Η αλεπού.
Μτφ. το μούτρο, ο περπατημένος, αυτός που έχει ψηθεί στη ζωή, ξέρει όλα τα κόλπα και δε μπορεί να του τη φέρει κανείς. Ο πονηρός.

(Βλέποντας το Μίκυ Ρουρκ στην τηλεόραση στη φάση της παρακμής του):
Κοίτα ένα λούπο!

(από jesus, 24/02/11)(από electron, 24/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που σκάει μπάφο.

Ο ντάτουρας είναι παράφραση του ψυχοτροπικού φυτού «ντατούρα» που ευδοκιμεί κυρίως στο Μεξικό.

Χρησιμοποιείται και σαν παρατσούκλι-χαιρετισμός.

Πού 'σαι ρε ντάτουρα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ μικρό και ακατάστατο μέρος, κακής κατασκευής συνήθως.

Σιγά το σπίτι που μας μοστράριζε για βίλα ο Τάδε. Μια γαϊδουροκυλίστρα ήταν και τίποτα παραπάνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πυθαγόρειο θεώρημα (αργκό) = το τεσσαράγωνο της παρακατιανής τεντώστρας πατσίζει με τη σούμα των δύο απέναντι παϊδιών που σκουντουφλιούνται κατακέφαλα.

Προσέξτε ότι ο ορισμός δεν είναι σωστός, γιατί θα έπρεπε να γράφει «με τη σούμα των τεσσαραγώνων... κατακέφαλα», εντούτοις είναι ο αυθεντικός που κυκλοφόρησε για πλάκα στα σχολεία πριν από πάρα πολλά (τι θυμήθηκα τώρα) χρόνια.

Το κλασσικό, όπως μου το έχουν διηγηθεί:
- Κώστα παιδί μου, πες μας τι λέει το πυθ. θεώρημα.
- Το τεσσαράγωνο της παρακατιανής τεντώστρας πατσίζει με τη σούμα των δύο απέναντι παιδιών που σκουντουφλιούνται κατακέφαλα.

Λέγεται ότι ο καθηγητής που το άκουσε ψάρωσε τόσο που το πέρασε για σωστό, χωρίς να προσέξει τη μικρή (αλλά ουσιώδη) παράλειψη που ανέφερα στον ορισμό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τοίχος του μπιλιάρδου σε μορφή υποκοριστικού. Προκύπτει από το «μπρικόλα» που σημαίνει το ίδιο.

Μάλλον παράγεται από το αγγλικό μπρικ (τούβλο), εξ ου και ο τοίχος. Η κατάληξη ιταλίζει όμως και ίσως να οφείλεται στο ότι το έχω ακούσει να λέγεται έτσι από επτανήσιους.

Χρησιμοποιείται μεταφορικά στη φράση «μου 'φυγε το μπρικολέτο» και έχει την έννοια ξαφνιάστηκα, εξεπλάγην, μου 'φυγε το τσερβέλο, το καφάσι, κλπ.

Η λέξη και η έκφραση κυκλοφόρησε για λίγο στα τέλη του '80 και μετά εξαφανίστηκε, τουλάχιστον εγώ δεν την ξανάκουσα. Όποιος γνωρίζει κάτι παραπάνω, ελεύθερα να συμπληρώσει και να τροποποιήσει τον ορισμό.

  1. Έλα, δεν είναι δύσκολη στεκιά, παίξε την πράσινη με μπρικόλα στη μέση και θα μπει.

  2. Τι λε ρε φίλε, δεν το πιστεύω, μού 'φυγε το μπρικολέτο!

Βλέπε και γαλλικό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βλάκας. Αυτός που δεν του κόβει. Χρησιμοποιείται όταν δε θέλουμε να καταφύγουμε σε χυδαίες εκφράσεις εναντίον κάποιου.

Τι λέει ο αστραπόγιαννος;

Αστραπόγιαννος (από GATZMAN, 02/06/10)

Χαρακτηρισμοί με κύριο όνομα για συνθετικό: αστραπόγιαννος, βιαστικοθοδώρα, βουβαντώνης, γερολάζαρος, γυναικοθόδωρος, λωλοστεφανής, μαλακαντρέας, μαλακαντώνης, μουγγοθόδωρος, ντελημπάσχος, ντελήσαββας, παστρικοθοδώρα, στραβόγιαννος, τρελαντώνης, τρεμολάζαρος, τρομπογιώργης, τρυπαντωνάκης, ψευτοθόδωρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό παιδί του καραγκιόζη. Αν θεωρείς τη βρισιά «καραγκιόζης» πολύ κοινότοπη, μπορείς να χρησιμοποιήσεις το «μυριγκόγκος».

Τι λέει ο μυριγκόγκος;

(από Khan, 28/09/10)(από poniroskylo, 28/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν ήσουνα γυμνάσιο στα 80'ς τότε σίγουρα θα έχεις ακούσει και θα 'χεις πει αυτή τη φράση που απορώ πώς τόσον καιρό δεν έχει μπει στο σάιτ.

Σημαίνει: επιδοκιμάζω μια κατάσταση.

- Πιο παλιά, όταν τα πράγματα ήταν πιο χαλαρά, την κοπάναγα από τη δουλειά, πήγαινα σπίτι, έβαζα πλυντήριο και καθάριζα ψάρια για το μεσημέρι. Το απόγευμα επέστρεφα στο γραφείο και έγραφα και υπερωρίες. - Καλή φάση.

Βλ. και φάση

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιτίθεμαι. Χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει επιθέσεις από σκυλιά.

Όταν αναφέρεται σε ανθρώπους, σημαίνει επιτίθεμαι συνήθως με άγαρμπο και πρωτόγονο τρόπο.

Πω, μαλάκα, κοίτα τη γκόμενα εκεί απέναντι στο μπαρ. Δεν αντέχω άλλο, θα μουντάρωωωωωω.

Sulley Muntari (από allivegp, 05/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φασαρία, διαπληκτισμός. Αντίστοιχο του κυπριακού μπασαμά.

Έγινε μεγάλη αντράλα χτες στο μπαρ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified