Έκφραση που σημαίνει το υπέρτατο «με τίποτα» και ελληνιστί μεταφρασθείσα αποδίδεται ως «ποτέ των ποτών», ή αλλιώς «ούτε με σφαίρες», κι ακόμα χειρότερα.

— Πάμε ρε σου λέω Λεπά, μια φορά μόνο, έτσι για το γαμώτο.
— Νέβερ οφ δε ντρινκς, και μη μου το ξαναπείς σου είπα!

(από perkins, 18/05/10)

Δες και we have not seen him yet, and we have removed him John.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε σε κάποιον που κοκορεύεται συνέχεια και σε κάθε «ευκαιρία» κάνει τον τσαμπουκά, χωρίς να μπορεί τοις πράγμασι να υποστηρίξει μια τέτοια συμπεριφορά λόγω σωματοδομής.

— Κοίτα Τόλη που ο πορτιέρης μας κοιτάζει και ξυνίζει τη μάπα του. Έχει γούστο να μας ρίξει πόρτα. Θα τονε σφάξω στο γόνα.
— Σιγά ρε μαλάκα, σου 'πεσε ένα αρχίδι.

(από perkins, 18/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φαρομανάω: εκ του φαρί (νεαρό δυνατό άλογο) + μαίνομαι (είμαι θυμωμένος, είμαι σε οίστρο).

Κατά την όψιμη Άνοιξη δηλαδή, οι γκόμενες είναι έτοιμες για ζευγάρωμα, για βάτεμα.

- Πω-πω οι λυσσάρες, πώς κάνουν με το μαλάκα, μα είναι ωραίος αυτός ο χλιμίτζουρας;
- Ωραίος ξεωραίος, δεν έχει να κάνει. Δεν το ξέρεις; Τον Απρίλη και το Μάη, το μουνί φαρομανάει...

(από perkins, 18/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νερό που μέσα βράζουν τα όσπρια το όποιο απορρίπτεται όταν πάρει μια σύντομη βράση.

- Μάνα τι μαγείρεψες;
- Φασολάδα γιόκα μου.
- Γιατί ρε μανά φασολάδα; Αφού το βράδυ θα βγω με το Λενιώ! Θες να γίνω ρόμπα;
- Έννοια σου και το’ χυσα το πορδοζούμι, μην ανησυχείς.

(από perkins, 18/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απειλή προς αντίπαλο σε γκομενοκαυγά (κυρίως), που ταυτοχρόνως έχει και απαξιωτικό χαρακτήρα γι' αυτόν. Συνήθως ο αντίπαλος αυτός έχει γέφυρες ή θήκες στα δόντια του, οι οποίες και κάνουν μπαμ από μακριά.

Κόψε πέρα μωρή λινάτσα μη φας τίποτα μπουκετίδια και σου κάνω χίλια ευρώ ζημιά.

(από perkins, 18/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύλλογος Καταχραστών Πατρικής Περιουσίας.
Στον εν λόγω σύλλογο εντάσσονται όλοι ανεξαιρέτως οι επιτυχόντες σε Α.Ε.Ι. ή Τ.Ε.Ι, αλλά ιδιαιτέρως αυτοί που εγγράφονται σε ιδιωτικά κολέγια της ημεδαπής και κυρίως της αλλοδαπής.

- Την έκανα λαχείο, πέρασα!
- ΤΕΙ ή ΑΕΙ;
- Τι ΤΕΙ και ΑΕΙ, σημασία έχει ότι πεντ-έξι χρονάκια θα είμαι στα ΣΚΑΠΑΠ!

βλ. και Σπα.Πα.Πε., Σ.Π.Ε., Εκ.Πα.Πε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα πάντα όλα, το καθετί.

Πω πω, όλα τα 'φαγε η φακλάνα. Δεν άφησε... της Παναγιάς τα μάτια! (ή και «το μάτι της Παναγίας»).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O πάρα πολύ αδύνατος καI σκεβρωμένος, αυτός που είναι σαν χτικιάρης. Το λήμμα βγαίνει από τον Κίκι Αλόνσο.

Επίσης, ο κρυωμένος που βήχοντας βγάζει κάτι φλέματα σαν τάλιρα.

  1. -Γκουχ-γκουχ
    -Σκασε ρε Χτίκι Αλονσο και μας έβγαλες τ' άντερα!

  2. Κοίτα τον πως έγινε ρε, ο Παυλάκης. Είπαμε ν' αδυνατίσει αλλά το παράκανε. Χτίκι Αλόνσο έγινε.

(από perkins, 18/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβολικά αδιάφορος, ο αναίσθητος, ο έχων στωική στάση για τη ζωή.

- Καλά παιδί μου εσύ δεν παίζεσαι με τίποτα.
- Τι θα γίνει θα κατέβεις;
- Το χάνουμε το αεροπλάνο....καλαααααααά, εσύ είσαι «χέζε ψηλά κι αγνάντευε».

(από perkins, 18/05/10)

Άλλη έκδοση: χέσε ψηλά κι αγνάντευε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στοματικός έρωτας χωρίς σεξ και προκαταρκτικά. Αυτός που εκεί αρχίζει και τελειώνει.

— Την κατάφερες την πιτσιρίκα;
— Ποια πιτσιρίκα ρε; Αυτή με το καλημέρα με πλάκωσε σε κάτι ξεροτσίμπουκα...

Ένα ξερό γαμήσι θα γέμιζε την νύχτα μου! (από MXΣ, 16/05/10)(από perkins, 18/05/10)

Δες και τσιμπούκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified