Τα πολύ μικρά λαμπάκια (λυχνίες) των οργάνων στα πάνελ διαφόρων μηχανημάτων, κυρίως όμως αυτοκινήτων, μοτοσυκλετών και σκαφών.

- Έλα, λέγε, με πόσα πάμε;
- Δε βλέπω ρε γαμώτο, έχει καεί κι η ψείρα απ' το κοντέρ...

Use common sense! (από MXΣ, 16/06/10)@ patsis (από jesus, 16/06/10)

βλ. και περίπτωση 4, ορισμός ironick για το ίδιο λήμμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα πολύ μικρά ακουστικά για διάφορες συσκευές αναπαραγωγής ήχου, κυρίως φορητές.

Δοκίμασα στο σ100 μου κάτι απλά ακουστικά τηε φιλιπς και είδα τρομερή διαφορά...βασικά δε περίμενα το σ100 να παίζει τόσο τέλεια μουσική...
αλλά αυτά που έχω η βάση τους έχει μια προέκταση και δε με βοηθούν καθόλου όταν φορώ κράνος.
οπότε ερχόμαστε στο ζουμί
ποια είναι τα καλύτερα ή έστω πολύ καλά ακουστικά ψείρες; έμαθα πολύ καλά λόγια για αυτά του ipod...
ευχαριστώ!
(από 'δω)

(από perkins, 19/09/10)(από protnet, 19/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O πάρα πολύ αδύνατος καI σκεβρωμένος, αυτός που είναι σαν χτικιάρης. Το λήμμα βγαίνει από τον Κίκι Αλόνσο.

Επίσης, ο κρυωμένος που βήχοντας βγάζει κάτι φλέματα σαν τάλιρα.

  1. -Γκουχ-γκουχ
    -Σκασε ρε Χτίκι Αλονσο και μας έβγαλες τ' άντερα!

  2. Κοίτα τον πως έγινε ρε, ο Παυλάκης. Είπαμε ν' αδυνατίσει αλλά το παράκανε. Χτίκι Αλόνσο έγινε.

(από perkins, 18/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα τσοπεροειδή μοτόρια που είναι όλο φωνή και τσιτσί τίποτα!

Έτσι χαρακτηρίζονται από τους γρήγορους ή τους κακούς που καβαλάνε μοτασακά με πολλά αράρ στο λογότυπό τους.

- Πωωωωωω κοίτα ρε συ, οι Χαρλεάδες!!!
- Σιγά τους μαλάκηδες ναούμ'. Αυτοί πάνε Πειραιά-Σαλονίκη με το πλεούμενο. Πού να πάνε απ' το δρόμο μ' αυτές τις χέστρες;

γουαναμπι χαρλεϊ (από perkins, 22/05/10)Ἐγὼ πάντως αὐτὸ ξέρω γιὰ χέστρα (από aias.ath, 23/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

...που είναι στα πόδια γρήγορος. Σημαίνει ό,τι ακριβώς και το λήμμα «χέστηκε η Φατμέ στο Γενί Τζαμί», αλλά και το «χέστηκε η φοράδα (μας) στ' αλώνι», με την διαφορά εδώ ότι το υποκείμενο είναι αρσενικού γένους, αλλά και χέζει οπουδήποτε και είναι και κατοστάρης.

Υποθέτουμε ότι ο Πολύδωρος έπασχε από χρόνια διάρροια ή τέσπα από κάποιο παρεμφερές νόσημα και τον πήγαινε σφυρίχτρα συνεχώς.

Το «Πολύδωρας» παρακαλώ μην οδηγήσει σε άλλους συνειρμούς.

-Κοίτα, κοίτα πάλι χαλασμένα είναι τα φανάρια και ούτε ένα στρουμφάκι δεν έχουν βάλει να κουμαντάρει.
- Χέστηκε ο Πολύδωρος, ρε συ, που είναι στα πόδια γρήγορος!

(από perkins, 22/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβολικά αδιάφορος, ο αναίσθητος, ο έχων στωική στάση για τη ζωή.

- Καλά παιδί μου εσύ δεν παίζεσαι με τίποτα.
- Τι θα γίνει θα κατέβεις;
- Το χάνουμε το αεροπλάνο....καλαααααααά, εσύ είσαι «χέζε ψηλά κι αγνάντευε».

(από perkins, 18/05/10)

Άλλη έκδοση: χέσε ψηλά κι αγνάντευε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι καθυστερήσεις γενικά.

Τελευταία, στην μετά Γεωργίου εποχή καθιερώθηκε ο όρος μόνο για τις καθυστερήσεις στους ποδοσφαιρικούς αγώνες (90+).

Παλιότερα βέβαια χρησιμοποιούνταν από τους γονείς μας, και στο ουδέτερο, αλλά και στο θηλυκό γένος (η χασομέρια = το χάσιμο πολύτιμου χρόνου για την τέλεση κάποιας εργασίας).

Την τιμητική του είχε (και έχει στην περιφέρεια ιδίως) και το ρήμα χασομεράω (έτσι ασυναίρετο), που σημαίνει καθυστερώ το έργο μου για ασήμαντη αφορμή.

Η ρίζα του λήμματος πιθανολογώ ότι είναι το θέμα του αορίστου του ρ. χάνω = χασ και το ουσιαστικό μέρα, χάνω την μέρα μου δηλαδή, γεγονός ασύμφορο στην οικονομία της οικογένειας.

Παραθέτω μερικά παραδείγματα από μπλόγκς:

  1. Δείτε ποιος σκοράρισε για την γηπεδούχο ομάδα του Μακεδονικού στο 92ο λεπτό!!! Δηλαδή στο 2ο λεπτό των καθυστερήσεων ή στην καθομιλουμένη, στα χασομέρια!!! (σ.σ ο παίκτης ονόματι Χασομέρης).

  2. Οι κοινωνίες έχουν διαδικασίες, συζητήσεις, διαπραγματεύσεις. Αυτήν την χασομέρια την ονομάζουμε δημοκρατία.
    Ακούγοντας την Τετάρτη τον κ. Κωνσταντίνο Μητσοτάκη στο Mega, πολλοί πρέπει να έμειναν με την απορία: αφού, όπως είπε, τα έκανε όλα σωστά κατά τη διακυβέρνησή του, τότε γιατί το 1993 τρέχαμε για να σωθούμε από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο;

  3. Στο πρώτο αίμα που χύθηκε, χτίσανε και την πόρτα της εκκλησιάς, κι από κει και μπρος, ο ραγιάς δεν είχε το λεύτερο μήδε να ζυγώσει κατακεί, εξόν αν ήτανε- μια φορά το χρόνο- στην εορτή της αγίας, 26 του Αλωνάρη, οπόταν οι καλόγεροι μπορούσανε νάρθουνε ταχινή ταχινή να λειτουργήσουνε στο κλησουράκι χωρίς χασομέρια. (..Π. Πρεβελάκης « ο Γιώργης που λευτέρωσε το νερό».

Δημ Χασομερης του Μακεδονικου (από perkins, 06/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ασχολούμενος με ζητήματα λαϊκής μεταφυσικής, ψιονικής δραστηριότητας, ουφολογίας, φασματολογίας, αποκρυφισμού, παραϊστορίας κουτουλού, αλλά όντας ημιμαθής και άσχετος ανάγει τα πάντα όλα σε τέτοιου είδους αιτίες και αφετηρίες καταλήγοντας τελικά να είναι γραφικός.

Ιδιαιτέρως δε η κατάληξη -άκος είναι αυτή που δίνει στο υποκείμενο την έννοια της ημιμάθειας, αλλά και της σούπερ γραφικότητας, καθώς χρησιμοποιείται ως μειωτική.

- Σου είπε για χτες βράδυ ο Ιορδάνης, που είδε κάτι παράξενα σαν ούφο;
- Έλα ρε, τι να μας πει πάλι ο χαρδαβελάκος; Αυτός είναι το ούφο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέγεται ο πλανόδιος πωλητής CD, καθώς όντας πάντα καλοπροαίρετος και χαμογελαστός, προσφωνεί το υποψήφιο (κατά τον ίδιο) άρρεν αγοραστικό κοινό του με την έκφραση «φίλο - φίλο».

Προφάνουσλυ, ο συγκεκριμένος οικονομικός μετανάστης δεν κατέχει επαρκώς τη γλώσσα και εντάσσει το ουσιαστικό «φίλος» από την δεύτερη κλίση (κλητική : φίλε) στην εξής διάταξη: κλητική σε -ο σχηματίζουν από τα παροξύτονα αρσενικά:

α) τα βαφτιστικά: Αλέκο, Γιώργο, Πέτρο κουτουλού. β) μερικά κοινά ουσιαστικά: γέρο, διάκο...
γ) μερικά οξύτονα χαϊδευτικά βαφτιστικά: Γιαννακό, Δημητρό… δ) μερικά οικογενειακά ονόματα που τονίζονται στην παραλήγουσα, ιδίως σε -άκος, -ούκος, -ίτσος: κύριε Δημητράκο, Καρακίτσο…

- Έλα φίλο-φίλο, πάρε το απαγορευμένο, το Τζούλια. Τρία γιούρο! Έχω και Τοντορίτο το Νατάσα.

(από perkins, 14/06/10)(από perkins, 19/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα αγοράκια από είκοσι μέχρι περίπου τριάντα ετών που έχουν φέτες κοιλιακούς. Τελευταία φοριέται πολύ στους μπάτσους με τα μοτοσακά της ομάδας Ζεύς και λέγεται αβέρτα-κουβέρτα σε γυναικοπαρέες στραβογαμημένων και όχι μόνο.

(Στο γραφείο)
- Για δείξε μου παρακαλώ το πρόγραμμα.
- Σκάσε μωρή λυσσάρα, κάτι έγινε και μαζεύτηκαν τα φετόνια από κάτω... αχ εμένα να συλλάβετε... τι γκαύλα τα άτιμα.

Άσπρα φετόνια (από perkins, 01/06/10)Μαύρα φετόνια (από perkins, 01/06/10)Νεκρό - δολοφονηθέν Φετόνι Ηπείρου. (από perkins, 01/06/10)Τι προμηνάνε τα μαύρα και τα άσπρα φετόνια; (από perkins, 02/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified