγουμε, κάτσε λίγο ακόμα. Κωλοκαψίδα σ' έπιασε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified