Τα χάπια που έπιναν (και πίνουν) κάποιοι τοξικομανείς με τη σέσουλα για να την ακούσουν, να φτιαχτούν βρε αδερφέ, να κάνουν κεφάλι.

Συγκριτικό τους πλεονέκτημα σε σχέση με τις άλλες ουσίες είναι ότι τα μπιφτέκια είναι πιο φθηνά, πιο ευκολοφόρετα, πιο εύκολο να τα προμηθευτεί κανείς και το κυριότερο ότι βρίσκεις γιατρό να σου τα συνταγογραφήσει και να τα αγοράζεις ως κύριος.

Ονομάστηκαν μπιφτέκια αφενός για ξεκάρφωμα του χρήστη, και αφεδύο από το μεγάλο τους μέγεθος (στην φαντασία του χρήστη) και την ισχυρή τους δράση.

Κλασσικά μπιφτέκια είναι τα: Tavor, Ardan, Lexotanil, Valium, Vulbegal, το κλασσικό Hypnostenton, κουτουλού.

- Πώς εισ' έτσι ρε άπλυτε;
- Με χαλάσανε (χμφφφφ) τα μπιφτέκια, ήτανε (ουπς) ληγμένα.

valium ναούμ (από perkins, 07/06/10)(από perkins, 07/06/10)(από perkins, 07/06/10)(από perkins, 07/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λένε το χρόνο που περνάει κάποιος εξασκώντας το σπορ της κτηνοβασίας για μια ολόκληρη ώρα.

Μονάδα μέτρησης της συγκεκριμένης ενέργειας είναι τα κτηνοβάτ, τα οποία καταναλίσκονται κατά την διάρκεια μιας κτηνοβατώρας.

- Πς μωρή Διαμάντω κοίτα τι κούκλος που είν' ο Μήτρος!!!
- Ναι καλά. Έχει γράψει αυτούνος κτωνοβατωωωωωωωωωωώρες !!!

(από patsis, 14/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται όταν διασπείρεται μια αρνητική φήμη ή πληροφορία για κάποιον που αφορά προσωπικά του συνήθως δεδομένα. Προέρχεται από το αρχαιοελληνικό ουσιαστικό βυκάνη η οποία ήταν ενα κέρατο βοδιού που παρήγαγε μπάσο και ισχυρό ήχο.

Κατά τα Ρωμαϊκά χρόνια εξελίχθηκε σε σάλπιγγα από χαλκό η εξακολούθησε να είναι από κέρατο αλλά σε βελτιωμένη μορφή. Κατά τα μετέπειταβυζαντινά χρόνια απαντάται πλέον ως βούκινο και χρησιμοποιείται στις μάχες για να κατευθύνει τους στρατιώτες.

Η φράση λοιπόν έγινε βούκινο προήλθε από την ένταση του ήχου που ήταν πολύ δυνατή για την εποχή. Στο ίδιο πνεύμα και η παροιμία: ο κόσμος τό 'χει βούκινο κι εμείς κρυφό καμάρι.

- Εκείνο που μου αρέσει κ. Βούλτεψη στο άρθρο σας, είναι η απορία σας, πώς έγινε «βούκινο» η Ευπ! Πως και γιατί, από την μέρα της αλλαγής του πρέσβυ Κοραντή, βρέθηκε κόσμος που αναρωτήθηκε το «γιατί», παρ΄ ότι η Υπηρεσία δεν είναι απασχολημένη με την διαμόρφωση της τιμής του μπροΚώλου και του αγγουρίου! (απο εδεπά)

η εξελιξη του βουκινου στο πέρασμα των αιώνων (από perkins, 14/09/10)V for Vrasta (από perkins, 17/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το ξύδι «δε κάτι σάρκ» και προφέρεται έτσι σε κάποιες περιοχές της Ακαρνανίας τουλάστιχον.

Κατάχρηση του Δεκατεσαρ(γιού) γίνεται πάντα αλλά κυρίως κατά την ζωοπανήγυρη της Αγίας Παρασκευής (μεγάαααλη η χάρη της) στο Μοναστηράκι Βονίτσης ως συνοδευτικό των κοψιδίων και των λοιπών σφαχτών.

- Καλώς τα παιδιά τα δικά μας. Να ψήσω καφεδάκια;
- Τι καφέδες και παπαριές; Πήγε δέκα η ώρα (το πρωί). Τσάκω το μπουκάλι το Δεκατεσσάρ να μας δει ο Θεός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην πεζή πραγματικότητα είναι ηλεκτρικό μηχάνημα κοπής συνήθως ξυλείας. Λέγεται και σκέτο κορδέλα και αποτελείται από κυκλική ευλύγιστη λάμα πριονιού που εδράζεται σε δύο τροχούς, ο ένας εκ των οποίων κινείται από ηλεκτρικό κινητήρα. Βασικό χαρακτηριστικό του μηχανήματος είναι ότι δεν μασάει πουθενά και ως εργαλείο βασανιστηρίων θα ήταν ταμάμ.

Ωσεκτουτού κι επειδή γλώσσα σλανγκίζουσα τ' αληθή λέγει, πριονοκορδέλα είναι αφενός η πάρα μα πάρα πολύ αυστηρή κριτική σε λεγόμενα ή σε πράξεις κάποιου κι αφετέρου η κακοποίηση κάποιου υπό τινός συνανθρώπου του.

Ειδικά η δεύτερη εκδοχή είθισται να αναφέρεται στον αθλητικό χώρο, όπου ο δράστης είναι ο διαιτητήςκαι το θύμα η μία ομάδα.

Σημαντικό: το λημματάκι αυτό συντάσσεται με το ρήμα περνάω.

  1. για την Ά σημασία :

Κι ο ίδιος στα 71 του χρόνια, θα κάνει την παρθενική του εμφάνιση σε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο. Άργησε, αλλά τα κατάφερε.
Τον Γερμανό, τον πέρασαν πριονοκορδέλα, σχεδόν απαίτησαν την απόλυσή του, ακόμη και σε περίπτωση πρόκρισης, οι επικήδειοι εκφωνήθηκαν (και γράφτηκαν) από την προηγούμενη του επαναληπτικού.
Εντάξει, ο Ρεχάγκελ δεν είναι ο πιο…ευέλικτος προπονητής του κόσμου...
από εδώ και

  1. για την Β':

Το γιο του ανθρώπου που έχει πει τη «μεγάλη» ατάκα «ο Γαύρος και το Αιγάλεω να κερδίζουν και οι υπόλοιποι να πάνε να γαμηθούνε. Για όσους δεν ξέρουν ο Σπάθας ήταν φέτος στα ερυθρόλευκα όργια στο Παγκρήτιο, πέρασε πριονοκορδέλα τον Παναθηναϊκό στο Καυτατζόγλειο, έναν Παναθηναϊκό που τον έφαγε πέρσι λάχανο στο Καραϊσκάκη.
από κει

ξυλουργική (από perkins, 18/09/10)καυσοξύλων (από perkins, 18/09/10)μετάλλου (από perkins, 18/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καφενείου συνέχεια και... υποβρύχιο. Αποτελείται από μια κουταλιά του γλυκού βανίλια βυθισμένη σε ένα ποτήρι παγωμένο νερό.

Τα «παλιά τα χρόνια» έπαιζε πολύ και στα καφενεία και ως τρατάρισμα στα σπίτια. Τίμιο αντιυπογλυκαιμικό χωρίς λιπαρά.

Υπάρχει επίσης και αυτό το υποβρύχιο που υπάγεται στα ξίδια.

Έλα παιδιιιιιιί, έναν γλυκύ βραστό και ένα υποβρύχιο για τη μανδάμ.

Υποβρύχιο ουρανός (από perkins, 02/06/10)White submarine (από poniroskylo, 31/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός μηχανόβιου που προτιμά με θρησκευτική ευλάβεια τα Γιαπωνέζικα μοτόρια.

Στον αντίποδα βρίσκονται οι Ευρωπαίοι, που αγοράζουν με την ίδια προσήλωση μοτοσακά κυρίως εξ' Ιταλίας αλλά και εξ' Αυστρίας τε και Γηραιάς Αλβιώνος.

Κυριότερο επιχείρημα των Ιαπώνων για την προτίμησή τους είναι η αξιοπιστία, ενώ ο αντίλογος των Ευρωπαίων επικεντρούται στο: ό,τι δεν πάει..., δεν σπάει.

Αδερφέ πάνω πρώτα απ'όλα περαστικά και υπομονή!!! Να γίνεις σύντομα περδίκι!!

Μετά για το εργαλείο αφού είναι Ιάπωνας του βγάζω καπέλλο παρ'ότι δέν με συγκινούν ιδιαίεταιρα τέτοιυ στύλ μηχανές (Δέν έχω καβαλήσει βέβαια και ποτέ για αυτό ίσως και να μήν ξέρω) είμαι ποιό πολύ του Motard και του πιστάδικου!! (Μικρός ακόμα για αυτό)...

από εδεπά

Γενάρχης (από perkins, 07/03/11)Ο αντίλογος... (από Vrastaman, 07/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γιαγιά που τυγχάνει κατά κύριο λόγο να είναι και σλανγκομούνα. Όχι ότι αν δεν είναι λέγεται αλλιώς, αλλά να, εκεί στη Σετινσουλία, οι γιαγιάδες είναι όντως και πολύ άτομα.

Λέγεται φυσικά και βάβω, αλλά και νόνα.

- Μαλάκα μου τι θα ντυθούμε τσ' Αποκρές (χωρίς ι)
- Κοκολοΐστρες...
- Με τι κότολα ρε, πούθενε;
- Θα πάρουμε κρυφά τση βαβάς μου, έχει τρία - τέσσερα και δε θα το πάρει χαμπέρι.

βαβά του μόχθου. (από perkins, 02/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γίνεται από μαρμαράδες - και δεν τους φαινότανε!

Είναι το κύρτωμα που γίνεται με λείανση στην πάνω εξωτερική πλευρά μιας μαρμαροποδιάς ή ενός μαρμάρινου σκαλοπατιού.

Στην περίπτωση που το κύρτωμα αφορά και την πάνω αλλά και την κάτω εξωτερική γωνία, τότε αυτή η εργασία λέγεται ολόκληρο τσιμπούκι.

Η ομοιότητα με άλλες δραστηριότητες είναι απλά φωνολογική.

Κ.Γ: - Αστρίτ, πότε θα είναι έτοιμη η σκάλα, ρε;
Α: - Αύριο το απόεμα κυρ - Ιάννη, να κάνω ως το βράδυ τα τελευταία μισοτσίμπουκα κι αύριο τα τσιμπούκια.
Κ.Γ: - (από μέσα του) Μωρέ μπράβο, τέτοιος λεβέντηςς....

Τσιμπούκια ο Τίγρης. (από perkins, 05/11/10)Γνήσιο μισοτσίμπουκο. (από perkins, 05/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα σλανγκομαστορικά ο όρος σκύλα έχει τρείς σημασίες τουλάχιστον:

α) Λοστός για ξεκάρφωμα καρφιών και ανασηκώματος ρολών (η χαρά του διαρρήκτη) ή άλλων βαρέων αντικειμένων (μήδι α).

β) Πένσα συγκράτησης με κεκαμμένα ράμφη, κοινώς γαντζοτανάλια (μήδι β).

γ) Κρίκος αυτοαπασφαλιζόμενος σε διασώσεις ναυαγών, ορειβατών και άλλων βαρβάτων ανδρών και γυναικών (μήδι γ).

Έμμεση ασίστ: Ιωνας στο λήμμα μαλάκας.

α) Πιάσε ρε Περικλή τη σκύλα και δεν ανεβαίνει το το γαμημένο.
- Μη λες ονόματα ρε πανύβλακα. Θες δωρεάν διακοπές;

β) - Κάλφαααα, πιάκε ρε παπάρι τη σκύλα και έλα να βαστάς, μαλάκα, κι έπεσε το χέρι μου!
- Μια στιγμή κύριε προϊστάμενε, διότι με ξύνει το δεξί.

γ) - Κάθε πουσουκού τώρα που πέσανε και τα χιόνια θα τρέχουμε να γλιτώνουμε τους μπούληδες τους Αθηνέζους και ούτε υπερωρίες, ούτε τίποτα.
- Δε λες τουλάστιχον που μας πήρανε αυτές τις σκύλες και μας πεθαίνει και κανένα ζωντόβολο λιγότερο ;

αυτη ειναι η γκαζοντανάλια (από ο αυτοκτονημενος, 30/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified