Αυτός που σκάει μπάφο.

Ο ντάτουρας είναι παράφραση του ψυχοτροπικού φυτού «ντατούρα» που ευδοκιμεί κυρίως στο Μεξικό.

Χρησιμοποιείται και σαν παρατσούκλι-χαιρετισμός.

Πού 'σαι ρε ντάτουρα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ μικρό και ακατάστατο μέρος, κακής κατασκευής συνήθως.

Σιγά το σπίτι που μας μοστράριζε για βίλα ο Τάδε. Μια γαϊδουροκυλίστρα ήταν και τίποτα παραπάνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ραμολί.

Πρέπει να πεταχτώ απέναντι, έχω να κοιτάξω το κούσαλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βλάκας. Αυτός που δεν του κόβει. Χρησιμοποιείται όταν δε θέλουμε να καταφύγουμε σε χυδαίες εκφράσεις εναντίον κάποιου.

Τι λέει ο αστραπόγιαννος;

Αστραπόγιαννος (από GATZMAN, 02/06/10)

Χαρακτηρισμοί με κύριο όνομα για συνθετικό: αστραπόγιαννος, βιαστικοθοδώρα, βουβαντώνης, γερολάζαρος, γυναικοθόδωρος, λωλοστεφανής, μαλακαντρέας, μαλακαντώνης, μουγγοθόδωρος, ντελημπάσχος, ντελήσαββας, παστρικοθοδώρα, στραβόγιαννος, τρελαντώνης, τρεμολάζαρος, τρομπογιώργης, τρυπαντωνάκης, ψευτοθόδωρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιτίθεμαι. Χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει επιθέσεις από σκυλιά.

Όταν αναφέρεται σε ανθρώπους, σημαίνει επιτίθεμαι συνήθως με άγαρμπο και πρωτόγονο τρόπο.

Πω, μαλάκα, κοίτα τη γκόμενα εκεί απέναντι στο μπαρ. Δεν αντέχω άλλο, θα μουντάρωωωωωω.

Sulley Muntari (από allivegp, 05/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τοίχος του μπιλιάρδου σε μορφή υποκοριστικού. Προκύπτει από το «μπρικόλα» που σημαίνει το ίδιο.

Μάλλον παράγεται από το αγγλικό μπρικ (τούβλο), εξ ου και ο τοίχος. Η κατάληξη ιταλίζει όμως και ίσως να οφείλεται στο ότι το έχω ακούσει να λέγεται έτσι από επτανήσιους.

Χρησιμοποιείται μεταφορικά στη φράση «μου 'φυγε το μπρικολέτο» και έχει την έννοια ξαφνιάστηκα, εξεπλάγην, μου 'φυγε το τσερβέλο, το καφάσι, κλπ.

Η λέξη και η έκφραση κυκλοφόρησε για λίγο στα τέλη του '80 και μετά εξαφανίστηκε, τουλάχιστον εγώ δεν την ξανάκουσα. Όποιος γνωρίζει κάτι παραπάνω, ελεύθερα να συμπληρώσει και να τροποποιήσει τον ορισμό.

  1. Έλα, δεν είναι δύσκολη στεκιά, παίξε την πράσινη με μπρικόλα στη μέση και θα μπει.

  2. Τι λε ρε φίλε, δεν το πιστεύω, μού 'φυγε το μπρικολέτο!

Βλέπε και γαλλικό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αλεπού.
Μτφ. το μούτρο, ο περπατημένος, αυτός που έχει ψηθεί στη ζωή, ξέρει όλα τα κόλπα και δε μπορεί να του τη φέρει κανείς. Ο πονηρός.

(Βλέποντας το Μίκυ Ρουρκ στην τηλεόραση στη φάση της παρακμής του):
Κοίτα ένα λούπο!

(από jesus, 24/02/11)(από electron, 24/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πυθαγόρειο θεώρημα (αργκό) = το τεσσαράγωνο της παρακατιανής τεντώστρας πατσίζει με τη σούμα των δύο απέναντι παϊδιών που σκουντουφλιούνται κατακέφαλα.

Προσέξτε ότι ο ορισμός δεν είναι σωστός, γιατί θα έπρεπε να γράφει «με τη σούμα των τεσσαραγώνων... κατακέφαλα», εντούτοις είναι ο αυθεντικός που κυκλοφόρησε για πλάκα στα σχολεία πριν από πάρα πολλά (τι θυμήθηκα τώρα) χρόνια.

Το κλασσικό, όπως μου το έχουν διηγηθεί:
- Κώστα παιδί μου, πες μας τι λέει το πυθ. θεώρημα.
- Το τεσσαράγωνο της παρακατιανής τεντώστρας πατσίζει με τη σούμα των δύο απέναντι παιδιών που σκουντουφλιούνται κατακέφαλα.

Λέγεται ότι ο καθηγητής που το άκουσε ψάρωσε τόσο που το πέρασε για σωστό, χωρίς να προσέξει τη μικρή (αλλά ουσιώδη) παράλειψη που ανέφερα στον ορισμό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πιο σωστά «γυρνάω τα ξεροτύρια». Είναι η δουλειά που απαιτείται για κάποια είδη τυριού που πρέπει πρώτα να στεγνώσουν πριν μπουν στην παραγωγή.

Χρησιμοποιείται ειρωνικά όταν απευθυνόμαστε σε κάποιον που ξέρουμε ότι κωλοβαράει. Βασικά μου το λέει η μάνα μου όταν γυρνάω από καμιά καφετέρια.

Επ, τι έγινε πού χάθηκες, γυρνάς τα ξεροτύρια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κούσαλο, το ραμολί.

Σήμερα η Β' Παθολογική έχει γεμίσει μορμολύκεια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified