Ο τσιγκούνης. Το λήμμα παραπέμπει και σε πιγκουίνο.

Λέγεται έτσι για να γίνει εμφατικό το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό. Βέβαια, το κεχαριτωμένο πτηνό δεν έχει αποδειχθεί, από ηθολογικές μελέτες, ότι αποθηκεύει τρόφιμα (αν και θα έπρεπε, με τις συνθήκες που ζει). Συνεπώς η συσχέτιση έγινε μόνον εξαιτίας ομοήχων στοιχείων των σημαινόντων. (Τσίγκου-Πίγκου).

— Θα πληρώσεις;
Μισό, να βρω το πορτοφόλι μου... πού το έχω βάλει;
— Άσε ρε τσιγκουίνο, πληρώνω εγώ πάλι.

(από perkins, 23/05/10)(από perkins, 23/05/10)(από perkins, 23/05/10)O Pingu - τόνος στη λήγουσα (από poniroskylo, 29/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται μόνο για γυναίκες και έχει δύο άσχετες μεταξύ τους σημασίες:

α) Η γκόμενα που είναι ψηλή και εντυπωσιακή, με φουσκούνια και μακρύ μαλλί συνήθως, όχι απαραίτητα όμορφη και σε καμμία περίπτωση γλυκιά. Για αυτή τη μούνα λέγεται επίσης ότι «έχει θεωρία» (;) με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει!

β) Το γκομενάκι που έχει διαλέξει την θεωρητική κατεύθυνση στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Συχνάκις, ιδιαιτέρως δε αν το μαλλί είναι οξυζενέτιντ, θεωρείται χαζή, μπάζο και με αϊ κιού ραδικιού.

  1. — Είδες κατακτήσεις η Λούλα;
    — Είδα, πώς δεν είδα. Εν τω μεταξύ άμα την προσέξεις δε λέει τίποτα!
    — Τη σώζει χρυσή μου το ότι είναι θεωρητικιά.

  2. — Λες να περάσει η Θέμις σε κάνα Τ.Ε.Ι.;
    — Ούτε Τ.Ε.Ι. Ζαμπονοκοπτικής δεν την κόβω... τέτοια θεωρητικιά που είναι.

(από jesus, 10/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοντός + μουστάκι. Θα μπορούσε να αναφέρεται σε οποιονδήποτε ο οποίος πληροί τις ως ανωτέρω προδιαγραφές, αλλά χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τροχόμπατσους της ηπειρωτικής χώρας οι οποίοι καιροφυλακτούν πίσω απο θάμνους (ή και πόες, αναλόγως του ύψους των) και εμφανίζονται ως από μηχανής θεούληδες στα έκπληκτα μάτια των οδηγών-εκδρομέων ουρλιάζοντας «φρηηήζ» ή κάτι παρεμφερές.

Το πιο παράξενο με αυτούς είναι ότι έχουν πάντα δίκιο για την κλήση που έχουν πάντα φρεσκοκομμένη, καθώς θα εντοπίσουν οτιδήποτε μπορεί να αποφέρει την τιμωρία του οδηγού.

Αγαπημένη τους έκφραση είναι η ανεκδοτική ρήση «Γιατί δε φουράς κράνους;»

— Φρηηηήζ!
— Μα δεν έτρεχα!
— Και τι μ' αυτό;
— Τι εννοείτε «και τι μ' αυτό»;
— Είσαι αξύριστους κι ακουμβίουτους... Να βρω κι άλλα;

(από perkins, 23/05/10)(από perkins, 23/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα τσοπεροειδή μοτόρια που είναι όλο φωνή και τσιτσί τίποτα!

Έτσι χαρακτηρίζονται από τους γρήγορους ή τους κακούς που καβαλάνε μοτασακά με πολλά αράρ στο λογότυπό τους.

- Πωωωωωω κοίτα ρε συ, οι Χαρλεάδες!!!
- Σιγά τους μαλάκηδες ναούμ'. Αυτοί πάνε Πειραιά-Σαλονίκη με το πλεούμενο. Πού να πάνε απ' το δρόμο μ' αυτές τις χέστρες;

γουαναμπι χαρλεϊ (από perkins, 22/05/10)Ἐγὼ πάντως αὐτὸ ξέρω γιὰ χέστρα (από aias.ath, 23/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

...που είναι στα πόδια γρήγορος. Σημαίνει ό,τι ακριβώς και το λήμμα «χέστηκε η Φατμέ στο Γενί Τζαμί», αλλά και το «χέστηκε η φοράδα (μας) στ' αλώνι», με την διαφορά εδώ ότι το υποκείμενο είναι αρσενικού γένους, αλλά και χέζει οπουδήποτε και είναι και κατοστάρης.

Υποθέτουμε ότι ο Πολύδωρος έπασχε από χρόνια διάρροια ή τέσπα από κάποιο παρεμφερές νόσημα και τον πήγαινε σφυρίχτρα συνεχώς.

Το «Πολύδωρας» παρακαλώ μην οδηγήσει σε άλλους συνειρμούς.

-Κοίτα, κοίτα πάλι χαλασμένα είναι τα φανάρια και ούτε ένα στρουμφάκι δεν έχουν βάλει να κουμαντάρει.
- Χέστηκε ο Πολύδωρος, ρε συ, που είναι στα πόδια γρήγορος!

(από perkins, 22/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζει τον απόλυτο άπλυτο, βρωμύλο, που το νύχι του έχει τέτοιο και τόσο περιεχόμενο λόγω απλυσιάς, που μπορεί να συνοδεύσει ούζα ή τσίπουρα με άνεση. Παρατηρείται δε κυρίως σε ασχολούμενους με μηχανουργικές μπίζνες, ψησταριές και αγροτικές εργασίες.

Γενικά ο μεζές αναφέρεται σε οποιοδήποτε νύχι των χεριών. Μια ιδιαίτερη κατηγορία που χρήζει ειδικής αναφοράς, είναι αυτό του μικρού δακτύλου που σε λαχαναγορίτες και λαχουράτους τύπους ειναι πάντα μακρύ, τουλάστιχον ισομέγεθες με τον διπλανό παράμεσο, και που υποβοηθούμενο από χρυσούν ωρολόγιον μάρκας φόλεξ ολοκληρώνει το στυλιστικό αριστούργημα.

Το νυχάκι αυτό είναι πάντα πρόθυμο να εκκενώσει το αυτί του ιδιοκτήτη του από το κερί αλλά και να αφαιρέσει νεκρά κύτταρα από διάφορα άλλα μέρη του, που δεν μου επιτρέπεται λόγω της ανατροφής μου να αναφέρω.

Επίσης είναι πάντοτε φορτώ από μεζεκλίκι καθώς η χρήση του δεν αδρανεί ποτέ των ποτών.

— Πάμε για κάνα κοκορέτσι στο Νώντα αργότερα;
— Τρελός παπάς σε βάφτισε! Να μας σερβίρει με το όμορφό του το χεράκι έ, και με το νύχι με το μεζέ;

Δες και πένθος στο νυχάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που εχει αναφερθεί και ως σαύρα ή σαυροειδές ή καληνύχτας, ο οποίος επιδιώκει μετά μανίας σχεδόν να βρίσκεται κοντά σε άτομα του ασθενούς (σιγά...) φύλου, να κλείνει σπανιότατα και κανένα κουτσοραντεβουδάκι, αλλά τελικά γυρνάει μόνος κι έρημος σπίτι του χωρίς εν τέλει να καταφέρει να ικανοποιήσει τη λίμπιντό του.

Εν ολίγοις τελικά τα πλένει πάντα στο χέρι.

— Τεράστιο αεροβόλο ρε συ ο Λάκης. Δεν τον είχα κόψει για έτσι!
— Εγώ σου τα 'λεγα, μας είχε φλομώσει στους δράκους τόσον καιρό.

(από perkins, 20/05/10)(από perkins, 20/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ασχολούμενος με ζητήματα λαϊκής μεταφυσικής, ψιονικής δραστηριότητας, ουφολογίας, φασματολογίας, αποκρυφισμού, παραϊστορίας κουτουλού, αλλά όντας ημιμαθής και άσχετος ανάγει τα πάντα όλα σε τέτοιου είδους αιτίες και αφετηρίες καταλήγοντας τελικά να είναι γραφικός.

Ιδιαιτέρως δε η κατάληξη -άκος είναι αυτή που δίνει στο υποκείμενο την έννοια της ημιμάθειας, αλλά και της σούπερ γραφικότητας, καθώς χρησιμοποιείται ως μειωτική.

- Σου είπε για χτες βράδυ ο Ιορδάνης, που είδε κάτι παράξενα σαν ούφο;
- Έλα ρε, τι να μας πει πάλι ο χαρδαβελάκος; Αυτός είναι το ούφο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το ξύδι «δε κάτι σάρκ» και προφέρεται έτσι σε κάποιες περιοχές της Ακαρνανίας τουλάστιχον.

Κατάχρηση του Δεκατεσαρ(γιού) γίνεται πάντα αλλά κυρίως κατά την ζωοπανήγυρη της Αγίας Παρασκευής (μεγάαααλη η χάρη της) στο Μοναστηράκι Βονίτσης ως συνοδευτικό των κοψιδίων και των λοιπών σφαχτών.

- Καλώς τα παιδιά τα δικά μας. Να ψήσω καφεδάκια;
- Τι καφέδες και παπαριές; Πήγε δέκα η ώρα (το πρωί). Τσάκω το μπουκάλι το Δεκατεσσάρ να μας δει ο Θεός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πέφτουλας, που πάντα τελικά αποδεικνύεται καληνύχτας και αεροβόλο διότι οι γκόμενες σακουλεύονται το ποιόν του και κόβουν λάσπη εγκαίρως.

Είναι πάντα σπαζαρχίδης και ενοχλητικός, γελοίος, σαλιάρης και το όνομά του –σαύρα– προέρχεται από την κίνηση της γλώσσας του (παλίνδρομη) που την χρησιμοποιεί για «γλείψιμο», όχι κυριολεκτικά αλλά μεταφορικά.

Επίσης είναι τύπος πανομοιότυπος με τον παρηγορητή κι αλλιώς λέγεται και ύαινα.

Τακιμιάσατε με τον Λακη μαρή Γωγώ;
— Άσε με ρε συ Σούλα με τη σαύρα, μιλάμε για πολύ σαλιάρης ο τύπος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified