Και χωρίς να έχει εντεροδιαρροϊκές διαταραχές.

Η τσιμούχα χαλάρωσε ως προς τους σφιγκτήρες της και εξαιτίας αυτού του γεγονότου υπάρχει διαρροή υγρού, αέρος ή δεγκζερωγώ τι άλλο.

Η παρομοίωση είναι κουτουτουμουγού εύγλωττος διότι ανασύρει στην μνήμη δι' ανακλήσεως, πρωκτόν όστις πέρδεται μετα ζουμίων τε και μεζεδακίων ενίοτε.

- Βρούμ - βρουυυυυυυυυυυυυυμμ
- Κανε ρε παπάρα ένα έντο.
- Χλωμό, έχει κλάσει η δεξιά τσιμούχα του μπροστινού και θα αγοράσω οικοπεδιά.

(από perkins, 16/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μοτοσυκλετιστικό ακ- σεσουάρ που στερεούται στο πλαίσιο της μοτό και την προστατεύει από ζημιές κατά την πτώση, ή τουλάχιστον προσπαθεί.

Τα μανιτάρια τοποθετούνται εκατέρωθεν της μοτοσυκλετός και δια τούτο πωλούνται σε ζεύγη. Υπάρχουν δε και μανιτάρια τροχών ή καλαμιών μικροτέρου μεγέθους και για συγκεκριμένα είδη μοτορίων (enduro και motard).

Τα μανιτάρια προτιμούνται από τις μπάρες προστασίας ολοένα και περισσότερο, διότι είναι απείρως πιο καλαίσθητα και ελαφρύτερα.

Από έρευνες της valter moto παρατηρήθηκε ότι τα μανιτάρια με πλαστικό υλικό αυξάνουν τον συντελεστή τριβής σε παρατεταμένη ολίσθηση με αποτέλεσμα την καταπόνηση των βάσεων στήριξης της μοτοσικλέτας.Οι μηχανικοί της valtermoto σχεδίασαν και κατασκεύασαν μανιτάρια προστασίας με ειδικό εξωτερικό μείγμα από NYLON για μικρότερο συντελεστή τριβής. Εσωτερικά έχουν μεταλλική βάση για να μην αποκοπούν από της βίδες τους και έχουν υψηλής ανθεκτικότητας ατσάλινες βίδες για να αντέχουν στις πιέσεις, ενώ αντίθετα σε περίπτωση πρόσκρουσης να σπάνε, για να μην προκαλέσουν, ζημιά στις βάσεις στήριξης της μοτοσικλέτας...
εδώθε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός μηχανόβιου που προτιμά με θρησκευτική ευλάβεια τα Γιαπωνέζικα μοτόρια.

Στον αντίποδα βρίσκονται οι Ευρωπαίοι, που αγοράζουν με την ίδια προσήλωση μοτοσακά κυρίως εξ' Ιταλίας αλλά και εξ' Αυστρίας τε και Γηραιάς Αλβιώνος.

Κυριότερο επιχείρημα των Ιαπώνων για την προτίμησή τους είναι η αξιοπιστία, ενώ ο αντίλογος των Ευρωπαίων επικεντρούται στο: ό,τι δεν πάει..., δεν σπάει.

Αδερφέ πάνω πρώτα απ'όλα περαστικά και υπομονή!!! Να γίνεις σύντομα περδίκι!!

Μετά για το εργαλείο αφού είναι Ιάπωνας του βγάζω καπέλλο παρ'ότι δέν με συγκινούν ιδιαίεταιρα τέτοιυ στύλ μηχανές (Δέν έχω καβαλήσει βέβαια και ποτέ για αυτό ίσως και να μήν ξέρω) είμαι ποιό πολύ του Motard και του πιστάδικου!! (Μικρός ακόμα για αυτό)...

από εδεπά

Γενάρχης (από perkins, 07/03/11)Ο αντίλογος... (από Vrastaman, 07/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το λουρί που φοράνε οι «φιλόζωοι» στο λαιμό των σκυλιών τους για να τα ελέγχουν, προκαλώντας τους πονόλαιμο και παροδική υποξεία όταν τα τραβούν από την αλυσίδα. Ενίοτε το λουρί αυτό εσωτερικά φέρει καρφιά και τραυματίζει σοβαρά το ζώο (δυστυχώς όχι το δίποδο).

  2. Το λαστιχάκι που βρίσκεται μέσα στο κουτί του φίλτρου αέρα των κινητήρων αυτοκινήτων και μοτοσυκλετών, με σκοπό να καθορίζει κατά κάποιο τρόπο την ποσότητα εισαγωγής αέρα και κατά συνέπεια την περιεκτικότητά του προς καύση μείγματος.

  1. Γερμανική έρευνα απέδειξε ότι 46 στους 50 σκύλους που φορούσαν πνίχτη είχαν τραυματιστεί στο λαιμό, στην τραχεία ή στην πλάτη, ενώ 35 στους 50 θα υπέφεραν για όλη τους τη ζωή από χρόνιες τραχείτιδες, αναπνευστικά προβλήματα και άλλα σοβαρά θέματα υγείας.

Αναφερόμενοι σε παλιές και «απαρχαιωμένες» μεθόδους εκπαίδευσης και συγκεκριμένα στη χρήση του πνίχτη, η πλειονότητα των ειδικών του χώρου (εκπαιδευτές, κτηνίατροι, εκτροφείς) τονίζουν ομόφωνα ότι πρόκειται για τη χειρότερη μέθοδο εκπαίδευσης που θα μπορούσε να υπάρχει. Ο πνίχτης δεν είναι παρά ένα εργαλείο τιμωρίας και βασανισμού των ζώων και αποδεικνύει μόνο την αδυναμία των εκπαιδευτών να διδάξουν και να επικοινωνήσουν με τους σκύλους.

...από ιστότοπο.

2..α. ο πνιχτης παντως δεν ειναι ουτε το ενα σωληνακι ουτε το αλλο.ο πνιχτης ειναι αυτη η λαστιχενια εισοδος του αερα στο φιλτροκουτι, μην πας να το βγαλεις γιατι μετα δεν θα θα μπερδευτει το ιντζεκτιον επειδη δεν θα ρεει γραμικα και ομοιομορφα ο αερας μεσα στο φιλτροκουτι....

β. Εχεις τσεκαρει μεσα στο φιλτροκουτι ενα σωληνα 1 εκατοστο διαμετρο περιπου , αυτο νομιζω λεγεται πνίχτης (οχι μοντελοπνιχτης! :D ), και αυτο ειναι που ρυθμιζει κατα ενα μεγαλο ποσσοστο την εισροη αερα στο φιλτροκουτι σου.

....από μοτοφόρουμς...

(από perkins, 01/12/10)(από perkins, 01/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχι ο εγκληματίας αλλά κάτι πιο αθώο: ο διακόπτης που σβήνει το μοτέρ των μοτοσυκλετών, πάντοτε χρώματος κοκκίνου. Ευρίσκεται προ του δεξιού γκριπ του τιμονιού και κόβει την ρευματοδοσία στον κινητήρα.

Αγγλιστί λέγεται kill switch, οπότε το μοτολημματάκι εδώ παίζει να είναι και αγγλιά.

  1. Oταν λες γυρνας ρευμα εννοεις μαλλον το kill switch κοινως δολοφονο ε;
    Ο δολοφονος ειναι για εκτακτες καταστασεις που σε κατασταση πανικου πχ παει να σου πεσει η μηχανη δεν προφταινεις να γυρισεις το κλειδι για να την σβησεις οποτε πατσς το μαγικο κουμπακι και....σκοτωνεις (kill) το μοτερ...
    Δολοφονο εχε τον μονιμος στο ον και αναμα σβησιμο με το κλειδακι ΜΟΝΟ...
    Βαζεις στο ΟΝ περιμενεις (οπως και κανεις) το check να ολοκληρωθει και μετα απο μερικα δευτερολεπτα μιζα.

  2. μου χουν πει πως πρεπει να το σβηνω μονο απο τον διακοπτη ρευματος(δολοφονο οπως λες). Οποτε και ετσι κανω. Μηπως λες κατι αλλο εσυ; Ο διακοπτης αυτος ειναι κοκκινος συνηθως και στο δεξι χερι με ενα κυκλικο βελακι πανω του.

(...από μοτοφόρουμς)

(από perkins, 01/12/10)θεος (από perkins, 01/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γίνεται από μαρμαράδες - και δεν τους φαινότανε!

Είναι το κύρτωμα που γίνεται με λείανση στην πάνω εξωτερική πλευρά μιας μαρμαροποδιάς ή ενός μαρμάρινου σκαλοπατιού.

Στην περίπτωση που το κύρτωμα αφορά και την πάνω αλλά και την κάτω εξωτερική γωνία, τότε αυτή η εργασία λέγεται ολόκληρο τσιμπούκι.

Η ομοιότητα με άλλες δραστηριότητες είναι απλά φωνολογική.

Κ.Γ: - Αστρίτ, πότε θα είναι έτοιμη η σκάλα, ρε;
Α: - Αύριο το απόεμα κυρ - Ιάννη, να κάνω ως το βράδυ τα τελευταία μισοτσίμπουκα κι αύριο τα τσιμπούκια.
Κ.Γ: - (από μέσα του) Μωρέ μπράβο, τέτοιος λεβέντηςς....

Τσιμπούκια ο Τίγρης. (από perkins, 05/11/10)Γνήσιο μισοτσίμπουκο. (από perkins, 05/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γιαγιά που τυγχάνει κατά κύριο λόγο να είναι και σλανγκομούνα. Όχι ότι αν δεν είναι λέγεται αλλιώς, αλλά να, εκεί στη Σετινσουλία, οι γιαγιάδες είναι όντως και πολύ άτομα.

Λέγεται φυσικά και βάβω, αλλά και νόνα.

- Μαλάκα μου τι θα ντυθούμε τσ' Αποκρές (χωρίς ι)
- Κοκολοΐστρες...
- Με τι κότολα ρε, πούθενε;
- Θα πάρουμε κρυφά τση βαβάς μου, έχει τρία - τέσσερα και δε θα το πάρει χαμπέρι.

βαβά του μόχθου. (από perkins, 02/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ειδικό τρυπάνι για λήψη καρότων από οικοδομή.

Καροτιέρα υγρής κοππής Makita, με μέγιστη διάμετρο διάτρησης 230mm. Διαθέτει: Διακόπτη On/Off.

Μεταλλικό φρένο ολίσθησης για προστασία από ατυχήματα (ολίσθηση κατά λάθος).

Μοχλό ρύθμισης ύψους, παράλληλο στο έδαφος για καλύτερο υπολογισμό.

Διακόπτη ταχυτήτων για επιλογή μεταξύ των τριών μηχανικών ταχυτήτων.

Μοχλό για χειροκίνητο ανέβασμα του εργαλείου κατα μήκος του άξονα της βάσης και βίδωμα στο επιθυμητό ύψος.

Αξονα βάσης με ένδειξη βάθους σε εκατοστά και κλίσης σε μοίρες.

Σύνδεση για άμεση παροχή νερού με βαλβίδα ρύθμισης της

...μπλα μπλα...εδωθε

(από perkins, 31/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα σλανγκομαστορικά είναι το δείγμα μπετού σε κυλινδρικό σχήμα που το παίρνουμε από την οικοδομή με ειδικό δράπανο για έλεγχο αντοχής στην σύνθλιψη στο εργαστήριο. Λέγεται και πυρηνοληψία. Γίνεται δε, για να εξακριβωθεί αν τα μπετά που έπεσαν είναι ξεματοχινά για την περίσταση.

  1. Μήτσο, πήγαινε κόψε ένα καρότο από βαθιά να το πάμε στον επιστήμονα α το δει.

  2. από εδώ
    Η πλέον συνηθισμένη δοκιμή εναπομένουσας αντοχής μετά από πυρκαγιά είναι η λήψη
    πυρήνων (καρότων) με τη χρήση ειδικού μηχανήματος. Τα καρότα οδηγούνται σε εργαστήρια σκυροδέματος όπου και θλίβονται. Η θλιπτική τους αντοχή ανάγεται σε αντοχή κύβου 20x20x20 cm. Έτσι έχουμε μια πιο εμπεριστατωμένη άποψη της απώλειας αντοχής του σκυροδέματος μετά από μια πυρκαγιά. Η μέθοδος αυτή είναι η μόνη
    αποδεκτή από τον Κανονισμό Τεχνολογίας Σκυροδέματος ( Κ.Τ.Σ )

Βιολογικό καρότο. (από perkins, 31/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα σλανγκομαστορικά ο όρος σκύλα έχει τρείς σημασίες τουλάχιστον:

α) Λοστός για ξεκάρφωμα καρφιών και ανασηκώματος ρολών (η χαρά του διαρρήκτη) ή άλλων βαρέων αντικειμένων (μήδι α).

β) Πένσα συγκράτησης με κεκαμμένα ράμφη, κοινώς γαντζοτανάλια (μήδι β).

γ) Κρίκος αυτοαπασφαλιζόμενος σε διασώσεις ναυαγών, ορειβατών και άλλων βαρβάτων ανδρών και γυναικών (μήδι γ).

Έμμεση ασίστ: Ιωνας στο λήμμα μαλάκας.

α) Πιάσε ρε Περικλή τη σκύλα και δεν ανεβαίνει το το γαμημένο.
- Μη λες ονόματα ρε πανύβλακα. Θες δωρεάν διακοπές;

β) - Κάλφαααα, πιάκε ρε παπάρι τη σκύλα και έλα να βαστάς, μαλάκα, κι έπεσε το χέρι μου!
- Μια στιγμή κύριε προϊστάμενε, διότι με ξύνει το δεξί.

γ) - Κάθε πουσουκού τώρα που πέσανε και τα χιόνια θα τρέχουμε να γλιτώνουμε τους μπούληδες τους Αθηνέζους και ούτε υπερωρίες, ούτε τίποτα.
- Δε λες τουλάστιχον που μας πήρανε αυτές τις σκύλες και μας πεθαίνει και κανένα ζωντόβολο λιγότερο ;

αυτη ειναι η γκαζοντανάλια (από ο αυτοκτονημενος, 30/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified