Κοντός + μουστάκι. Θα μπορούσε να αναφέρεται σε οποιονδήποτε ο οποίος πληροί τις ως ανωτέρω προδιαγραφές, αλλά χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τροχόμπατσους της ηπειρωτικής χώρας οι οποίοι καιροφυλακτούν πίσω απο θάμνους (ή και πόες, αναλόγως του ύψους των) και εμφανίζονται ως από μηχανής θεούληδες στα έκπληκτα μάτια των οδηγών-εκδρομέων ουρλιάζοντας «φρηηήζ» ή κάτι παρεμφερές.

Το πιο παράξενο με αυτούς είναι ότι έχουν πάντα δίκιο για την κλήση που έχουν πάντα φρεσκοκομμένη, καθώς θα εντοπίσουν οτιδήποτε μπορεί να αποφέρει την τιμωρία του οδηγού.

Αγαπημένη τους έκφραση είναι η ανεκδοτική ρήση «Γιατί δε φουράς κράνους;»

— Φρηηηήζ!
— Μα δεν έτρεχα!
— Και τι μ' αυτό;
— Τι εννοείτε «και τι μ' αυτό»;
— Είσαι αξύριστους κι ακουμβίουτους... Να βρω κι άλλα;

(από perkins, 23/05/10)(από perkins, 23/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται μόνο για γυναίκες και έχει δύο άσχετες μεταξύ τους σημασίες:

α) Η γκόμενα που είναι ψηλή και εντυπωσιακή, με φουσκούνια και μακρύ μαλλί συνήθως, όχι απαραίτητα όμορφη και σε καμμία περίπτωση γλυκιά. Για αυτή τη μούνα λέγεται επίσης ότι «έχει θεωρία» (;) με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει!

β) Το γκομενάκι που έχει διαλέξει την θεωρητική κατεύθυνση στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Συχνάκις, ιδιαιτέρως δε αν το μαλλί είναι οξυζενέτιντ, θεωρείται χαζή, μπάζο και με αϊ κιού ραδικιού.

  1. — Είδες κατακτήσεις η Λούλα;
    — Είδα, πώς δεν είδα. Εν τω μεταξύ άμα την προσέξεις δε λέει τίποτα!
    — Τη σώζει χρυσή μου το ότι είναι θεωρητικιά.

  2. — Λες να περάσει η Θέμις σε κάνα Τ.Ε.Ι.;
    — Ούτε Τ.Ε.Ι. Ζαμπονοκοπτικής δεν την κόβω... τέτοια θεωρητικιά που είναι.

(από jesus, 10/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιγκούνης. Το λήμμα παραπέμπει και σε πιγκουίνο.

Λέγεται έτσι για να γίνει εμφατικό το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό. Βέβαια, το κεχαριτωμένο πτηνό δεν έχει αποδειχθεί, από ηθολογικές μελέτες, ότι αποθηκεύει τρόφιμα (αν και θα έπρεπε, με τις συνθήκες που ζει). Συνεπώς η συσχέτιση έγινε μόνον εξαιτίας ομοήχων στοιχείων των σημαινόντων. (Τσίγκου-Πίγκου).

— Θα πληρώσεις;
Μισό, να βρω το πορτοφόλι μου... πού το έχω βάλει;
— Άσε ρε τσιγκουίνο, πληρώνω εγώ πάλι.

(από perkins, 23/05/10)(από perkins, 23/05/10)(από perkins, 23/05/10)O Pingu - τόνος στη λήγουσα (από poniroskylo, 29/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπροστινός κατά κόσμον είναι αυτός που κάνει τον καμπόσο με το όνομα και τα λεφτά κάποιου άλλου και που το παίζει «ποιος είμαι 'γω», «γενικός γαμάω» και τα ρέστα!

- Είδες ρε η προεδράρα,το πήρε το τσαμπιόνι!
- Ποια προεδράρα ρε, μπροστινός είναι αυτός, δεν έχει βάλει μία. Ας μην είχε από πίσω τον τίγρη να τα σκάει και θα του ξηγούσε τ' όνειρο ο ακατανόμαστος.

(από perkins, 24/05/10)(από perkins, 24/05/10)

Βλ. και βιτρίνα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Στη μαγειρική, πάστωμα είναι η συντήρηση τροφών μέσα σε ξύδι ή άλμη, όπως συμβαίνει κυρίως με τα παχιά ψάρια ή τις ρέγγες» (βλ. παστώνω το κοπίδι). Επίσης γίνεται και με αλάτι, χονδρό κατά προτίμηση.

Μια άλλη σημασία του Παστώματος του Σλανγκικού είναι η αποταμίευση χρημάτων και η διατήρησή τους επ' αόριστον. Χρησιμοποιείται ειρωνικά σε γνωστούς τσιγκουίνους για καζούρα!

Αλλιώς λέγεται και «Βάζω τα χαρτιά μούτρο με μούτρο».

- Κοίτα ο τσίπης σακκακιά! Το βαφτιστικό του είναι;
- Αφού ρε δε χαλάει φράγκο, μόνο για αλάτι δίνει!
(Λοξό βλέμμα και γκριματσα):
- Για να τα παστώνει ντε!

(από perkins, 24/05/10)(από perkins, 24/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στα ένδοξα Ελληνικά χαρτονομίσματα με τον Παπανικολάου, Κολοκοτρώνη, Ζεύ (κι αυτός έχει μούτρο, ναι), Καποδίστρια και άλλους μακαρίτες που έπεσαν στη μάχη με την πολυάριθμη φυλή των Γιούρων μετά από το μιλένιουμ ναούμ'.

Στις ημέρες της ακμής τους οι Ελληνικοί αυτοί ήρωες επαστώνοντο υπό των κατόχων των, τοποθετούμενοι μούτρο με μούτρο (παρεάκι), έτσι για να μην πλήττουν από την μακροχρόνια ρέκλα, μέσα σε χρηματοκιβώτια, συρτάρια και άλλα μπάξα γενικώς, επίσης δε και κάτωθεν στρωμάτων!

  1. - Πς, να και ο Αλιπασ(τ)άς!
    - Γιατί έτσι;
    - Γιατί τα κάνει αλίπαστα. Μούτρο με μούτρο τα σενιάρει ο καβούρ(γ)ιας!

  2. - Μάνα, δόμου κάνα λεφτό, έλα ρε μάνα!
    - Χα χα, άντε σήκωσε το στρώμα και πάρε που τά 'βαλα μούτρο με μούτρο!

Πολλα γκαφρά (από perkins, 25/05/10)(από perkins, 29/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που αναφέρεται στην στυτική ικανότητα των φαλακρών, μεσόκοπων ανδρών, οι οποίοι ισχυρίζονται με αυτόν τον τρόπο ότι τα χρόνια που πέρασαν δεν έχουν επηρεάσει τις σεξουαλικές τους επιδόσεις (λέμε τώρα).

Σημείωση: α) Την συγκεκριμένη έκφραση καπηλεύονται (έτσι, για να αυτοπροβληθούν) και οι υπόλοιποι καράφλες που είναι αρκετά νεότεροι.

β) Το μόριο του διαβόλου ως αρχέτυπο στο συλλογικό λαϊκό ασυνείδητο θα πρέπει να είναι τουλάχιστον [μαλαπέρδα](http://www.slang.gr/lemma/244-malaperda) και να λειτουργεί σαν επαναληπτική καραμπίνα [τουλάστιχον](http://www.slang.gr/definition/5266-toulastixon) (δεν ξέρω μήπως είναι και σπονδυλωτό).

- Κάνε μπάντα ρε παππού που θες και κοκό.
- Κόψε ρε σπόρο που θα μου πεις εμένα... Δεν το ξέρεις το ρητό; Μαλλί καθόλου - ψωλή διαβόλου.
- Σιγά ρε Γκουσγκούνη, μας πήρανε τα φλόκια.

Πρόγονος Γκουσγκουνη (από perkins, 28/05/10)Σεϊζης (από perkins, 28/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηριστικό ανδρικό χτένισμα σύμφωνα με το οποίο:

α) Επιβάλλεται χωρίστρα αλφαδιασμένη, κυρίως στο πλάι αλλά και στη μέση του σκαλπ ενίοτε.
β) Το σύνολο του μαλλιού είναι γυαλιστερό και κολλημένο στο κρανίο με τη βοήθεια μπρι(γ)ιόλ, μπριγιαντίνης ή λεμονίτας (με ζάχαρη η σκέτη).

Ο βοϊδογλειμμένος είναι συνήθως γόνος «καλών »οικογενειών, κουστουμάτος ή ντυμένος με πόλο, σορτσάκι και σοσόνια. Πρέπει δε να αναφερθεί ότι η βοϊδογλειψιά ήταν της μόδας κατά καιρούς αρκετές δεκαετίες πριν, αλλά τη σήμερον ημέρα είναι ντεμοντέ.

Επίσης στα σχολεία φοριέται στους σπασίκλες και πάει πακέτο με τα καβλόσπυρα, το σμήγμα και τη γυαλαμπούκα.

- Καλώς τον Λέλο. Πού ήσουνα ρε φίλε, στο μαντρί;
- Όχι, σπίτι.
- Ά, γιατί μου φαίνεσαι σαν να σε έγλειψε γελάδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κωλόχαρτο με την κυριολεκτική σημασία του, αυτή του χαρτιού υγείας (άκου... «υγείας»). Προέρχεται από το πάτος (κώλος) και χαρτί.

Για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. και τον ορισμό του Προφήτη, εξαιρώντας όμως την εξής έννοια: «Σε κάποιες περιπτώσεις χρησιμοποιείται και για έγγραφα ή βιβλία που μας είναι εντελώς άχρηστα (πτυχία, δημόσια έγγραφα, σχολικά συγγράμματα κ.ά.)».

Στην μη σλανγκική διάλεκτο, πατόχαρτο λέγεται το γυαλόχαρτο αντοχής για τρίψιμο ντουβαριών.

Πού πας ρε Καραμήτρο με το πατόχαρτο στην εξάρτυση;
— Έχω περίπολο και φάγαμε χτες κάτι γκοτζίλες... Καταλαβαίνεις.

ο μίτος της Αριάδνης (από perkins, 29/05/10)

Ακόμη: σκατόχαρτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του ρήματος «βουτάω» που σημαίνει πέφτω από ένα επίπεδο σε άλλο χαμηλότερο και βάζω κάτι μέσα σε κάτι άλλο. Ωσεκτουτού η λέξη «βούτα» έχει τις εξής σημασίες:

  1. Η παπάρα. Όταν δηλαδή βουτάμε ψωμιά μέσα σε σάλτσες, σαλάτες και ροφήματα.

  2. Περιοχή - τμήμα της οδού Βουλιαγμένης όπου τις δύο κυρίως προηγούμενες δεκαετίες διεξάγονταν καγκουρ(γ)ιές, κόντρες, πραπρά και κυνηγητό με τους τροχαίους.

  3. Περιοχή του Ηρακλείου Κρήτης, αγνώστου αιτιολογίας σε μένα περί του τρόπου απόκτησης του συγκεκριμένου ονόματος (ας βοηθήσει κάποιος σύντεκνος).

  4. Περιστέρι υβριδικής προέλευσης από το Colombin (Columba Oenas), κάποια ντόπια περιστέρια της Θεσσαλίας, κάποια περιστέρια από την Ανατολή, που είχαν μεταφέρει στον Ελλαδικό χώρο οι Τούρκοι κατά τον μεσαίωνα, όπως και ράτσες της Ουκρανίας όπως το Rustand. Βούτες υπάρχουν σχεδόν σε όλο τον κόσμο σήμερα, χάρη στους Έλληνες μετανάστες λάτρεις της ράτσας (όπως λέει και η Βίκυ). Το πουλί αυτό ανεβαίνει πολύ ψηλά και στη συνέχεια, με εντολή του αφέντη-περιστερά, κάνει βουτιά με τεράστια ταχύτητα φρενάροντας ελάχιστα μέτρα πριν την προσταράτσωσή του. Το είδος έχει πολλούς φανατικούς φίλους στις τάξεις των περιστεράδων.

  5. Το δοχείο νυκτός στην φυλακή, στο παρελθόν στην Ευρώπη, δυστυχώς όμως σε τριτοκοσμικές χώρες υπάρχει μέχρι και σήμερα μαζί με όλο το υπόλοιπο κόνσεπτ. Τη βούτα αυτή την άδειαζαν οι νέοι κρατούμενοι στις ποινικές φυλακές, ενώ στις πολιτικές την άδειαζαν με τη σειρά.

  6. Βούτα σε κρεοπωλείο: ψυγείοκαταψύκτης ομοιάζων με μπανιέρα, με γυάλινη επιφάνεια στην οριζόντια συρόμενη πόρτα του.

  7. Βούτα σε βουλκανιζατέρ: λεκανοειδές περιστροφικό μηχάνημα που επισκευάζει στραβωμένα ζαντικά.

  8. Βούτα σε επιμεταλλωτήριο: μπανιεροειδής δεξαμενή γαλβανισμού ή επιχρύσωσης-επαργύρωσης μεταλλικών αντικειμένων με την μέθοδο της ηλεκτρόλυσης.

  9. Βούτα μηχανουργείου: μεταλλική δεξαμενή στην οποία μπαίνουν κυρίως μοτόρια για καθαρισμό με καθαριστικά υγρά, κυρίως για απολάδωση.

  10. Βούτα σε αργυροχρυσοχοείο: πλαστική δεξαμενή γεμάτη με αραιωμένο θειικό οξύ για καθαρισμό των κοσμημάτων αφού αυτά περάσουν από την φωτιά.

  1. Άσε τις βούτες κι έχεις γίνει σα μοσχάρα. Μετά σου φταίει ο θυρεοειδής σου!

  2. Πάμε Βούτα να δοκιμάσω ρε το νίτρομπούκαλο; Έτοιμο το 'χω.

  3. ...

  4. Συνομιλια από φόρουμ petbirds.gr:
    Διαστάυρωση βούτας με ταχυδρομικό:«λένε ότι δεν βουτάνε όπως οι βούτες και «κολλάνε», αλλά έχουν μυαλό«. Σκέφτομαι να κάνω διασταύρωση και μετά να τα ξαναδιασταυρώσω με βούτα και με επιλογή να διαλέξω αυτά που συμπεριφέρονται σαν βούτα αλλα έχουν το ένστικτο του ταχυδρόμου...»

  5. Έλα μικρέ, βούτα τη βούτα κι αμόλα να την αδειάσεις...

  6. Αυτό είναι το νέας Ζηλανδίας μανδάμ, ολόφρεσκο. Το βάλαμε στη βούτα λίγο να δροσιστεί.

7, 8, 9 και 10.
- Μάστορα, έτοιμο το εργαλείο;
- Συγνώμη ρε Νιόνιο, αλλά κάτσανε στραβές. Το'χω ακόμα στη βούτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified