Χρησιμοποιείται για να περιγράψουμε την κακή, εμφανισιακά, γραφή κάποιου ατόμου. Περιγράφει ανικανότητα γραφής. Χαρακτηρίζει, τέλος, τον τρόπο γραφής των συνταγών από τους γιατρούς, τις οποίες μόνο οι φαρμακοποιοί μπορούν να «αποκρυπτογραφήσουν».

Κανονική σημασία της λέξης: είναι η πρώτη γραφή της ελληνικής γλώσσας και χρησιμοποιήθηκε στη Μυκηναϊκή Περίοδο, από το 17ο ως τον 13ο αι. π.Χ. (πηγή: el.wikipedia.org)

- Δες τι έφερε πάλι το σούργελο να δακτυλογραφήσω. Άντε να βρεις άκρη, Γραμμική-Β σου λέω.

(από Hank, 09/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Χρησιμοποιείται υποτιμητικά για να περιγράψουμε τους έχοντες επάγγελμα τον στρατό. Πιο συχνά για να περιγράψουμε τους επαγγελματίες οπλίτες (Επ.Οπ.) ή τους πενταετούς θητείας.

- Τι κάνει η άλλη; Την βλέπεις καθόλου;
- Άσε, από την στιγμή που έμπλεξε πάλι με τον καραβανά ούτε φωνή ούτε ακρόαση.

Βλ. και καραβανάδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πληθ.: χεπχοπάδες.

Οι ΕΠ.ΟΠ.τζήδες (ΕΠαγγελματίες ΟΠλίτες). Απαντώνται σε περιοχές με έντονη στρατιωτική παρουσία, όπως σύνορα (βλ. Γκατζολία, Γκασμαδία).

Εμπνευσμένο από το δίστιχο:

«Περπατώ εις το δάσος και ακούω χιπ χοπ, λες να απολύομαι, μπααα... είμαι ΕΠ.ΟΠ.».

Εννοιολογικά: χΕΠ.χΟΠάς.

- Τι έλεγε χθες το βράδυ στο clubάκι;
- Τι να πεί... Αρχιδόκαμπος σκέτος, τίγκα στους χεπχοπάδες.

Μυδασίστ: ΜΧΣ. (από Khan, 23/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified