Χαρακτηριστικό ανδρικό χτένισμα σύμφωνα με το οποίο:

α) Επιβάλλεται χωρίστρα αλφαδιασμένη, κυρίως στο πλάι αλλά και στη μέση του σκαλπ ενίοτε.
β) Το σύνολο του μαλλιού είναι γυαλιστερό και κολλημένο στο κρανίο με τη βοήθεια μπρι(γ)ιόλ, μπριγιαντίνης ή λεμονίτας (με ζάχαρη η σκέτη).

Ο βοϊδογλειμμένος είναι συνήθως γόνος «καλών »οικογενειών, κουστουμάτος ή ντυμένος με πόλο, σορτσάκι και σοσόνια. Πρέπει δε να αναφερθεί ότι η βοϊδογλειψιά ήταν της μόδας κατά καιρούς αρκετές δεκαετίες πριν, αλλά τη σήμερον ημέρα είναι ντεμοντέ.

Επίσης στα σχολεία φοριέται στους σπασίκλες και πάει πακέτο με τα καβλόσπυρα, το σμήγμα και τη γυαλαμπούκα.

- Καλώς τον Λέλο. Πού ήσουνα ρε φίλε, στο μαντρί;
- Όχι, σπίτι.
- Ά, γιατί μου φαίνεσαι σαν να σε έγλειψε γελάδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του ρήματος «βουτάω» που σημαίνει πέφτω από ένα επίπεδο σε άλλο χαμηλότερο και βάζω κάτι μέσα σε κάτι άλλο. Ωσεκτουτού η λέξη «βούτα» έχει τις εξής σημασίες:

  1. Η παπάρα. Όταν δηλαδή βουτάμε ψωμιά μέσα σε σάλτσες, σαλάτες και ροφήματα.

  2. Περιοχή - τμήμα της οδού Βουλιαγμένης όπου τις δύο κυρίως προηγούμενες δεκαετίες διεξάγονταν καγκουρ(γ)ιές, κόντρες, πραπρά και κυνηγητό με τους τροχαίους.

  3. Περιοχή του Ηρακλείου Κρήτης, αγνώστου αιτιολογίας σε μένα περί του τρόπου απόκτησης του συγκεκριμένου ονόματος (ας βοηθήσει κάποιος σύντεκνος).

  4. Περιστέρι υβριδικής προέλευσης από το Colombin (Columba Oenas), κάποια ντόπια περιστέρια της Θεσσαλίας, κάποια περιστέρια από την Ανατολή, που είχαν μεταφέρει στον Ελλαδικό χώρο οι Τούρκοι κατά τον μεσαίωνα, όπως και ράτσες της Ουκρανίας όπως το Rustand. Βούτες υπάρχουν σχεδόν σε όλο τον κόσμο σήμερα, χάρη στους Έλληνες μετανάστες λάτρεις της ράτσας (όπως λέει και η Βίκυ). Το πουλί αυτό ανεβαίνει πολύ ψηλά και στη συνέχεια, με εντολή του αφέντη-περιστερά, κάνει βουτιά με τεράστια ταχύτητα φρενάροντας ελάχιστα μέτρα πριν την προσταράτσωσή του. Το είδος έχει πολλούς φανατικούς φίλους στις τάξεις των περιστεράδων.

  5. Το δοχείο νυκτός στην φυλακή, στο παρελθόν στην Ευρώπη, δυστυχώς όμως σε τριτοκοσμικές χώρες υπάρχει μέχρι και σήμερα μαζί με όλο το υπόλοιπο κόνσεπτ. Τη βούτα αυτή την άδειαζαν οι νέοι κρατούμενοι στις ποινικές φυλακές, ενώ στις πολιτικές την άδειαζαν με τη σειρά.

  6. Βούτα σε κρεοπωλείο: ψυγείοκαταψύκτης ομοιάζων με μπανιέρα, με γυάλινη επιφάνεια στην οριζόντια συρόμενη πόρτα του.

  7. Βούτα σε βουλκανιζατέρ: λεκανοειδές περιστροφικό μηχάνημα που επισκευάζει στραβωμένα ζαντικά.

  8. Βούτα σε επιμεταλλωτήριο: μπανιεροειδής δεξαμενή γαλβανισμού ή επιχρύσωσης-επαργύρωσης μεταλλικών αντικειμένων με την μέθοδο της ηλεκτρόλυσης.

  9. Βούτα μηχανουργείου: μεταλλική δεξαμενή στην οποία μπαίνουν κυρίως μοτόρια για καθαρισμό με καθαριστικά υγρά, κυρίως για απολάδωση.

  10. Βούτα σε αργυροχρυσοχοείο: πλαστική δεξαμενή γεμάτη με αραιωμένο θειικό οξύ για καθαρισμό των κοσμημάτων αφού αυτά περάσουν από την φωτιά.

  1. Άσε τις βούτες κι έχεις γίνει σα μοσχάρα. Μετά σου φταίει ο θυρεοειδής σου!

  2. Πάμε Βούτα να δοκιμάσω ρε το νίτρομπούκαλο; Έτοιμο το 'χω.

  3. ...

  4. Συνομιλια από φόρουμ petbirds.gr:
    Διαστάυρωση βούτας με ταχυδρομικό:«λένε ότι δεν βουτάνε όπως οι βούτες και «κολλάνε», αλλά έχουν μυαλό«. Σκέφτομαι να κάνω διασταύρωση και μετά να τα ξαναδιασταυρώσω με βούτα και με επιλογή να διαλέξω αυτά που συμπεριφέρονται σαν βούτα αλλα έχουν το ένστικτο του ταχυδρόμου...»

  5. Έλα μικρέ, βούτα τη βούτα κι αμόλα να την αδειάσεις...

  6. Αυτό είναι το νέας Ζηλανδίας μανδάμ, ολόφρεσκο. Το βάλαμε στη βούτα λίγο να δροσιστεί.

7, 8, 9 και 10.
- Μάστορα, έτοιμο το εργαλείο;
- Συγνώμη ρε Νιόνιο, αλλά κάτσανε στραβές. Το'χω ακόμα στη βούτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η στοά, εκ του gallery που λένε και οι Αγγλοσαξόνοι.

Ο όρος χρησιμοποιείται με την κυριολεκτική του έννοια για τις στοές των ορυχείων.

Σλανγκιστί όμως, λέγεται μόνο για τα τελευταία εννέα καθίσματα των λεωφορείων των κτελ, και γενικότερα για τις τελευταίες θέσεις παντός είδους λεωφορείων και τρόλεϋ.

Το συγκεκριμένο τμήμα των οχημάτων αυτών είναι περιζήτητο σε νέους, ειδικά σε πενταήμερες (κι όχι πενθήμερες) λυκειακές εκδρομές καθώς εκεί γίνεται ο χαβαλές, πέφτει το φάσωμα και γενικά συμβαίνουν όλα τα καλά.

Τα παλιότερα χρόνια επίσης, που υπήρχαν τα λεωφορεία με τα ανοιγόμενα παράθυρα, στη γαλαρία επιζητούσαν να κάθονται οι «άρρωστοι»καπνιστές, επιβάτες των ΚΤΕΛ πανελλαδικά, έτσι ώστε να λάθουν της μύτης του οδηγού ή αυτής των ρουφ συνεπιβατών τους.

Θα πα' να κάτσω γαλαρία με τους μαλάκες για τη φάση και όλο και κάνα μωρό θα ξεστρατίσει προς τα πίσω. Θα φάμε καλά αργοτερότερα.

(από perkins, 08/06/10)(από perkins, 08/06/10)(από Vrastaman, 09/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται όταν διασπείρεται μια αρνητική φήμη ή πληροφορία για κάποιον που αφορά προσωπικά του συνήθως δεδομένα. Προέρχεται από το αρχαιοελληνικό ουσιαστικό βυκάνη η οποία ήταν ενα κέρατο βοδιού που παρήγαγε μπάσο και ισχυρό ήχο.

Κατά τα Ρωμαϊκά χρόνια εξελίχθηκε σε σάλπιγγα από χαλκό η εξακολούθησε να είναι από κέρατο αλλά σε βελτιωμένη μορφή. Κατά τα μετέπειταβυζαντινά χρόνια απαντάται πλέον ως βούκινο και χρησιμοποιείται στις μάχες για να κατευθύνει τους στρατιώτες.

Η φράση λοιπόν έγινε βούκινο προήλθε από την ένταση του ήχου που ήταν πολύ δυνατή για την εποχή. Στο ίδιο πνεύμα και η παροιμία: ο κόσμος τό 'χει βούκινο κι εμείς κρυφό καμάρι.

- Εκείνο που μου αρέσει κ. Βούλτεψη στο άρθρο σας, είναι η απορία σας, πώς έγινε «βούκινο» η Ευπ! Πως και γιατί, από την μέρα της αλλαγής του πρέσβυ Κοραντή, βρέθηκε κόσμος που αναρωτήθηκε το «γιατί», παρ΄ ότι η Υπηρεσία δεν είναι απασχολημένη με την διαμόρφωση της τιμής του μπροΚώλου και του αγγουρίου! (απο εδεπά)

η εξελιξη του βουκινου στο πέρασμα των αιώνων (από perkins, 14/09/10)V for Vrasta (από perkins, 17/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το απολυτήριο στρατού γιώτα πέντε (Ι5).

Περιζήτητο για όποιον δε γουστάρει να υπηρετήσει για διάφορους λόγους τη θητεία του στο στράτευμα επειδή δεν ασπάζεται τις Ελληνικές πατροπαράδοτες αξίες και ιδανικά και υποχρεωτικό στίγμα τα παλιότερα χρόνια για όποιον ήθελε να υπηρετήσει αλλά για αντικειμενικές σωματικές και ψυχικές ιδιαιτερότητες δεν γινόταν δεκτός στις τάξεις του στρατού.

Παλιότερα λέγανε πως όποιος δεν υπηρετήσει λόγω γιώτα πέντε δεν μπορεί να βγάλει δίπλωμα οδήγησης με νόμιμες διαδικασίες καθως και ότι αντιμετωπίζει κώλυμα διορισμού στο δημόσιο.

Παλικαρια θα σας δω μεσα. Θα παω απο τις 9 του μηνα γιατι ειμαι απο αρτα και ειναι καμποσες ωρες. Και εμενα ΥΕΑ ηρθε αλλα θα το παρω το γιωτόχαρτο λόγω απο γονατα και βαρος.120 κιλα ζωο ειμαι. Οσο για ψυχολογια ας βρεθουμε ολα τα ποντικια να περασουμε καλα
(από φόρουμ για φαντάρους).

Δες και τρελόχαρτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύμφωνα με την Βίκυ είναι ο λόγιος, αυτός που ασχολείται με τα γράμματα.

Παλιότερα, στην λαϊκή καθομιλουμένη στην επαρχία αποκαλούνταν έτσι ο γραμματέας της κοινότητας.

Επί βυζαντινών χρόνων γραμματικοί ήταν οι ιδιαίτεροι σύμβουλοι του αυτοκράτορα και επι τουρκοκρατίας οι γραφιάδες του κάθε αξιωματούχου. Από την συγκεκριμένη περίοδο μας κληροδοτήθηκε και το Γραμματικός πλέον ως επώνυμο.

Στη ναυτοσλάνγκ είναι ο δεύτερος καπετάνιος ή υποπλοίαρχος που έχει το γενικό πρόσταγμα στα περισσότερα πρακτικά ζητήματα του βαποριού και ειδικά στις φορτοεκφορτώσεις όπου η χαρτούρα θέλει και κόπο και τρόπο για να διεκπεραιωθεί.

- Κυρά μ’τη διχατέρα σου, κυρά μ’τη μοναχιά σου
την έλουζες, τη χτένιζες, στο σύννεφο την κρύβεις
και σπάραξε το σύννεφο και φάν’ κε η κόρη μέσα.
Την είδε ο γιός του Βασιλιά, την είδε ο γιός του Ρήγα
την είδε κι ο γραμματικός κι έπεσε να πεθάνει.
Σήκω σ’ απάν γραμματικέ, γαμπρό για να σε κάνω
γαμπρό στη διχατέρα μου, γαμπρό στη μοναχιά μου.
(βυζαντινοί χρόνοι.....
(από εδώ)

Και ναυτική ορολογία.....κάτω:

- Με το άραγμα ξεμπαρκάρισε όλο του το τσούρμα. Έτσι το ’κανε πάντα· σε κάθε πόρτο τσουρμάριζε και ξετσουρμάριζε. Δυο ταξίδια δεν τα ’κανε ποτέ με τους ίδιους ναύτες. Μονάχα το γραμματικό κρατούσε γιατί τον έβρισκε βολικό και του είχε τα πιστά. Τον ήξερε που διάβαζε ιερά βιβλία κι είχε στο γιατάκι του ακέριο εικονοστάσι και δε θύμωνε ποτέ....Ανδρέας Καρκαβίτσας - Διάβολοι στο γυαλό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γράσο (grasso) είναι λιπαντικό στοιχείο για μηχανήματα παντός τύπου, τα οποία έχουν κινητά μέρη και χρήζουν λίπανσης για μείωση της τριβής και συνεπακόλουθα της θερμοκρασίας και της φθοράς. Επίσης χρησιμοποιείται κι ως συντηρητικό για μεταλλικά τμήματα αντικειμένων που δεν πρέπει να οξειδωθούν επ' ουδενί, όσο κι αν παραμείνουν αχρησιμοποίητα.

Στη στρατιωτική σλανγκ, γράσα είναι οι νεοσύλλεκτοι, οι οποίοι μόλις ξεαμπαλαρίστηκαν εκ της συσκευασίας των και δόθηκαν ως δώρο στους παλιούς, με σκοπό την βελτίωση της καθημερινότητάς των τελευταίων.

Επειδή δε, το εν λόγω δώρο πρέπει να λειτουργεί απροβλημάτιστα για πολλούς μήνες (μέχρι ο παλαίουρας να απολυθεί), έχει προβλεφθεί η επικάλυψή του με γράσο, το οποίο άλλωστε δηλοί και την καινουργίλα του.

Υ.Γ.: Τα αυτιά των νεοσυλλέκτων (που δεν ακούνε πάντα τις διαταγές των ανωτέρων καραβανάδωνή των παλιών) δεν γεμίζουν κερί, αλλά γράσο.

  1. ...2α Μ.Α.Λ (ΜΟΙΡΑ ΑΛΕΞΙΠΤΩΤΙΣΤΩΝ) 1988 ΤΑ ΓΡΑΣΣΑ ΤΟΥ 2ου και 3ου ΛΟΧΟΥ ΚΡΟΥΣΕΩΣ ΠΑΡΑΤΑΓΜΕΝΟΙ ΣΕ ΦΑΛΑΓΓΑ ΣΠΡΩΧΝΟΥΝ ΤΟΥΣ ΤΟΙΧΟΥΣ ΤΩΝ ΔΥΟ ΛΟΧΩΝ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΑ ΓΙΑ ΝΑ ΚΟΛΛΗΣΟΥΝ ΤΑ ΔΥΟ ΚΤΙΡΙΑ ΚΑΙ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΟΙ ΔΥΟ ΛΟΧΟΙ ΕΝΑΣ. ενα απ` αυτα τα γρασσα ημουν και γω. (απο φόρουμ για καψώνια ).

  2. Καραμήτρος...Καραμήτροοόοος.. δεν ακούς ρε νέωψ; Άντε ρε να βγάλεις τα γράσα απ 'τ' αυτιά σου... Τσακίσου!!!

για όλες τις χρήσεις (από perkins, 19/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός απο αυτές τις σημασίες, λέγεται και για την επιτυχή προσπάθεια ψιλοώριμου επίδοξου επιβήτορα επί αρκετά μικρότερης ηλικιακά κόρης, την οποία πολιορκούσε για αρκετά μακρό χρονικό διάστημα.

Όπως είναι πρόδηλο, την συγκεκριμένη σχέση δεν την χαρακτηρίζουν οι αγαθές προθέσεις εκ μέρους του ανδρός, αλλά κυριαρχεί η κτητικότητα και τα παιχνίδια εξουσίας (μέσα - μέσα μπορεί και να πέφτουνε και τίποτα ψιλές).

Τι έγινε ρε γερομπισμπίκη, τη γρατζούνησες τη μικρούλα , τη γρατζούνησες; Κουφάλαααααααα!!!

Τη γρατζουνάει και στον υπνο .. (από perkins, 18/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το ξύδι «δε κάτι σάρκ» και προφέρεται έτσι σε κάποιες περιοχές της Ακαρνανίας τουλάστιχον.

Κατάχρηση του Δεκατεσαρ(γιού) γίνεται πάντα αλλά κυρίως κατά την ζωοπανήγυρη της Αγίας Παρασκευής (μεγάαααλη η χάρη της) στο Μοναστηράκι Βονίτσης ως συνοδευτικό των κοψιδίων και των λοιπών σφαχτών.

- Καλώς τα παιδιά τα δικά μας. Να ψήσω καφεδάκια;
- Τι καφέδες και παπαριές; Πήγε δέκα η ώρα (το πρωί). Τσάκω το μπουκάλι το Δεκατεσσάρ να μας δει ο Θεός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για πιπίνια που δεν έχουν περιττά ξίγκια, αερόσακους (κεντρικούς και πλευρικούς) και είναι χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά.

Ο όρος είναι δάνειο από την γλώσσα των χασάπικων, όπου τον χρησιμοποιεί ο κρεοπώλης για να επαινέσει την πραμάτεια του, ότι δηλαδή δεν χρεώνει στον πελάτη κατιμάδες.

- Τό 'φαγες το μωρό σκατόγερε;
- Άντε ρε λιγούρη που θα με πεις και σκατόγερο!
- Καλό ε;
- Μόνο; Δεν πετάς τίποτα, ούτε ξάφρισμα δεν ήθελε!

Πετας σχεδόν τα πάντα και ξαφρίζεις αιώνες ολάκερους (από perkins, 19/06/10)μόνο τα κόκκαλα πετας, και αν.. (από perkins, 19/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified