Αυτός που δεν έχει φράγκα, δηλαδή λεφτά. Ο ταπί, ο μπατίρης.

Έχει αναφερθεί και στο άσμα του Π. Σιδηρόπουλου «Χαρμάνης και Άφραγκος».

  1. - Πάμε ρε το βράδυ κανα σινεμά; - Δεν με παίρνει ρε, είμαι άφραγκος.

(από youffee, 18/06/10)(από youffee, 18/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά: ο άντρας που του έχουν αφαιρέσει χειρουργικά τους όρχεις. Ειδικότερα, ο άντρας που είχε υποστεί ευνουχισμό και χρησιμοποιούνταν ως φύλακας του χαρεμιού.

Μεταφορικά: ο άντρας που, η καινούρια του γκόμενα, του έχει βάλει τα δύο πόδια σε ένα παπούτσι και τον κάνει ό,τι θέλει. Ο άντρας αυτός είναι τόσο εθισμένος στην νέα του γκόμενα, που έχει χάσει την προσωπικότητά του και τις απόψεις του από την στιγμή που η γκόμενα τον βούτηξε στην κυλότα της (επειδή επιτέλους γαμάει... δεν τον νοιάζει τίποτε άλλο).

Ο ευνούχος σχετίζεται και με τον μουνόδουλο, με την διαφορά ότι ο μουνόδουλος δεν έχει σταθερή γκόμενα.

— Πόσο ευνούχος έχει γίνει ο Τζώνη ρε συ με αυτήν την Μάρθα; 'Εχει ξεκινήσει το Μουντιάλ τόσες μέρες και έναν αγώνα δεν έχει έρθει να δούμε όλοι μαζί. Άλλα έλεγε πριν 2 βδομάδες...
— Καλά, ναι... πριν 2 βδομάδες ο Τζώνη ήταν μπακούρι ρε συ και τον ξέρεις πόσο μουνόδουλος είναι.
— Επειδή τον ξέρω μιλάω, φοβάμαι ότι αυτή και το μουστάκι θα τον βάλει να ξυρίσει.

(από Khan, 01/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ιδιοκτήτης / υπάλληλος κάβας.

Στις μικρές γειτονιές όπου η κάβα είναι πιο κοντά από το σούπερ μαρκετ / μίνι μάρκετ / ψιλικατζίδικο, δίνουμε το ψευδώνυμο αυτό για τον ιδιοκτήτη της κάβας, αφού σπανίως ξέρουμε το όνομά του, ενώ κάποιες φορές είναι απαραίτητο να τον αναφέρουμε στις συζητήσεις μας.

  1. - Πού τις βρήκες τόσες μπύρες ρε;; - Τις κέρασε ο κάβαμαν, λήγουν λέει σε μία εβδομάδα και δεν προλαβαίνει να τις πουλήσει.

  2. Στο τηλέφωνο:
    - Έλα ρε, είσαι σπίτι να περάσω;
    - Είμαι ακριβώς άπω κάτω και παρκάρω..
    - Ωραία, περνάω απ' τον κάβαμαν κι έρχομαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατιμά λέμε και τα τρίμματα που έχουν μείνει στην σακούλα με το χόρτο.

Ρε Τάκη... Πάλι κατιμά θα μου βγάλεις; Κάνα παπά δεν έχεις;

...στη σπηλιά την κουρελού... (από Stravon, 14/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προστακτική. Σημαίνει στρίψε ή ρόλλαρε (ένα τσιγάρο, αν μη τι άλλο), από το αγγλικό rolling papers.

  1. Κόλλα ένα μπάφο ρε να πιούμε.

  2. Θα κολλήσει κανείς άλλος κανα τσιγάρο ρε ή μόνο εγώ θα στρίβω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραπέμπει στο ζαμπόν, όταν μιλάμε για κυριλέ πρεζάκια.

Τον είδες τον μαλάκα; Πάλι λε μπον ήταν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη γενικής χρήσης. Αλλάζει νόημα ανάλογα την φράση που την χρησιμοποιούμε. Δείτε παραδείγματα.

  1. Έχασες που δεν ήρθες στο πάρτυ της Νίκης, μπιστάγαμε (χορεύαμε) μέχρι το πρωί.

  2. Ποιος μου μπίστηξε (βούτηξε) τον αναπτήρα ρε; Είχα έναν αναπτήρα εδώ.

  3. Πα να μπιστήξουμε (φάμε) κανά σαν ντουΐ; Πείνασα...

  4. Τί πάρτυ θα 'ναι αυτό ρε; Θα μπιστάει (βαράει) καθόλου;

  5. Τι έγινε με την Σούλα χθες ρε; Την μπίστηξες (πήδηξες);

  6. Καλά ρε πρεζάκια, χθες σου άφησα ένα σακούλι γεμάτο. Πότε πρόλαβες και το μπίστηξες (ήπιες);

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για τον αποτυχημένο ελληνικό καφέ.

- Πσσςτ παιδί, πάρε σε παρακαλώ το νερόπλυμα από δω και φέρε μου ένα σωστό καφέ. Άντε που τον πληρώνουμε χρυσό και δεν ξέρετε ούτε ένα καφέ να ψήσετε.

βλ. και νερομπούλι, νερομπούρμπουλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα απομεινάρια.

  1. Η φτώχια των εβραίων της Σαλονίκης άφησε εποχή. Οι πεινασμένοι εβραίοι έφταναν στο Μπεχ-τσινάρ (όπου τα σφαγεία) είτε με τα πόδια, είτε σκαλωμαρία με το τράμ της γραμμής Βαρδάρι-Κήπος Πριγκήπων. Οι εβραίοι έκαναν αυτό το αληθινό ταξίδι, τα χαράματα, με την κρυφήν ελπίδα πως θα τους αφήσουν να μπουν στα σφαγεία, για να μάσουν από χάμω λίγα ξεσκλίδια από τα πελεκημένα κρέατα. כאן

  2. Κάτι ξεσκλίδια ρουχισμού
    τής σκέπαζαν τό σώμα
    κι ένα λουλούδι μαραθέν πράσινο, μπλέ στό χρώμα.
    εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στην θάλασσα καθώς παίζουμε και γελάμε... πιάνουμε κάποιον φίλο μας από το κεφάλι και τον βουτάμε μέσα, καθώς αυτός βουλιάζει έχουμε την ευκαιρία να πατήσουμε και με τα πόδια μας πάνω του ώστε να τον κρατήσουμε πιο πολύ ώρα μέσα στο νερό μπας και πιει λίγο και κλάσουμε στα γέλια.

  2. Τζούρα από μπάφο, όταν αυτός είναι στα τελευταία του.

  1. - Θα κάτσεις να σου κάνω μια πατητή; Δεν είμαι βαρύς..
    - Για μαλάκα ψάχνεις;

  2. Δεν μου σκας καμιά πατητή από αυτόν τον μπάφο; Δεν την έχω ακούσει ρε φίλε.

Στο 8:01. (από vikar, 10/06/11)

βλ. και πατητή μάρκα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified