Χρησιμοποιείται ως εναλλακτικό του πέφτουλα.

Ο καρχαρίας είναι συνήθως ένα συγκεκριμένο άτομο της παρέας, το οποίο, από την στιγμή της άφιξής του σε μια κοινωνική εκδήλωση (βλ. κλαμπ, μπαρ, καφετέρια) την πέφτει σ' όλα τα θηλυκά γύρω του.

Συνήθως, οι καρχαρίες είναι ετοιμόλογοι, εμφανίσιμοι, με πιασάρικες pick up lines και ιδιαίτερη επιτυχία στον ερωτικό τομέα.

Δεν χρησιμοποιείται για ομοφυλόφιλους.

- Πού σαι ρε τυρόπιτα; Πώς περάσατε χτες στο κλαμπάκι;
- Καλά ήταν στην αρχή, ρε φίλε. Είχα φέρει και θέμα να γίνουμε, αλλά μετά έσκασε ο Άρης ο καρχαρίας και την έπεσε σ' όλες και ξενερώσαμε.
- Καλά να πάθετε μαλάκες. Σας έδειξε τα δόντια του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ηλίθιος, ο χαζός. Άνθρωπος με πολύ χαμηλό IQ που δεν είναι ικανός για το οτιδήποτε.

Τις περισσότερες φορές το χρησιμοποιούμε είτε για να μειώσουμε κάποιον υπερβολικά, είτε για να κακοχαρακτηρίσουμε κάποιον λόγω κάποιας ηλίθιας πράξης του.

  1. - Θα βγω με την Ιωάννα σήμερα, μου είπε ότι θα με βοηθήσει με την εργασία μου.
    - Πας καλά ρε; Αυτή είναι τέρμα ανεγκέφαλη!

  2. - Έχω τρελά νεύρα!
    - Τι έγινε;
    - Έφαγα πόρτα πάλι! Σήμερα μου 'παν ότι δεν ήμουν ντυμένος κατάλληλα και τσεσπού! Αυτοί οι πορτιέρηδες είναι κυριολεκτικά ανεγκέφαλοι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση προτροπής και κουράγιου προς ένα φιλικό πρόσωπο.

Η παραπάνω έκφραση χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να εμψυχώσουμε ένα φίλο/φίλη μας ώστε να φέρει σε πέρας μία δοκιμασία αμφίβολου αποτελέσματος που του/της προκαλεί άγχος (όπως πέσιμο σε γκόμενα, εξετάσεις, ή το τσαλάκωμα 8 τσίσμπεργκερ στα mcdonalds).

Συνήθως ψιθυρίζεται σε καταστάσεις υπερβολικής μέθης, συνοδευόμενο από ψεκασμό σάλιου και δάγκωμα του λοβού του αυτιού.

Η έκφραση προέρχεται από την πασίγνωστη ταινία Rocky.

  1. - Πω ρε φίλε, το κορίτσι τα σπάει. Πρέπει να χωθώ όσο έχω ακόμα τις αισθήσεις μου!
    - Ρεεε μαλάκα ξεκόλλα, άι οφ δε τάιγκα!!!!

  2. - Δίνω αύριο ιατροδικαστική και δεν έχω διαβάσει μία ρε, τι σκατά θα πω...
    - Είσαι μεγάλη αδερφή ρε! Βάλε άι οφ δε τάιγκα και ό,τι γίνει !

  3. - Άμα φάω άλλο μπέργκερ θα ξεράσω, ειλικρινά.
    - Άι οφ δε τάιγκα Αλέξη, μπορείς να φας και το 8ο τσιζ!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή αλλιώς care bear.

Γνωστό από τις ξένες παιδικές ταινίες Care bears και τις πασίγνωστες ομώνυμες ευχετήριες κάρτες.

Ο παραπάνω όρος έχει πολλαπλές χρήσεις στην σλανγκ :

1) Έτσι χαρακτηρίζουμε κάποιον ο οποίος είναι υπερβολικά συναισθηματικός και στεναχωριέται / κλαίει με το παραμικρό, κοροϊδεύοντάς τον γι' αυτό το χαρακτηριστικό που μας θυμίζει τ' αρκουδάκια της αγάπης.

2) Για κάποιον / κάποια που δίνει σημασία στην παραμικρή αρνητική λεπτομέρεια και μας προκαλεί διόγκωση του όσχεου με την κλάψα του / της.

  1. - Με πήρε η Ελευθερία σήμερα και κλαιγόταν γιατί χτες της είπες ότι η μηλόπιτα που έφτιαξε ήταν για τον πέοντα...
    - Χέσε μας ρε μεγάλε, με την γκόμενα σου το κερ μπερ.

  2. - Πού 'σαι ρε; Τι έκανες χτες;
    - Είχαμε πάει με τον Ανδρέα παραλία για ποτό μωρέ, αλλά το κερ μπερ είδε την πανσέληνο κι άρχισε να κλαίει...
    - Μεγάλος νατκράκερ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που αποφεύγει να την πέσει στο αντίθετο φύλλο πάση θυσία. Συνήθως αναφέρεται σε αρσενικά χαμηλού προφίλ και αυτοπεποίθησης και μεγάλο ιστορικό σε χυλόπιτες.

Οι σέντερ μπακ, ακόμη κι ύστερα από προτροπή της υπόλοιπης παρέας, αρνούνται ν' ανοίξουν κουβέντα σ' οποιοδήποτε θηλυκό, ακόμη κ αν υπάρχει μεγάλη πιθανότητα σκοραρίσματος.

- Ρε τύρο, χώσου στο ροπού! Δεν βλέπεις πως σε κοζάρει τόση ώρα;
- Άσε με ρε, δεν το 'χω..
- Έχουν δίκιο οι άλλοι που σε λένε σέντερ μπακ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται όταν κάποιος πηγαίνει στο σπίτι μιας κοπέλας που είτε είναι πρώην του, είτε φακ μπάντι, ή κάποια που είναι σίγουρος ότι θα βάλει.

1) -Τι θα κάνεις το μεσημέρι ρε; Πάμε για τσαλάκωμα;
-Θα πάω στο Χριστινάκι ρε… Ξέρεις… Καφέ και πίπα.

2) (Δύο φίλοι συναντιούνται τυχαία στον δρόμο)
-Επ, πού πας μεγάλε;
-Εδώ πιο κάτω στην Τζένη ρε φίλε.
-Πάλι για καφέ και πίπα πας; Δεν βαρέθηκες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified